Σάββατο 24 Ιανουαρίου 2015

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ



Ἀ­ριθ­μὸς 4
Κυ­ρια­κὴ 25 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου 2015
Τοῦ Ἁ­γί­ου Γρη­γο­ρί­ου τοῦ Θε­ο­λό­γου
Ἑ­βρ. ζ΄ 26 - η΄ 2
«Τοι­οῦ­τος ἡ­μῖν ἔ­πρε­πεν ἀρ­χι­ε­ρεύς, ὅ­σιος, ἄ­κα­κος, ἀ­μί­αν­τος»
Γιά ποι­όν μι­λά­ει ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος; Ποι­όν ἀρ­χι­ε­ρέ­α, ἀ­γα­πη­τοί μου, ἔ­χει ὑ­π’ ὄ­ψιν του, ὅ­ταν τόν προ­βάλ­λει σάν τόν ἀ­πο­λύ­τως ὅ­σιο, ἄ­κα­κο καί ἀ­μί­αν­το; Ἔ­χει μπρο­στά στά μά­τια του καί μέ­σα στήν καρ­διά του τόν Κύ­ριό μας Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό, ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­ναι ἀρ­χι­ε­ρέ­ας στόν αἰ­ώ­να.
Αὐ­τός ἦλ­θε νά προ­σφέ­ρει θυ­σί­α γιά τή σω­τη­ρί­α τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου γέ­νους τόν ἑ­αυ­τό Του. Αὐ­τός ἦ­ταν ὁ θύ­της καί τό θῦ­μα, ὁ θυ­σιά­ζων καί ὁ θυ­σι­α­ζό­με­νος, ὁ προ­σφέ­ρων καί ὁ προ­σφε­ρό­με­νος. Αὐ­τός εἶ­ναι «ὁ ἀ­μνός τοῦ Θε­οῦ ὁ αἴ­ρων τήν ἁ­μαρ­τί­αν τοῦ κό­σμου». Οἱ ἀ­πό ἀν­θρώ­πους ἀρ­χι­ε­ρεῖς προ­σέ­φε­ραν καί προ­σφέ­ρουν θυ­σί­ες ὑ­πέρ τοῦ λα­οῦ, ἀλ­λά καί ὑ­πέρ τοῦ ἑ­αυ­τοῦ τους, δι­ό­τι καί αὐ­τοί ὡς ἄν­θρω­ποι, ὅ­σο εὐ­σε­βεῖς κι ἄν νο­η­θοῦν, δέν παύ­ουν νά ἐ­χουν ἀ­δυ­να­μί­ες καί ἁ­μαρ­τί­ες. Ὁ Χρι­στός μας, ὅ­μως, ἦ­ταν ὁ ἀ­πο­λύ­τως ἀ­να­μάρ­τη­τος καί ἅ­γιος, ἐξ ὁ­λό­κλη­ρου ἀ­φο­σι­ω­μέ­νος καί ὑ­πά­κου­ος πρός τόν Θε­όν Πα­τέ­ρα. Ἀ­μί­αν­τος, χω­ρίς καμ­μί­α προ­πα­το­ρι­κή κλί­ση, χω­ρίς ἴ­χνος μο­λυ­σμοῦ. Γι’ αὐ­τό καί προ­βάλ­λε­ται σάν τό τε­λει­ώ­τα­το πρό­τυ­πο καί πα­ρά­δειγ­μα γιά τούς ἀρ­χι­ε­ρεῖς ὅ­λων τῶν αἰ­ώ­νων. Κά­θε ἀρ­χι­ε­ρέ­ας Ἐ­κεῖ­νον πρέ­πει νά ἀν­τι­γρά­φει.
