Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2020

ΤΟ ΘΕΙΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 29 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2020


TheioKirigmaTheioKirigma

Ἀριθμός  47

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ ΛΟΥΚΑ

(Λουκ. ιη΄ 18 - 27)

 29 Νοεμβρίου 2020

*

ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἄνθρωπός τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ λέγων· διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; 19 εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· τί με λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός. 20 τὰς ἐντολὰς οἶδας· μὴ μοιχεύσῃς, μὴ φονεύσῃς, μὴ κλέψῃς, μὴ ψευδομαρτυρήσῃς, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου. 21 ὁ δὲ εἶπε· ταῦτα πάντα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου. 22 ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· ἔτι ἕν σοι λείπει· πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ διάδος πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι. 23 ὁ δὲ ἀκούσας ταῦτα περίλυπος ἐγένετο· ἦν γὰρ πλούσιος σφόδρα. 24 ἰδὼν δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς περίλυπον γενόμενον εἶπε· πῶς δυσκόλως οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες εἰσελεύσονται εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ! 25 εὐκοπώτερον γάρ ἐστι κάμηλον διὰ τρυμαλιᾶς ραφίδος εἰσελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν. 26 εἶπον δὲ οἱ ἀκούσαντες· καὶ τίς δύναται σωθῆναι; 27 ὁ δὲ εἶπε· τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν.

ΤΟ ΘΕΙΟ ΚΗΡΥΓΜΑ

Δύο ἐπίπεδα πνευματικῆς ζωῆς προβάλλονται στὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα, τὸ μέτριο καὶ τὸ ἀνώτερο. Τὸ πρῶτο ἐπίπεδο περιλαμβάνει τὴν τήρηση τῶν κανόνων τοῦ κώδικα ἠθικῆς, τὸ νὰ ζεῖ κάποιος σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ ποὺ περιλαμβάνονται στὸν Δεκάλογο τοῦ Μωυσῆ. Ὁ ἄρχοντας τῆς συναγωγῆς, ὁ ὁποῖος πλησίασε σήμερα τὸν Χριστό, γιὰ νὰ Τὸν ρωτήσει τί θὰ ἔπρεπε νὰ κάνει γιὰ νὰ σωθεῖ καὶ νὰ κληρονομήσει τὴν αἰώνια ζωή, αὐτὲς τὶς ἐντολὲς καὶ τὶς ἐγνώριζε καὶ τὶς εἶχε τηρήσει ἀπὸ τὴν νεαρή του ἡλικία. Ἦταν ἕνας καλὸς ἄνθρωπος, μὲ κῦρος στὴν κοινωνία καὶ ἀναγνώριση, ἡ ὁποία στηριζόταν στὴν ἠθική του ἀκεραιότητα. Δὲν μοίχευε, δὲν ἔκλεβε, δὲν φόνευε, δὲν ψευδομαρτυροῦσε, τιμοῦσε τὸν πατέρα του καὶ τὴν μητέρα του. Κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ τὸν κατηγορήσει γιὰ ἠθικὲς παρεκτροπὲς ἢ γιὰ ἄλλου εἴδους παρανομίες. Ἦταν, ἑπομένως, ἕνας ἄνθρωπος-πρότυπο γιὰ τὴν κοινωνία. Καὶ, ὅμως, ἡ ζωὴ τοῦ ἀνήκει στὸ μέτριο, στὸ κατώτερο ἐπίπεδο πνευματικότητας. Ἔκπληκτος ἀκούει ἀπὸ τὸν Χριστὸ ὅτι τοῦ λείπει κάτι. Μὰ πῶς εἶναι δυνατόν; Αὐτὸς δὲν εἶναι ὁ τέλειος, ὁ ἄμεμπτος, ὁ ἀκατηγόρητος; Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἡ ὑπερηφάνεια τοῦ ἀρχισυναγώγου δέχεται καίριο πλῆγμα. Τσαλακώνεται ἡ ἀψεγάδιαστη αὐτοεικόνα του καὶ συρρικνώνεται ἡ αὐτοπεποίθησή του.

Ὁ Χριστὸς διδάσκει στὸν ἄρχοντα τὸ ἀνώτερο ἐπίπεδο πνευματικῆς ζωῆς μὲ τὰ ἑξῆς λόγια: «Ὅλα ὅσα ἔχεις πούλησέ τά, μοίρασέ τα στοὺς φτωχοὺς καὶ θὰ ἔχεις θησαυρὸ στὸν οὐρανὸ καὶ ἔλα νὰ μὲ ἀκολουθήσεις!» Εἶσαι σίγουρα ἐνάρετος ἄνθρωπος, κανένας δὲν τὸ ἀμφισβητεῖ, εἶσαι ὅμως ἀκόμη προσκολλημένος στὰ γήινα. Εἶσαι πλούσιος, ὅπως φαίνεται, καὶ ὅλη σου ἡ ζωὴ περιστρέφεται γύρω ἀπὸ τὰ πλούτη σου. Αὐτὰ ἀποτελοῦν βαρίδια ποὺ σὲ κρατοῦν δέσμιο καὶ σὲ ἐμποδίζουν νὰ ἐκτιναχθεῖς καὶ νὰ ἀπολαύσεις τὴν πραγματικὴ ἐλευθερία σου. Πῶς θὰ γίνει αὐτό; Πρέπει νὰ τρελαθεῖς μὲ τὴν λυτρωτικὴ τρέλα τοῦ πραγματικοῦ ἐπαναστάτη, πρέπει νὰ μισήσεις ὅ,τι μέχρι τώρα ἀγαποῦσες, δηλαδὴ τὰ πολυπόθητά σου χρήματα καὶ κτήματα, καὶ νὰ ἀπαλλαγεῖς ἀπὸ αὐτὰ χαρίζοντάς τα στοὺς φτωχοὺς ἀδελφούς σου. Καὶ νὰ ξέρεις πὼς ὁ ὑλικὸς θησαυρός σου ποὺ θὰ διανεμηθεῖ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο θὰ μετατραπεῖ σὲ πνευματικὸ πλοῦτο στὸν οὐρανό, τὸν ὁποῖο πάλι θὰ ἰδιοποιηθεῖς στὴν ἄλλη ζωή, τὴν αἰώνια. Καμιὰ ἐλεημοσύνη δὲν χάνεται, ὅσο μικρὴ κι ἂν εἶναι, πόσο μᾶλλον ἕνα τεράστιο μέγεθος περιουσίας, τὸ ὁποῖο μοιράζεται μὲ προθυμία καὶ ἀγάπη. Σὲ καλῶ, λοιπόν, λέγει ὁ Χριστὸς στὸν πλούσιο ἄρχοντα, νὰ τὰ δώσεις ὅλα! Νομίζεις πὼς θὰ χάσεις, δὲν φαντάζεσαι ὅμως πόσο ἀφάνταστα μεγάλο πλοῦτο θὰ κερδίσεις στὴν ἄλλη ζωή. Ἀφοῦ, τέλος, ἀπαλλαγεῖς ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ποὺ σὲ κρατοῦν φυλακισμένο σὲ μία ἐγωιστικὴ φυλακή, ἔλα νὰ μὲ ἀκολουθήσεις! Ἔλα νὰ γίνεις μαθητής μου καὶ ἀπόστολός μου, ὅπως εἶναι καὶ οἱ ἄλλοι ποὺ βλέπεις νὰ μὲ ἀκολουθοῦν. Ἔλα κοντά μου καὶ Ἐγώ, ποὺ εἶμαι ὁ Ἐνανθρωπήσας Θεός, θὰ σὲ πλουτίσω μὲ ἄπειρα πλούτη, ποὺ κανένας γήινος νοῦς δὲν μπορεῖ νὰ συλλάβει. Βλέπεις τοὺς μαθητές μου φτωχοντυμένους καὶ ταλαιπωρημένους; Νομίζεις πῶς βασανίζουν ἄσκοπα τὸν ἑαυτό τους; Ναί, ἂν βλέπεις τὰ πράγματα μὲ γήινο τρόπο. Ὅμως, αὐτοὶ ποὺ τοὺς θεωρεῖς χαμένους καὶ μηδαμινούς, εἶναι οἱ ἄρχοντες τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, εἶναι αὐτοὶ ποὺ θὰ καθίσουν σὲ θρόνους κατὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία μου, γιὰ νὰ κρίνουν τὶς δώδεκα φυλὲς τοῦ Ἰσραήλ. Εἶναι αὐτοὶ ποὺ αἰώνια θὰ συμβασιλεύουν μαζί μου στὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ἔλα, λοιπὸν, μαζί μου καὶ θὰ γίνεις ἕνας ἀπὸ αὐτούς. «Δεῦρο ἀκολούθει μοι!»