Ἀλ­λά τί­θε­ται τό ἐ­ρώ­τη­μα: εἶ­ναι δυ­να­τόν ἕ­νας ἄν­θρω­πος, ὅ­σο εὐ­σε­βής κι ἄν νο­η­θῆ, νά φθά­σει στό ὕ­ψος τῆς ἀ­πό­λυ­της ἀ­ρε­τῆς καί ἁ­γι­ό­τη­τας τοῦ Κυ­ρί­ου; Βε­βαί­ως ὄ­χι. Εὐ­τυ­χῶς, ὅ­μως, γιά τήν Ἐκ­κλη­σί­α μας, ὑ­πῆρ­ξαν καί ὑ­πάρ­χουν ἀρ­χι­ε­ρεῖς μέ βα­θειά εὐ­λά­βεια, μέ θαυ­μα­στή ὑ­πα­κο­ή στό Θε­ό, μέ ἁ­γνό­τη­τα ψυ­χῆς, μέ ἁ­γι­ό­τη­τα. Ἔ­χουν ἐ­πί­γνω­ση τῆς εὐ­θύ­νης τοῦ ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κοῦ τους ἀ­ξι­ώ­μα­τος, κα­τα­νό­η­ση τῆς ἀ­πο­στο­λῆς τους, συ­ναί­σθη­ση τῶν κα­θη­κόν­των τους ἀ­πέ­ναν­τι Θε­οῦ καί ἀν­θρώ­πων.
Ἕ­νας τέ­τοι­ος ἀρ­χι­ε­ρέ­ας, στο­λι­σμέ­νος μέ ἀ­ρε­τές, ἀ­γω­νι­στής καί νι­κη­τής στό στί­βο τῶν πνευ­μα­τι­κῶν ἀ­γώ­νων κα­τά τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν, ποι­η­τής – κή­ρυ­κας τοῦ Θεί­ου λό­γου, μι­μη­τής τοῦ Χρι­στοῦ μας ὑ­πῆρ­ξε καί ὁ ἅ­γιος Γρη­γό­ριος ὁ Θε­ο­λό­γος, τοῦ ὁ­ποί­ου τή μνή­μη ἑ­ορ­τά­ζει σή­με­ρα ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας. Δο­κι­μά­στη­κε σκλη­ρά ἀ­πό λα­ϊ­κούς καί κλη­ρι­κούς. Ὅ­ταν ἔ­γι­νε Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πος Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως βρῆ­κε ἕ­να μό­νο Ὀρ­θό­δο­ξο Να­ό, τῆς Ἁ­γί­ας Ἀ­να­στα­σί­ας, καί ἄρ­χι­σε τόν ἀ­γώ­να ἐ­ναν­τί­ον τῆς αἱ­ρέ­σε­ως, μέ πρα­ό­τη­τα, τα­πει­νό φρό­νη­μα ἀλ­λά καί ἀ­γω­νι­στι­κό­τη­τα. Καί, ὅ­ταν στή Σύ­νο­δο τῆς Κων­σταν­τι­νού­πο­λης, οἱ ἐ­χθροί του τόν πο­λέ­μη­σαν μέ λύσ­σα, ὁ Ἅ­γιος Γρη­γό­ριος, γιά τήν εἰ­ρή­νη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, πα­ραι­τή­θη­κε ἀ­πό τόν Ἀρ­χι­ε­πι­σκο­πι­κό θρό­νο καί γύ­ρι­σε στή Να­ζια­νζό ὡς Ἐ­πί­σκο­πος. Δέν τό θε­ώ­ρη­σε ὑ­πο­τι­μη­τι­κό, για­τί ἦ­ταν ἄν­θρω­πος ἄ­κα­κος, μί­α ἀ­λη­θι­νά με­γά­λη ψυ­χή.
Πάν­το­τε θερ­μός στήν πί­στη, κα­θο­δη­γοῦ­σε τό λα­ό του καί πρω­το­στα­τοῦ­σε σέ ἔρ­γα ἀ­γά­πης. Στή θέ­ση τοῦ «ἐ­γώ» εἶ­χε τό σύν­θη­μα: Ὅ­λα γιά τή δό­ξα τοῦ Θε­οῦ, ὅ­λα στήν ὑ­πη­ρε­σί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.
Ἰ­δι­αί­τε­ρα στήν ση­με­ρι­νή ἐ­πο­χή τῆς κρί­σης τῶν πνευ­μα­τι­κῶν ἀ­ξι­ῶν, εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τη­το νά βα­δί­σου­με ὅ­λοι, κλη­ρι­κοί καί λα­ϊ­κοί, στά ἴ­δια μέ ἐ­κεί­νου ἴ­χνη. Νά μι­μη­θοῦ­με τήν ἀ­νε­κτι­κό­τη­τά του, νά ἀν­τι­γρά­ψου­με τήν τα­πει­νο­φρο­σύ­νη του, νά προ­σπα­θή­σου­με νά ἐ­φαρ­μό­σου­με τή συγ­χω­ρη­τι­κό­τη­τά του, νά ἀ­κο­λου­θή­σου­με τό πνεῦ­μα τῆς θυ­σί­ας καί τῆς αὐ­τα­παρ­νή­σε­ώς του.
Ἀ­γα­πη­τοί μου, μο­νάχα οἱ ἀ­λη­θι­νά πνευ­μα­τι­κές προ­σω­πι­κό­τη­τες μπο­ροῦν νά δι­α­δρα­μα­τί­σουν κα­θο­δη­γη­τι­κό ρό­λο, νά γί­νουν οἱ μπρο­στά­ρη­δες σέ μί­α κοι­νω­νί­α πού πα­ρα­παί­ει ἀ­πό ἔλ­λει­ψη προ­σα­να­το­λι­σμοῦ καί ἠ­θι­κῶν προ­τύ­πων. Καί τό βά­ρος αὐ­τῆς τῆς ἀ­πο­στο­λῆς πέ­φτει σέ ὅ­λους μας καί ἰ­δι­αί­τε­ρα στό φυ­τώ­ριο πού λέ­γε­ται Χρι­στι­α­νι­κή οἰ­κο­γέ­νεια. Ἐ­κεῖ μέ­σα θά βλα­στή­σουν αὔ­ριο τά μυ­ρί­πνο­α ἄν­θη τῆς ἀ­ρε­τῆς. Ἀρ­κεῖ νά βρε­θοῦν μη­τέ­ρες σάν τήν ἁ­γί­α Νόν­να, τή μη­τέ­ρα τοῦ Ἁ­γί­ου Γρη­γο­ρί­ου, πού θά προ­σα­να­το­λί­ζουν τίς νέ­ες ψυ­χές πρός τά ἄ­νω, πρός τόν Σω­τή­ρα μας Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό. Ἀ­μήν. 
  Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Χίου

Σάββατο 17 Ιανουαρίου 2015

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ

Ἀ­ριθ­μὸς 3
Κυ­ρια­κὴ 18 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου 2015
Τῶν Ἁ­γί­ων Ἀ­θα­να­σί­ου καί Κυ­ρίλ­λου  
Ἑ­βρ. ι­γ’ 7-16
«Μνη­μο­νεύ­ε­τε τῶν ἡ­γου­μέ­νων ὑ­μῶν… ὧν ἀ­να­θε­ω­ροῦν­τες τήν ἔκ­βα­σιν τῆς ἀ­να­στρο­φῆς μι­μεῖ­σθε τήν πί­στιν».
Ἡ πα­ραγ­γε­λί­α τοῦ ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου, ἀ­γα­πη­τοί μου ἀ­δελ­φοί, ἀ­φορᾶ σ’ ὅ­λους τούς πι­στούς κά­θε ἐ­πο­χῆς. Ἀ­πευ­θύ­νε­ται στόν κα­θέ­να μας καί το­νί­ζει τήν ἀ­νάγ­κη ­νά θυ­μό­μα­στε τούς Ἀ­πο­στό­λους καί με­γά­λους δι­δα­σκά­λους μας, τούς ἥ­ρω­ες καί μάρ­τυ­ρες τῆς πί­στης μας. Νά φέρ­νε­τε, λέ­ει, στό νοῦ σας καί νά με­λε­τᾶ­τε μέ εὐ­λά­βεια τό κα­τά Θε­όν τέ­λος τοῦ βί­ου καί τῆς ἐ­νά­ρε­της συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς τους καί νά μι­μεῖ­σθε τήν πί­στη τους, πού ἦ­ταν τό­σο φλο­γε­ρή.