Τὸ κάλεσμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ξεκάθαρο καὶ πέφτει ὡς κεραυνὸς ἐν αἰθρίᾳ στὰ αὐτιὰ τοῦ πλούσιου ἄρχοντα. Ἡ καρδιὰ του γεμίζει ἀπὸ λύπη, «περίλυπος ἐγένετο», λέγει τὸ ἱερὸ κείμενο. Γιατί, ὅμως, λυπᾶται; Τί τοῦ συμβαίνει; Ὁ πλούσιος, γιὰ πρώτη φορὰ στὴ ζωὴ του, αἰσθάνεται μικρὸς καὶ ἀνεπαρκής. Νιώθει πὼς τοῦ εἶναι ἀδύνατον νὰ ἀνεβεῖ στὸ ἀνώτερο ἐπίπεδο πνευματικῆς ζωῆς λόγω ὑπερβολικῆς προσκόλλησης στὰ ὑλικὰ ἀγαθά. Συνειδητοποιεῖ πὼς ἡ μέχρι ἐκείνη τὴ στιγμὴ αὐτοπεποίθησή του στηριζόταν σὲ σαθρὲς βάσεις καὶ μπροστὰ στὸ μεγαλεῖο της ἀνώτερης ζωῆς, ποὺ τοῦ προβάλλει ὁ Χριστὸς, συντρίβεται ὁ ἐγωισμός του. Γι’ αὐτὸ ἀποχωρεῖ ντροπιασμένος χωρὶς νὰ πεῖ λέξη.

Καὶ ἐμεῖς οἱ χριστιανοὶ τοῦ σήμερα δὲν διαφέρουμε καὶ πολὺ ἀπὸ τὸν πλούσιο αὐτὸν ἄρχοντα. Καὶ ἐμεῖς εἴμαστε «καλοὶ ἄνθρωποι», δὲν σκοτώνουμε, δὲν κλέβουμε, δὲν κάνουμε τὶς ἁμαρτίες ποὺ διαπράττουν οἱ κοσμικοί. Δὲν εἴμαστε «ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων», ὅπως ἔλεγε ὁ Φαρισαῖος τῆς γνωστῆς παραβολῆς. Εἴμαστε κοινωνικὰ ἀποδεκτοί, ἔντιμοι, νομοταγεῖς, ἀξιοπρεπεῖς. Σίγουρα δὲν εἶναι κακὸ νὰ εἴμαστε «καλοὶ ἄνθρωποι». Ὡστόσο κάτι μᾶς λείπει! «Ἔτι ἕν σοι λείπει», λέγει στὸν καθένα μας προσωπικὰ ὁ Χριστός. Μᾶς λείπει ἡ ὑπέρβαση τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἡ ἀπαλλαγή μας ἀπὸ τὰ ὑλικὰ βάρη καὶ ἡ ἕνωση μὲ τὸν Χριστό. Μπορεῖ νὰ μὴν ἔχουμε πολλὰ πλούτη, ὅπως εἶχε ὁ πλούσιος του εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος, ἔχουμε ὅμως ἐξίσου βαριὲς καὶ πολυποίκιλες  προσκολλήσεις σὲ πρόσωπα καὶ πράγματα τοῦ παρόντος κόσμου. Ἡ καρδιὰ μας ἀρνεῖται νὰ ἀπαρνηθεῖ τὶς ἀγάπες αὐτῆς τῆς κατώτερης ζωῆς καὶ μετεωρίζεται μεταξὺ Θεοῦ καὶ μαμωνᾶ. «Νὰ εἴμαστε χριστιανοί, ἄνθρωποι τῆς ἐκκλησίας, ἀλλὰ ὄχι νὰ τρελαθοῦμε κιόλας!», λένε κάποιοι χριστιανοὶ καὶ ἀρκοῦνται στὰ ὀλίγα. Ἂν ὅμως δὲν τρελαθεῖς, πρόσωπο Θεοῦ δὲν θὰ δεῖς! Ἂν δὲν γίνεις «μωρὸς διὰ Χριστόν», δὲν θὰ ξεφύγεις ἀπὸ τὴν φθορὰ καὶ τὸν θάνατο τῆς συμβιβασμένης ζωῆς.

Ἡ ἀντίχριστη ἐποχὴ μας σύντομα θὰ θέσει σὲ ὅλους τους ἀνθρώπους τοῦ πλανήτη μας τὴν ὑπέρτατη πρόκληση: Ἢ θὰ εἶσαι μὲ τὸν Διάβολο καὶ θὰ καλοπερνᾶς, ἢ θὰ εἶσαι μὲ τὸν Χριστὸ καὶ θὰ κακοπερνᾶς! Αὐτὸ  σημαίνει ὅτι, ἂν σκύψεις τὸ κεφάλι καὶ δεχθεῖς ὡς ἡγεμόνα σου τὸν Σατανᾶ, θὰ ἔχεις πλούσια ὑλικὰ ἀγαθά, ἀλλὰ θὰ χάσεις τὴν ψυχή σου. Ἂν, ἀντιθέτως, μείνεις σταθερὰ μὲ τὸν Χριστό, θὰ περάσεις θλίψεις καὶ δοκιμασίες σὲ αὐτὴν τὴν ζωή, ἀλλὰ θὰ ζεῖς αἰώνια ὡς κατὰ χάριν θεὸς στὸν Παράδεισο. Μὲ τὸν Διάβολο καταστρέφεσαι,  μὲ τὸν Χριστὸ ζωοποιεῖσαι!      

Νὰ δώσει ὁ Θεὸς νὰ πραγματοποιήσουμε αὐτὴν τὴν ἁγία ἐπανάσταση ἐνάντια στὰ πλούτη μας, στὶς προσκολλήσεις μας, γιὰ νὰ ἀκολουθήσουμε μὲ εἰλικρίνεια καὶ πόθο τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, στὸν ὁποῖο ἀνήκει δόξα, τιμὴ καὶ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων, ἀμήν!   Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Χίου

Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2020

ΤΟ ΘΕΙΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 22 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2020


TheioKirigma

Ἀριθμός  46

ΚΥΡΙΑΚΗ θ΄ ΛΟΥΚΑ

(Λουκ. ιβ΄ 16 - 37)

 22 Νοεμβρίου 2020

*

ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ

Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· ἀνθρώπου τινὸς πλουσίου εὐφό­ρησεν ἡ χώρα· καὶ διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ λέγων· τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου; καὶ εἶπε· τοῦτο ποιήσω· καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω, καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα τὰ γενήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου, καὶ ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου· ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου. εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Θεός· ἄ­­φρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμα­σας τίνι ἔσται; οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ, καὶ μὴ εἰς Θεὸν πλουτῶν. ταῦτα λέ­­γων ἐφώνει· ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω.

ΤΟ ΘΕΙΟ ΚΗΡΥΓΜΑ

Ἀπὸ τὶς πρῶτες λέξεις ποὺ μαθαίνει ὁ ἄνθρωπος ἤδη στὴν βρεφική του ἡλικία εἶναι οἱ κτητικὲς ἀντωνυμίες: δικό μου, δικά μου, δικοί μου. Τονίζει ἔτσι τὴν ἔμφυτη τάση γιὰ ἀπόκτηση καὶ κατοχὴ πραγμάτων, ἡ ὁποία, ἂν δὲν τιθασευθεῖ μὲ τὴν κατάλληλη ἀγωγὴ ἀπὸ τοὺς γονεῖς, θὰ καταντήσει νὰ μετατραπεῖ στὸ μεγάλο ἐλάττωμα τῆς φιλοκτημοσύνης καὶ τῆς πλεονεξίας. Σὲ αὐτὸ τὸ πάθος τοῦ ὑπέρμετρου πλουτισμοῦ χωρὶς ἐνδιαφέρον γιὰ μοίρασμα τοῦ πλεονάζοντος πλούτου σὲ ἀνθρώπους πενομένους καὶ ἐνδεεῖς, ἀναφέρεται τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τὸ σχετικὸ μὲ τὸν ἄφρονα πλούσιο.

Ὑπῆρχε, λέγει ὁ Χριστός μας, κάποιος πλούσιος, τοῦ ὁποίου τὰ χωράφια ἔδωσαν πολὺ καρπό, καὶ σκεφτόταν καὶ ζαλιζόταν, ἐπειδὴ δὲν ἤξερε τί νὰ κάνει, γιὰ νὰ συγκεντρώσει τοὺς καρπούς του. Οἱ ἀποθῆκες του δὲν θὰ χωροῦσαν ὅλο αὐτὸ τὸ πλῆθος τῆς σοδειᾶς. «Νὰ τί θὰ κάνω», μονολογεῖ ὁ πλούσιος. «Θὰ γκρεμίσω τὶς ἀποθῆκες ποὺ ἔχω τώρα καὶ θὰ χτίσω μεγαλύτερες καὶ σὲ αὐτὲς μέσα θὰ συνάξω ὅλα τὰ γεννήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου καὶ θὰ πῶ στὴν ψυχή μου: Ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθά, ποὺ εἶναι φυλαγμένα καὶ σὲ φθάνουν γιὰ χρόνια πολλά! Τώρα, λοιπόν, ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου!» Ἔρχεται, ὅμως, ὁ Θεὸς καὶ τοῦ λέγει: «Ἀνόητε, αὐτὴν τὴ νύχτα κάποιοι ἀπαιτοῦν νὰ πάρουν τὴν ψυχή σου ἀπὸ ἐσένα. Πεθαίνεις!  Αὐτὰ πού ἑτοίμασες σὲ ποιὸν θὰ ἀνήκουν;» Ἔτσι, λοιπὸν, θὰ πάθει καὶ τέτοιο τέλος θὰ ἔχει αὐτὸς ποὺ θησαυρίζει γιὰ τὸν ἑαυτὸ του μόνο καὶ δὲν πλουτίζει γιὰ τὸν Θεό.

Κατ’ ἀρχὴν πρέπει νὰ τονίσουμε ὅτι ὁ πλοῦτος δὲν εἶναι ἐξ ὁρισμοῦ  κάτι κακό.  Κακὴ εἶναι ἡ ἐγωιστικὴ καὶ φίλαυτη χρήση του ἀπὸ τὸν πλούσιο, ὁ ὁποῖος θησαυρίζει καὶ πολλαπλασιάζει τὰ πλούτη του μόνο γιὰ δική του ἀπόλαυση καὶ ἀδιαφορεῖ ἐντελῶς γιὰ τὸν φτωχὸ καὶ πεινασμένο συνάνθρωπό του. Ὁ πλούσιος της παραβολῆς αὐτῆς δέχεται μία ἐξαιρετικὴ εὐλογία στὴ ζωή του: ὄχι μόνο ἔχει κτήματα καὶ χρήματα πολλά, ἀλλὰ καὶ βλέπει πὼς ἐκείνη τὴ χρονιὰ τὰ γεννήματά του καὶ τὰ κέρδη του πολλαπλασιάζονται καὶ αὐξάνονται ἀκόμη περισσότερο. Ἀντὶ, ὅμως, νὰ χαρεῖ, πέφτει σὲ σκέψεις καὶ σκοτοῦρες. Προβληματίζεται ποῦ θὰ ἀποθηκεύσει τοὺς ὑπερβολικὰ πολλοὺς καρπούς του, γιατί οἱ ἀποθῆκες του πλέον δὲν τοὺς χωρᾶνε. Τί θὰ ἔπρεπε νὰ κάνει; Θὰ ἔπρεπε πρῶτα νὰ εὐχαριστήσει τὸν Θεὸ γιὰ τὴν πλουσιοπάροχη σοδειὰ ποὺ τοῦ χάρισε, νὰ Τὸν δοξάσει καὶ νὰ Τὸν ὑμνήσει. Εἶναι μεγάλο τὸ δῶρο τῆς οἰκονομικῆς εὐμάρειας καὶ ἀξίζει νὰ ἀπονέμει στὸν Θεὸ αὐτὸς ποὺ τὸ δέχεται τὶς θερμότερες εὐχαριστίες του. Ὕστερα, θὰ ἔπρεπε νὰ σκεφτεῖ μὲ ποιὸν τρόπο θὰ μοιράσει τὰ πλεονάζοντα ἀγαθά του σὲ αὐτοὺς ποὺ δὲν τὰ ἔχουν. Χιλιάδες, ἑκατομμύρια, εἶναι αὐτοὶ ποὺ στεροῦνται ἀκόμη καὶ τὴν στοιχειώδη, καθημερινὴ τροφὴ καὶ ὑποφέρουν ἀπὸ τὴν στέρηση καὶ τῶν πιὸ ἀναγκαίων ὑλικῶν ἀγαθῶν. Ἐλάχιστοι εἶναι οἱ πλούσιοι, μυριάδες οἱ φτωχοί. Ἕνας πλούσιος μὲ καλὴ καὶ φιλάνθρωπη ψυχὴ θὰ γινόταν εὐεργέτης γιὰ αὐτοὺς ποὺ θὰ εἶχαν ἀνάγκη, θὰ σκόρπιζε τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ θὰ μιμοῦνταν κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο τὸν δωρεοδότη Θεό, ὁ ὁποῖος παρέχει ἄπειρες εὐεργεσίες, καὶ ὑλικὲς καὶ πνευματικές, στὰ πλάσματά Του. Ὁ Θεὸς εἶναι ὁ κατ’ ἐξοχὴν πλούσιος, τὰ πάντα Τοῦ ἀνήκουν, δὲν τσιγκουνεύεται, δὲν μετράει κέρδη καὶ ζημίες, δὲν  ἀποστερεῖ κανέναν ἀπὸ τὰ χαρίσματα τῆς δημιουργίας Του. Ὅπως λέγει καὶ ὁ ψαλμῳδὸς Δαυίδ, Ὁ Θεὸς «ἐσκόρπισε, ἔδωκε τοῖς πένησιν, ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα».

Αὐτὸ ἀκριβῶς θὰ ἔπρεπε νὰ κάνει ὁ πλούσιος τῆς παραβολῆς καὶ ὄχι νὰ σχεδιάζει πῶς θὰ χτίσει μεγαλύτερες ἀποθῆκες, γιὰ νὰ φυλάξει  τὰ παραπανίσια ἀγαθά του. Δὲν ὑπάρχει πιὸ θλιβερὴ καὶ μίζερη συμπεριφορὰ ἀπὸ αὐτὴν τοῦ πλούσιου, ποὺ θησαυρίζει γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ μόνο, ποὺ ζεῖ μὲ ἐπίκεντρο τὸ γιγαντιαῖο ἐγώ του, χωρὶς ἴχνος κοινωνικῆς εὐαισθησίας καὶ συμπόνιας. Αὐτὸς δὲν εἶναι πλέον ἄνθρωπος, ἀλλὰ ἕνα ἐγωιστικὸ τέρας, εἶναι ἕνα καρκίνωμα τῆς ἀνθρώπινης κοινωνίας. Εἶναι δὲ τόση ἡ ἀναλγησία του, ποὺ δὲν σκέφτεται ὅτι δὲν τοῦ ζητάει κανεὶς νὰ φτωχύνει δίνοντας στοὺς φτωχοὺς ὅλη τὴν περιουσία του, ἀλλὰ μόνο ἕνα μέρος της, ποὺ τοῦ εἶναι ἐντελῶς ἄχρηστο. Ποιὰ ἀξία ἔχουν χιλιάδες τόνοι ἀγαθῶν ποὺ σαπίζουν σὲ ἀποθῆκες καὶ δὲν τρέφουν τοὺς πεινασμένους πού ὑποφέρουν ἔξω ἀπὸ αὐτές; Μήπως ἂν μοιραστοῦν αὐτά, ὁ πλούσιος θὰ πεινάσει; Ὄχι βέβαια! Καὶ οἱ φτωχοὶ θὰ τραφοῦν καὶ θὰ τὸν εὐλογήσουν ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς τους καὶ ὁ πλούσιος θὰ παραμείνει πλούσιος καὶ θὰ δοξασθεῖ ὡς εὐεργέτης! Ὅμως, ὁ πλούσιος ἔχει δάσκαλό του τὸν Διάβολο, ποὺ μόνο τὸν πόνο καὶ τὴν δυστυχία ξέρει νὰ μοιράζει στοὺς ἀνθρώπους. Ὁ Διάβολος ὑποδαυλίζει τὰ φιλήδονα καὶ τὰ φίλαυτα πάθη τοῦ ἄθλιου πλούσιου, τὸν τυφλώνει σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε νὰ μὴν μπορεῖ νὰ κοιτάξει μακρύτερα ἀπὸ τὸν στενὸ ὁρίζοντα τῆς παρούσης, ἐφήμερης καὶ παροδικῆς ζωῆς. Τὸν κάνει νὰ νιώθει αἰώνιος, παντοδύναμος καὶ ἀπρόσβλητος ἀπὸ κάθε ἀτυχία, μὲ τὴν ψευδαίσθηση τῆς παντοτινῆς ἀπόλαυσης τῶν ἀγαθῶν του. Μὲ λίγα λόγια τὸν κάνει νὰ νιώθει Θεός, μέσα σὲ μία τρέλα ἑωσφορικῆς ὑπερηφανείας! Ἀκριβῶς αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ ἀφροσύνη του, γιὰ αὐτὸ καὶ ὀνομάζεται «ἄφρων», δηλαδὴ ἄμυαλος καὶ ἀνόητος.

Ἀργὰ ἢ γρήγορα, ὅμως, ἔρχεται καὶ γιὰ τὸν ἄφρονα πλούσιο, ὅπως καὶ γιὰ κάθε θνητό, ἡ φοβερὴ ὥρα τοῦ θανάτου καὶ ἀκούει ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴν φρικώδη ἀλήθεια: «Τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπό σοῦ!» Ποιοὶ ἀπαιτοῦν νὰ πάρουν τὴν ταλαίπωρη ψυχὴ τοῦ πλούσιου; Οἱ δαίμονες φυσικά, γιὰ νὰ τὴν ὁδηγήσουν στὴν τιμωρία τῆς αἰωνίου Κολάσεως. Ἀφοῦ τόσον καιρὸ ὁ πλούσιος ἀκολουθοῦσε τὰ προστάγματα τῶν δαιμόνων, μὲ τὸ νὰ κρατᾶ μόνο γιὰ τὸν ἑαυτὸ του τὰ πλούτη του καὶ νὰ μὴν τὰ μοιράζεται μὲ τοὺς φτωχούς, ἀποδείχθηκε καλὸς μαθητής τους καὶ ἦρθε ἡ ὥρα νὰ τοὺς ἀκολουθήσει στὸν τόπο τῆς αἰωνίας βασάνου.

Ὁ Χριστός μας μὲ τὴν παραβολὴ αὐτὴ ἕνα μήνυμα θέλει νὰ μᾶς μεταδώσει: «Μὴν θησαυρίζετε ὑλικὰ ἀγαθὰ μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό σας! Μιμηθεῖτε τὸν Θεὸ Πατέρα σας, ποὺ καθημερινὰ παρέχει σὲ ὅλη τὴν κτίση ἀπροσμέτρητα πλούτη ποικίλων ἀγαθῶν! Μὴν γίνεσθε πλεονέκτες καὶ ἀφιλάνθρωποι! Γκρεμίστε τὰ τείχη τοῦ ἐγωισμοῦ καὶ τῆς φιλαυτίας σας!  Δίνετε ἁπλόχερα ἐλεημοσύνη στὸν φτωχὸ μὲ ὅλη σας τὴν καρδιὰ καὶ νὰ θυμάστε πὼς «ὁ ἐλεῶν πτωχὸν δανείζει Θεῷ»! Τὰ χρήματα ποὺ θὰ δώσετε στὸν ἀναγκεμένο ἀδερφό σας, ὅσο ζεῖτε ἐδῶ, στὸν μάταιο αὐτὸ κόσμο,  θὰ σᾶς ἐπιστραφοῦν μὲ πολὺ μεγάλο τόκο κατὰ τὴν Μέλλουσα Κρίση καὶ θὰ λάβετε «ἀντὶ τῶν ἐπιγείων τὰ ἐπουράνια!». Ἀμήν, γένοιτο!     

Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Χίου

Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2020

ΤΟ ΘΕΙΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 15 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2020


TheioKirigma

Ἀριθμός  45

ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΛΟΥΚΑ

(Λουκ. ι΄25 - 37)

 15 Νοεμβρίου 2020

*

ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, νομικός τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ ἐκπειράζων αὐτὸν καὶ λέγων· διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; 26 ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν· ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; πῶς ἀναγινώσκεις; 27 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· 28 εἶπε δὲ αὐτῷ· ὀρθῶς ἀπεκρίθης· τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ. 29 ὁ δὲ θέλων δικαιοῦν ἑαυτὸν εἶπε πρὸς τὸν Ἰησοῦν· καὶ τίς ἐστί μου πλησίον; 30 ὑπολαβὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· ἄνθρωπός τις κατέβαινεν ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ εἰς Ἱεριχώ, καὶ λῃσταῖς περιέπεσεν· οἳ καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν καὶ πληγὰς ἐπιθέντες ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθανῆ τυγχάνοντα. 31 κατὰ συγκυρίαν δὲ ἱερεύς τις κατέβαινεν ἐν τῇ ὁδῷ ἐκείνῃ, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἀντιπαρῆλθεν. 32 ὁμοίως δὲ καὶ Λευΐτης γενόμενος κατὰ τὸν τόπον, ἐλθὼν καὶ ἰδὼν ἀντιπαρῆλθε. 33 Σαμαρείτης δέ τις ὁδεύων ἦλθε κατ᾿ αὐτόν, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη, 34 καὶ προσελθὼν κατέδησε τὰ τραύματα αὐτοῦ ἐπιχέων ἔλαιον καὶ οἶνον, ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος ἤγαγεν αὐτὸν εἰς πανδοχεῖον καὶ ἐπεμελήθη αὐτοῦ· 35 καὶ ἐπὶ τὴν αὔριον ἐξελθών, ἐκβαλὼν δύο δηνάρια ἔδωκε τῷ πανδοχεῖ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἐπιμελήθητι αὐτοῦ, καὶ ὅ,τι ἂν προσδαπανήσῃς, ἐγὼ ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με ἀποδώσω σοι. 36 τίς οὖν τούτων τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς; 37 ὁ δὲ εἶπεν· ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ᾿ αὐτοῦ. εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως.

ΤΟ ΘΕΙΟ ΚΗΡΥΓΜΑ

Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη ἀγάπη ἀπὸ αὐτὴν ποὺ τρέφει ὁ Θεὸς Πατέρας γιὰ τὰ πλάσματά Του. Καὶ εἶναι τόσο μεγάλη αὐτὴ ἡ ἀγάπη, τόσο ἀσύλληπτη, πέρα ἀπὸ κάθε ἀνθρώπινο μέτρο καὶ ὅριο, ὥστε ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, γιὰ νὰ τὴν περιγράψει καὶ νὰ τὴν κατανοήσουμε, ἔστω καὶ ἐλάχιστα, χρησιμοποιεῖ τὴν παραβολὴ τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου, τὴν ὁποία ἀκούσαμε στὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα.

Ἔρχεται κοντὰ στὸν Χριστὸ ἕνας νομοδιδάσκαλος καί, γιὰ νὰ Τὸν πειράξει, τὸν ἐρωτᾶ τί θὰ ἔπρεπε νὰ κάνει στὴν ζωή του, γιὰ νὰ κληρονομήσει τὴν αἰώνια ζωή. Τὸ ἐρώτημα εἶναι πάρα πολὺ σημαντικὸ καὶ ὁ Χριστός, παρὰ τὴν περιπαικτικὴ διάθεση τοῦ νομικοῦ αὐτοῦ, δὲν τὸν περιφρονεῖ. Τὸν ἐρωτᾶ ποιὰ εἶναι ἡ ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα αὐτὸ σύμφωνα μὲ τὸν μωσαϊκὸ νόμο καὶ αὐτὸς σωστὰ ἀπαντᾶ ὅτι γιὰ νὰ σωθεῖ κάποιος πρέπει νὰ ἀγαπήσει τὸν Κύριο καὶ Θεό του μὲ ὅλη τὴν καρδιά του, μὲ ὅλη τὴν ψυχή του, μὲ ὅλη τὴν δύναμή του, μὲ ὅλη τὴν διάνοιά του καὶ ἐπίσης νὰ ἀγαπήσει τὸν πλησίον του σὰν τὸν ἑαυτό του. Ξεκάθαρη ἀπάντηση ποὺ δὲν ἐπιδέχεται παρερμηνεία. Πρῶτα θὰ ἀγαπήσεις τὸν Θεὸ ὁλοκληρωτικὰ καὶ ὕστερα τὸν συνάνθρωπό σου, ὅσο περισσότερο μπορεῖς. Ὁ νομικὸς, ὅμως, πού ἔχει ντροπιαστεῖ ἀπὸ τὸ εὔκολο ἐρώτημα πού ἔθεσε, ἐρωτᾶ ἐπιπλέον: «Ποιὸς εἶναι ὁ πλησίον μου, ὁ συνάνθρωπός μου, τὸν ὁποῖο πρέπει νὰ ἀγαπῶ σὰν τὸν ἑαυτό μου;» Ἔτσι, λοιπὸν, ὁ Χριστὸς λαμβάνει ἀφορμὴ καὶ ἀναπτύσσει τὴν περίφημη αὐτὴ  παραβολή.

Κάποιος ἄνθρωπος ποὺ κατέβαινε ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ στὴν Ἱεριχώ ἔπεσε σὲ ἐνέδρα ληστῶν, οἱ ὁποῖοι τὸν γύμνωσαν, τὸν χτύπησαν καὶ τὸν ἄφησαν μισοπεθαμένο. Κατὰ σύμπτωση, περνοῦσε ἀπὸ τὸν ἴδιο δρόμο ἕνας ἱερέας, ὁ ὁποῖος μόλις εἶδε τὸν χτυπημένο ἄνθρωπο, ἀπομακρύνθηκε ἀμέσως χωρὶς νὰ βοηθήσει. Τὸ ἴδιο δὲν βοήθησε καθόλου καὶ ἕνας Λευίτης ποὺ πέρασε ἀπὸ ἐκεῖ. Ἕνας Σαμαρείτης, ὅμως, ποὺ βάδιζε στὸν δρόμο ἐκεῖνο, εἶδε τὸν πεσμένο ἄνθρωπο καὶ τὸν λυπήθηκε. Σταμάτησε, ἦρθε κοντά του, ἔδεσε τὶς πληγές του, ἀφοῦ πρῶτα ἔχυσε σὲ αὐτὲς κρασὶ καὶ λάδι, τὸν σήκωσε καὶ τὸν ἔβαλε πάνω στὸ ζῶο του,  τὸν μετέφερε σὲ ἕνα πανδοχεῖο καὶ τὸν περιποιήθηκε ὅπως ἔπρεπε. Τὴν ἄλλη μέρα βρῆκε τὸν ξενοδόχο, ἔβγαλε δύο δηνάρια, τοῦ τὰ ἔδωσε, τοῦ εἶπε νὰ τὸν φροντίσει καὶ  ὅ,τι παραπάνω θὰ ξόδευε ἐκεῖνος θὰ τὸν ἐξοφλοῦσε στὴν ἐπάνοδό του. Ἐρωτᾶ, λοιπὸν, ὁ Χριστός μας τὸν σοφὸ νομοδιδάσκαλο τοῦ Ἰσραήλ: «Ποιὸς ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς τρεῖς θεωρεῖς ὅτι ἀποδείχθηκε πλησίον καὶ ἀδελφὸς γιὰ ἐκεῖνον τὸν ἄνθρωπο πού ἔπεσε στὰ χέρια τῶν ληστῶν;» «Αὐτὸς ποὺ τὸν  συμπόνεσε καὶ ἔκανε ἔλεος», ἀπαντᾶ ὁ νομικός. Καὶ ὁ Χριστὸς τοῦ λέγει: «Πήγαινε καὶ ἐσὺ κᾶάνε τὸ ἴδιο!»

Ἡ ὅλη ἱστορία στρέφεται γύρω ἀπὸ ἕναν ταλαίπωρο ἄνθρωπο, θῦμα ληστρικῆς κακοποίησης, καὶ τὴν ἐντελῶς διαφορετικὴ ἀντιμετώπισή του ἀπὸ τρεῖς ἀνθρώπους, τοὺς δύο Ἰουδαίους ἱερωμένους καὶ τὸν Σαμαρείτη. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς χωρὶς βοήθεια θὰ πέθαινε ἐκεῖ στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου. Δὲν μποροῦσε οὔτε νὰ περπατήσει, οὔτε νὰ μιλήσει, εἶχε ἀπόλυτη ἀνάγκη ἀπὸ ἕναν ἄνθρωπο νὰ τὸν συνδράμει μὲ ὁποιονδήποτε τρόπο, ἔστω καὶ στοιχειωδῶς. Πόσο, λοιπὸν, ἀπίστευτα ἀπάνθρωπο ἦταν αὐτὸ ποὺ ἔκαναν οἱ δύο Ἰουδαῖοι, καὶ μάλιστα ὄχι τυχαῖοι, ἀλλὰ κατ’ ἐπάγγελμα ὑπηρέτες τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου, τὸ νὰ ἐγκαταλείψουν ἐντελῶς ἀβοήθητο τὸν μισοπεθαμένο, νὰ τὸν δοῦν καὶ νὰ περάσουν ἀπὸ δίπλα του σάν νὰ μὴν τὸν εἶδαν ποτέ; Μὲ τὴν συμπεριφορὰ τους αὐτὴ ἀποδεικνύονται χειρότεροι καὶ ἀπὸ τοὺς ληστές. Γιατί οἱ κακοποιοί, ζώντας μέσα στὴν ἀμάθεια καὶ τὴν βαρβαρότητα, σὰν ἄγρια θηρία, ἀγνοοῦν τὸν Νόμο τοῦ Θεοῦ, ποὺ προστάζει «οὐ κλέψεις», ἐνῶ ὁ ἱερέας καὶ ὁ Λευϊτης εἶναι πεπαιδευμένοι, τὸν γνωρίζουν τὸν Νόμο πολὺ καλά, ἀλλὰ δὲν τὸν ἐφαρμόζουν. Σίγουρα ἔχουν ἀκούσει τὸ «ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν», ὅπως καὶ τὸ «ἔλεον θέλω καὶ οὐ θυσίαν». «Θέλω ἀγάπη γιὰ τὸν συνάνθρωπο», δίνει ἐντολὴ ὁ Θεός, «Δὲν θέλω ξερὲς ἱεροπραξίες, τυπικὰ ἐπαναλαμβανόμενες,  χωρὶς ἀγάπη». Οἱ ἱερωμένοι ἔδωσαν ἐξετάσεις στὸ κορυφαῖο μάθημα, ποὺ εἶναι ἡ ἀγάπη, καὶ ἀπέτυχαν παταγωδῶς. Φάνηκαν ἀνάξιοι ὑπηρέτες τοῦ Θεοῦ, γιὰ αὐτὸν τὸν λόγο καὶ ἀπερρίφθησαν.

Ἀντίθετα, ἕνας ἀλλοεθνὴς Σαμαρείτης, περιφρονημένος ἀπὸ τοὺς ὑπερόπτες Ἰουδαίους, γίνεται πλησίον γιὰ τὸν πληγιασμένο ἄνθρωπο καὶ περνάει τὶς ἐξετάσεις τῆς ἀγάπης μὲ ἄριστα. Καὶ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ γίνει διαφορετικά, γιατί αὐτὸς ὁ καλὸς Σαμαρείτης εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ὁποῖος ἔμμεσα μᾶς παραδίδει τὸ μεγάλο μάθημα στὸ ὁποῖο κατ’ ἐξοχὴν εἰδικεύεται, αὐτὸ τῆς τελείας ἀγάπης. Ὁ Χριστός μας, ὁ ἐνανθρωπήσας Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἂν καὶ κατατρεγμένος, ἀποδιωγμένος, ὑβρισμένος ἀπὸ τὸ θρησκευτικὸ κατεστημένο τῶν Ἰουδαίων τῆς ἐποχῆς Του, σπλαχνίζεται τὸν πεσμένο ἄνθρωπο, τὸν καταδυναστευόμενο ἀπὸ τοὺς ληστὲς-δαίμονες, τὸν προσεγγίζει, περιποιεῖται τὰ τραύματά του, ξεπλένει τὶς ἁμαρτίες του μὲ τὸ λάδι τοῦ βαπτίσματος καὶ μὲ τὸ κρασί, δηλαδὴ τὸ Τίμιο Αἷμά Του,  καὶ τὸν μεταφέρει στὸ πανδοχεῖο καὶ νοσοκομεῖο, ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία Του. Ἐκεῖ ὁ ἄνθρωπος θὰ βρεῖ τὴν ὁριστικὴ καὶ διαρκῆ θεραπεία, μὲ τὴν βοήθεια τῶν πανδοχέων, τῶν ἱερέων καὶ τῶν ἄλλων ὑπηρετῶν Του, καὶ τὰ ἔξοδα τῆς νοσηλείας τὰ πληρώνει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Δίνει πρῶτα τὰ δύο δηνάρια, μία προκαταβολὴ τῆς Χάριτός Του στὴν παροῦσα ζωή, καὶ κατὰ τὴν ἐπάνοδό Του, δηλαδὴ κατὰ τὴν Δευτέρα καὶ Ἔνδοξη Παρουσία Του, θὰ ἀποδώσει πλήρη τὸν μισθὸ στοὺς πρόθυμους ὑπηρέτες Του.

Ὅλα τὰ παραπάνω τὰ διηγεῖται ὁ Χριστός μας, γιὰ νὰ μᾶς πεῖ τί πρέπει νὰ κάνουμε καθημερινὰ στοὺς πάσχοντες καὶ φτωχοὺς ἀδελφούς μας. Τὸ ζητούμενο εἶναι ἡ ἔμπρακτη ἀγάπη, ἡ φιλανθρωπία ποὺ ξεπηγάζει ἀπὸ τὴν καρδιά μας καὶ μετουσιώνεται σὲ πράξεις. Παντοῦ γύρω μας ὑπάρχουν πονεμένοι ἄνθρωποι μὲ πολλὰ καὶ ποικίλα προβλήματα, ὄχι μόνο οἰκονομικά, ποὺ κραυγάζουν σιωπηλὰ ἀποζητώντας εὔσπλαχνα μάτια καὶ χέρια, γιὰ νὰ τοὺς βοηθήσουν. Δὲν πρέπει νὰ τοὺς τὰ ἀρνηθοῦμε, οὔτε νὰ ἐπιδεικνύουμε τραγικὴ καὶ δαιμονικὴ ἀδιαφορία, ὅπως ἔκαναν ὁ Ἱερέας καὶ ὁ Λευίτης τῆς παραβολῆς. Δυστυχῶς, ἂν καὶ λεγόμαστε Χριστιανοί, πολλὰ ὡραῖα λόγια λέμε γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν ἀγάπη Του, ἐλάχιστα ὅμως πράττουμε, γιὰ νὰ δικαιολογήσουμε τὴν χριστιανική μας ἰδιότητα. Συμβαίνει δὲ καὶ τὸ φοβερό, ἐμεῖς ποὺ πηγαίνουμε ἐκκλησία καὶ ἀκοῦμε συνέχεια κηρύγματα περὶ ἀγάπης, νὰ εἴμαστε σκληρότεροι καὶ περισσότερο ἀνάλγητοι ἀπὸ κάποιους λεγόμενους κοσμικοὺς καὶ ἐκτὸς ἐκκλησίας ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι πολλὲς φορὲς συμβαίνει νὰ ἔχουν μία ἔμφυτη φιλάνθρωπη διάθεση  καὶ καλοσύνη.    

Κάθε μέρα μποροῦμε νὰ κάνουμε ἀγάπη, νὰ προσφέρουμε ἁπλόχερα τὴν βοήθειά μας σὲ ἀνθρώπους γνωστοὺς καὶ ἄγνωστους ἀδιακρίτως, μποροῦμε νὰ γκρεμίζουμε τὰ τείχη τῆς ἐγωιστικῆς αὐτάρκειας καὶ φιλαυτίας μας, νὰ ἀνοιγόμαστε στὸν ἄλλο, τὸν πλησίον μας, μετατρέποντας τὴν κοινωνία μας σὲ παράδεισο. Γιατί ὅπου ἀνθίζει ἡ ἀγάπη, βασιλεύει ὁ Χριστὸς καὶ αὐτὸ εἶναι ὁ παράδεισος. Ἂς ἔχουμε πάντοτε στὰ αὐτιά μας τὴν παραίνεση τοῦ Χριστοῦ μας: «Πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως». Ἂς ἀγωνιζόμαστε νὰ γίνουμε καὶ ἐμεῖς καλοὶ Σαμαρεῖτες σκορπώντας παντοῦ τὴν καλοσύνη καὶ τὴν ἀγάπη, νὰ ποθήσουμε νὰ μιμηθοῦμε τὸν Χριστό μας, ὅσο μᾶς εἶναι δυνατόν, στὴν θυσιαστικὴ ἀγάπη καὶ ἔτσι θὰ γευόμαστε τὸν παράδεισο ἀπὸ αὐτὴ τὴν ζωή! Ἀμήν, γένοιτο!   Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Χίου

Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2020

ΤΟ ΘΕΙΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 08 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2020


TheioKirigma

Ἀριθμός  44

ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ ΛΟΥΚΑ

(Λουκ. η΄41 - 56)

 8 Νοεμβρίου 2020

*

ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἄνθρωπός τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ ᾧ ὄνομα ᾽Ιάειρος, (καὶ αὐτὸς ἄρχων τῆς συναγωγῆς ὑπῆρχε), καὶ πεσὼν παρὰ τοὺς πόδας τοῦ ᾽Ιησοῦ παρεκάλει αὐτὸν εἰσελθεῖν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ, ὅτι θυγάτηρ μονογενὴς ἦν αὐτῷ ὡς ἐτῶν δώδεκα καὶ αὐτὴ ἀπέθνῃσκεν. ᾽Εν δὲ τῷ ὑπάγειν αὐτὸν οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν. Καὶ γυνὴ οὖσα ἐν ῥύσει αἵματος ἀπὸ ἐτῶν δώδεκα, ἥτις εἰς ἰατροὺς προσαναλώσασα ὅλον τὸν βίον, οὐκ ἴσχυσεν ὑπ᾽ οὐδενὸς θεραπευθῆναι, προσελθοῦσα ὄπισθεν, ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, καὶ παραχρῆμα ἔστη ἡ ῥύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς. Καὶ εἶπεν ὁ ᾽Ιησοῦς΄ Τίς ὁ ἁψάμενός μου; Ἀρνουμένων δὲ πάντων, εἶπεν ὁ Πέτρος καὶ οἱ μετ’αὐτοῦ΄ ᾽Επιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσίν σε καὶ ἀποθλίβουσιν, καὶ λέγεις, Τίς ὁ ἁψάμενός μου; Ὁ δὲ ᾽Ιησοῦς εἶπεν, Ἥψατό μού τις, ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ᾽ ἐμοῦ. Ἰδοῦσα δὲ ἡ γυνὴ ὅτι οὐκ ἔλαθε, τρέμουσα ἦλθεν καὶ προσπεσοῦσα αὐτῷ δι᾽ ἣν αἰτίαν ἥψατο αὐτοῦ ἀπήγγειλεν αὐτῷ, ἐνώπιον παντὸς τοῦ λαοῦ καὶ ὡς ἰάθη παραχρῆμα. Ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ΄ Θυγάτηρ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην. ῎Ετι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχεταί τις παρὰ τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγων αὐτῷ΄ Ὅτι τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου΄ μὴ σκύλλε τὸν Διδάσκαλον. Ὁ δὲ ᾽Ιησοῦς ἀκούσας ἀπεκρίθη αὐτῷ, λἐγων΄ Μὴ φοβοῦ, μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται. Εἰσελθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκίαν οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν οὐδένα, εἰ μὴ Πέτρον καὶ ᾽Ιάκωβον καὶ Ἰωάννην καὶ τὸν πατέρα τῆς παιδὸς καὶ τὴν μητέρα. Ἔκλαιον δὲ πάντες καὶ ἐκόπτοντο αὐτήν. Ὁ δὲ εἶπεν΄ Μὴ κλαίετε, οὐ γὰρ ἀπέθανεν ἀλλὰ καθεύδει. Καὶ κατεγέλων αὐτοῦ, εἰδότες ὅτι ἀπέθανεν. Αὐτὸς δὲ ἐκβαλὼν ἔξω πάντας, καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς ἐφώνησεν λέγων΄ ῾Η παῖς, ἐγείρου. Καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς, καὶ ἀνέστη παραχρῆμα΄ καὶ διέταξεν αὐτῇ δοθῆναι φαγεῖν. Καὶ ἐξέστησαν οἱ γονεῖς αὐτῆς· ὁ δὲ παρήγγειλεν αὐτοῖς μηδενὶ εἰπεῖν τὸ γεγονός.

ΤΟ ΘΕΙΟ ΚΗΡΥΓΜΑ

Τὸ μεγαλύτερο κακὸ ποὺ ὑφίσταται ὁ ἄνθρωπος σ’ αὐτὴ τὴν ζωὴ εἶναι ὁ θάνατος. Ὁ θάνατος εἶναι τὸ τέλος τῆς βιολογικῆς ὑπόστασής του, εἶναι ἡ ἐξαφάνισή του ἀπὸ τὴν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων. Μὲ τὴ διακοπὴ τῆς λειτουργίας τοῦ σώματος καὶ τὴν διάλυσή του εἰς τὰ ἐξ ὧν συνετέθη, ὁ ἄνθρωπος παύει νὰ ἔχει σωματικὴ μορφὴ καὶ χάνεται ἀπὸ τὸν ὑλικὸ τοῦτο κόσμο. Ἡ ζωὴ τῆς ψυχῆς βέβαια συνεχίζεται στὸν πνευματικὸ κόσμο, ὁ ἄνθρωπος ὅμως δὲν ὑφίσταται καθ’ ὁλοκληρίαν, γιατί εἶναι ψυχοσωματικὴ ὀντότητα καὶ ὡς τέτοια θέλει νὰ παραμείνει. Ὁ ἄνθρωπος πλάσθηκε, γιὰ νὰ ζεῖ καὶ ὄχι γιὰ νὰ πεθαίνει, ἑπομένως ὁ θάνατος ἀποτελεῖ μία παρὰ φύσιν κατάσταση.

Αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ὀδυνηρὴ καὶ παρὰ φύσιν κατάσταση ἔρχεται νὰ τὴν ἀνατρέψει ὁ ζωοδότης Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, πρῶτα μὲ τὶς θαυματουργικὲς ἀναστάσεις νεκρῶν ποὺ ἐπετέλεσε κατὰ τὴν διάρκεια τῶν κηρυκτικῶν περιοδειῶν Του καὶ στὸ τέλος μὲ τὴν δική Του Ἀνάσταση, μὲ τὴν ὁποία ἐπισφραγίζει τὴν ὁριστικὴ καὶ θριαμβευτικὴ νίκη Του ἐπὶ τοῦ θανάτου. Τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα διηγεῖται τὴν νεκρανάσταση τῆς κόρης τοῦ Ἰαείρου ἀπὸ τὸν Χριστό μας. Ἔρχεται ὁ Ἰάειρος, ὁ ἀρχισυνάγωγος, καὶ πέφτει στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ παρακαλώντας Τον νὰ ἔρθει στὸ σπίτι του, γιὰ νὰ γιατρέψει τὴν μονάκριβη, δωδεκάχρονη κόρη του, ποὺ ἦταν ἑτοιμοθάνατη. Καθὼς πορεύονται πρὸς τὸ σπίτι, ἔρχεται ἕνας ὑπηρέτης καὶ λέγει στὸν Ἰάειρο νὰ μὴν βάζει σὲ κόπο τὸν διδάσκαλο Χριστὸ νὰ ἔρθει στὸ σπίτι, γιατί ἡ κόρη του πέθανε. Παρατηροῦμε στὸ σημεῖο αὐτὸ μία μικρόψυχη καὶ περιορισμένη ἀντίληψη τῶν Ἰουδαίων σχετικὰ μὲ τὴν δυνατότητα θαυματουργίας τοῦ Χριστοῦ. Πιστεύουν ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ἕνας πολὺ σημαντικὸς προφήτης, ὅπως ἦταν οἱ προφῆτες τῆς παλαιᾶς ἐποχῆς, οἱ ὁποῖοι ἔκαναν βέβαια θαύματα, ἀλλὰ σπανιότατα ἀνέσταιναν νεκρούς, ὅπως ἔπραξε ὁ προφήτης Ἠλίας. Οἱ Ἰουδαῖοι πιστεύουν ὅτι, ἐφόσον ζεῖ ὁ ἄνθρωπος, μπορεῖ νὰ τοῦ συμβεῖ κάποιο θαῦμα, ὅπως μία θεραπεία γιὰ τὴν ἀσθένειά του. Τὸν θάνατο, ὅμως, κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τὸν νικήσει, ἑπομένως ἂς μὴν βάζει ὁ Ἰάειρος σὲ κόπο τὸν διδάσκαλο. Ὅ,τι ἔγινε ἔγινε καὶ δὲν ξεγίνεται, ὅπως λέει ὁ λαός. Ὁ θάνατος εἶναι θάνατος! Ὁ Χριστός μας, ὅμως, δὲν εἶναι ἕνας ἁπλὸς προφήτης καὶ διδάσκαλος. Εἶναι «τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου ὁ κυριεύων», ὁ Παντοδύναμος ἐνανθρωπήσας Θεὸς ποὺ ἐξουσιάζει τὰ πάντα, ἑπομένως καὶ τὴν ζωὴ καὶ τὸν θάνατο. Λέγει, λοιπὸν, στὸν Ἰάειρο: «Μὴ φοβοῦ, μόνον πίστευε καὶ σωθήσεται!». Μὴν φοβᾶσαι, ἔχε πίστη καὶ θὰ σωθεῖ ἡ κόρη σου! Μπαίνει στὸ σπίτι τοῦ πένθους, ὅλοι κλαίουν καὶ θρηνοῦν χτυπώντας τὰ στήθη τους, καὶ ἀκοῦνε τὸν παρηγορητικὸ λόγο: «Μὴ κλαίετε, οὐκ ἀπέθανε, ἀλλὰ καθεύδει!» Τὸ κορίτσι δὲν πέθανε, ἀλλὰ κοιμᾶται! Ἀκούγοντας τὸν λόγο αὐτὸ κάποιοι ἄρχισαν νὰ περιγελοῦν τὸν Χριστό. Πάει, τρελάθηκε, σκέφτονται. Τί μᾶς λές, ἄνθρωπέ μας, καὶ μᾶς ταράζεις στὴν θλίψη μας; Ποιὸς δὲν πέθανε, ἀλλὰ κοιμᾶται; Ἐμεῖς πρὶν ἀπὸ λίγο εἴδαμε ποὺ ξεψύχησε τὸ κορίτσι. Πῶς ἐσὺ μᾶς λὲς πῶς δὲν πέθανε; Ποιὸς εἶσαι ἐσύ, πού τὰ λὲς αὐτά; Αὐτὸ τὸ «κατεγέλων αὐτοῦ» περιλαμβάνει καὶ εἰρωνεία καὶ ἀγανάκτηση, κυρίως ὅμως ἀπιστία καὶ περιφρόνηση. Πόσο μωροὶ καὶ τυφλοὶ εἶναι οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἀνάμεσα στοὺς ὁποίους περιδιαβαίνει ὁ Θεάνθρωπος Χριστός! Μαῦρο σκοτάδι καλύπτει τὴν ψυχή τους, ἂν καὶ δίπλα τους βρίσκεται τὸ Φῶς τὸ ἀληθινό, «τὸ φωτίζον πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον», αὐτοὶ ὅμως καὶ δὲν καταλαβαίνουν τίποτε. Ὁ Θεὸς μὲ μορφὴ ἀνθρώπου κυκλοφορεῖ ἀνάμεσά τους καὶ δὲν βλέπουν τίποτε βαθύτερο καὶ ἀληθινό.

Ὁ Χριστός μας δὲν προσβάλλεται, οὔτε ἀνακόπτεται ἀπὸ τέτοιου εἴδους σχόλια. Μπαίνει μέσα στὸ δωμάτιο, ὅπου βρίσκεται ἡ νεκρὴ κόρη, τοὺς βγάζει ὅλους ἔξω, τὴν πιάνει ἀπὸ τὸ χέρι καὶ φωνάζει δυνατά: «Ἡ παῖς ἐγείρου!» Κόρη, σήκω ἐπάνω! Ἡ θεϊκὴ φωνή, σὰν βροντή, σὰν ἐγερτήριο σάλπισμα, ἀκούγεται στὸν ᾋδη, τὸ ἀναπότρεπτο τοῦ θανάτου καταργεῖται γιὰ τὴν κόρη τοῦ Ἰαείρου, ἡ ψυχὴ ἐπιστρέφει στὸ νεκρὸ σῶμα καὶ τὸ ζωντανεύει. Τὸ κορίτσι, λοιπὸν, ἀνασταίνεται, σηκώνεται ἀπὸ τὸ κρεβάτι καὶ ὁ Χριστὸς διατάζει νὰ τοῦ δώσουν νὰ φάει, γιὰ νὰ πάρει δυνάμεις μετὰ ἀπὸ τόσο μεγάλη καὶ θανατηφόρα ἀσθένεια. Καὶ οἱ γονεῖς τῆς κόρης «ἐξέστησαν» ἀπὸ τὸ μέγιστο θαῦμα, τρελαίνονται ἀπὸ τὴν χαρά τους, χάνουν τὸ μυαλό τους, μένουν ἔκπληκτοι καὶ ἄναυδοι μπροστὰ στὸ θεϊκὸ μεγαλεῖο ποὺ ἀποκαλύφθηκε στὸ σπίτι τους.  

Ὅλοι φοβόμαστε τὸν θάνατο, γιατί ἔχουμε συνείδηση τῆς ζωῆς καὶ δὲν μποροῦμε νὰ ἀποδεχθοῦμε πὼς ἡ ζωή μας κάποτε θὰ διακοπεῖ. Δὲν θέλουμε νὰ πεθάνουμε, γιατί ἐξ ἀρχῆς πλασθήκαμε ἀθάνατοι, ἡ ἁμαρτία, ὅμως, μᾶς κατέστησε φθαρτοὺς καὶ θνητούς. Ἀρρωσταίνουμε, πονᾶμε, ὑποφέρουμε, γερνᾶμε, βλέπουμε τὴν ὥρα τοῦ θανάτου νὰ πλησιάζει. Τότε εἶναι ποὺ δοκιμάζεται ἡ πίστη μας: ἂν πιστεύουμε στὸν Χριστὸ καὶ στὴν Ἀνάστασή Του, ὁ φόβος τοῦ θανάτου μετριάζεται, καὶ ὑποβαθμίζεται. Γνωρίζουμε πὼς ὁ θάνατος εἶναι μία γέφυρα ποὺ μᾶς περνᾶ ἀπὸ τὴν μία ὄχθη στὴν ἄλλη, εἶναι ἕνα πέρασμα ἀπὸ τὴν παροῦσα περιορισμένη ζωὴ στὴν μέλλουσα αἰώνια ζωή. Ἂν δὲν πιστεύουμε, ὁ φόβος γίνεται τρόμος καὶ παράνοια. Δὲν ὑπάρχει πιὸ τρομαγμένο καὶ ἀξιολύπητο πλάσμα ἀπὸ ἕναν ἄπιστο, ὅταν ἀντιμετωπίζει κατὰ πρόσωπον τὴν ἀδήριτη ἀναγκαιότητα τοῦ θανάτου. Γιὰ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι ἀγωνίζονται νὰ ξεχνοῦν τὸν θάνατό τους, ζοῦν μόνο στὸ παρὸν ἀπωθώντας τὴν σκέψη πὼς θὰ πεθάνουν κάποτε. Καὶ ὅμως, ὁ θάνατος εἶναι τόσο κοντὰ στὸν καθένα μας ἀνεξαρτήτως ἡλικίας. Ποιὸς γνωρίζει πότε καὶ πῶς θὰ πεθάνει; Ὁ πιστὸς Χριστιανός, ποὺ γνωρίζει τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ, φοβᾶται μὲν τὸν θάνατο ὡς ἀσθενὴς καὶ φθαρτὸς ἄνθρωπος, ἀλλὰ δὲν καταποντίζεται ἀπὸ τὴν ἐνθύμησή του. Ἀντίθετα ἀπὸ ὅ,τι κάνουν οἱ ἐκτὸς Ἐκκλησίας ἄνθρωποι,  προσπαθεῖ νὰ ἔχει διαρκῆ «μνήμη θανάτου», δηλαδὴ ἀγωνίζεται νὰ βρίσκεται σὲ ἐγρήγορση μετανοίας, γνωρίζοντας ὅτι πλησιάζει ἡ ὥρα τοῦ θανάτου του καὶ θὰ βρεθεῖ ἐνώπιον τοῦ φοβεροῦ βήματος τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ λογοδοτήσει γιὰ τὰ πεπραγμένα τοῦ βίου του. Ὁ πιστὸς Χριστιανὸς δὲν φοβᾶται τὸν βιολογικὸ θάνατο τόσο, ὅσο ἀπείρως περισσότερο φοβᾶται τὸν αἰώνιο θάνατο, τὸν αἰώνιο χωρισμὸ ἀπὸ τὸν Θεὸ ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν του.

Ἡ πίστη μας στὴν μέλλουσα ζωὴ καὶ στὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν μᾶς δίνει φτερὰ νὰ βαδίζουμε ἀτρόμητοι στὸν δύσκολο δρόμο τῆς ζωῆς. Ἀκόμη καὶ ὅταν ὁ θάνατος μᾶς χτυπήσει τὴν πόρτα, δὲν λυπούμαστε «ὥσπερ καὶ οἱ λοιποὶ οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα». Εἴμαστε γαντζωμένοι στὸν ζωοδότη Χριστό μας, προσευχόμαστε σὲ Αὐτὸν νὰ μᾶς ἐλεήσει καὶ νὰ μᾶς χαρίσει τὴν ὄντως Ζωή, κοινωνοῦμε τὸ Ἄχραντο Σῶμά Του καὶ τὸ Τίμιο Αἷμα Του  καὶ δὲν μᾶς ἐπηρεάζει κανένα θανατηρὸ φόβητρο τοῦ παρόντος κόσμου, εἴτε αὐτὸ λέγεται ἀσθένεια τοῦ κορωνοϊοῦ, εἴτε ὁποιαδήποτε ἄλλη αἰτία ἀπρόσμενου θανάτου. Καὶ ἐλπίζουμε βάσιμα πὼς μὲ τὴν Χάρη τοῦ Χριστοῦ μας, ἂν βιώσουμε θεάρεστα στὴν παροῦσα ζωή, θὰ ἀγαλλόμαστε αἰωνίως στὸν Παράδεισο, «ἔνθα ἀπέδρα ὀδύνη, λύπη καὶ στεναγμός». Ἀμήν, γένοιτο!    Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Χίου