Σή­με­ρα γι­ορ­τά­ζου­με δύ­ο Πα­τριά­ρχες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας: Τόν Ἅ­γιο Ἀ­θα­νά­σιο καί τόν Ἅ­γιο Κύ­ριλ­λο. Καί οἱ δύ­ο ἀ­γω­νί­στη­καν γιά τήν πί­στη καί τήν ἀ­λή­θεια. Εἶ­ναι γνω­στά πό­σα μαρ­τύ­ρια, ἐ­ξο­ρί­ες, βά­σα­να ὑ­πέ­στη­σαν γιά τήν χρι­στι­α­νι­κή πί­στη, ἰ­δι­αί­τε­ρα ὁ Μέ­γας Ἀ­θα­νά­σιος. Δέν λύ­γι­σε, ὅ­μως, πο­τέ στίς τό­σες κα­ται­γί­δες. Γιά τήν ἀ­λή­θεια ἀ­γω­νί­στη­καν ἐ­νάν­τιον τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν. Αὐ­τήν ζή­τη­σαν νά κρα­τή­σουν ἀ­λώ­βη­τη. Καί τήν κρά­τη­σαν ἀ­πό τό­σες καί τό­σες ἀν­τι­δρά­σεις.
Αὐ­τῶν τῶν με­γά­λων ἀ­γω­νι­στῶν τήν πί­στη μᾶς προ­τεί­νει ὁ θεῖ­ος Παῦ­λος νά μι­μη­θοῦ­με. Ὅ­ταν, ὅ­μως, ἀ­κοῦ­με αὐ­τή τήν προ­τρο­πή, ἕ­να ἐ­ρώ­τη­μα ἔρ­χε­ται στήν καρ­διά μας. Μά ἐ­μεῖς, οἱ τό­σο ἀ­δύ­να­μοι, ὀ­λι­γό­πι­στοι, πῶς μπο­ροῦ­με νά μι­μη­θοῦ­με τή φλο­γε­ρή πί­στη ἐ­κεί­νων τῶν Ἁ­γί­ων; Ἐ­μεῖς συ­χνά ζοῦ­με με­τα­ξύ ἀμ­φι­βο­λί­ας καί ὀ­λι­γο­πι­στί­ας. Μό­λις συ­ναν­τή­σου­με μιά μι­κρή δυ­σκο­λί­α, ἕ­να ἐμ­πό­διο, μί­α θλί­ψη, μί­α δο­κι­μα­σί­α, λυ­γί­ζου­με, τά χά­νου­με. Σή­με­ρα μά­λι­στα πού φου­σκώ­νει τό κῦ­μα τῆς ἀ­πι­στί­ας, σή­με­ρα πού ὁ ἄν­θρω­πος ἀμ­φι­βάλ­λει γιά κά­θε τί τό ὑ­περ­φυ­σι­κό, σή­με­ρα καί ἐ­μεῖς οἱ πι­στοί, πού ἐκ­κλη­σι­α­ζό­μα­στε, πού με­λε­τᾶ­με τήν Ἁ­γί­α Γρα­φή, μέ ὅ­σα ἀ­κοῦ­με γύ­ρω μας, μέ τά συν­θή­μα­τα τῆς ἀ­πι­στί­ας, συ­χνά τα­ρα­ζό­μα­στε.
Ἔρ­χε­ται κά­πο­τε καί ὁ ὕ­που­λος πει­ρα­σμός καί μᾶς σφυ­ρί­ζει στό αὐ­τί νά ἐγ­κα­τα­λεί­ψου­με τό θη­σαυ­ρό τῆς πί­στης, νά πα­ρα­με­ρί­σου­με ἀρ­χές καί ἰ­δα­νι­κά καί νά δου­λω­θοῦ­με στό κα­κό, νά γί­νου­με δοῦ­λοι τῆς ἁ­μαρ­τί­ας. Τό­τε νο­μί­ζου­με πώς εἴ­μα­στε ἐ­λεύ­θε­ροι, μπο­ροῦ­με νά κά­νου­με ὅ,τι θέ­λου­με, ὅ,τι δι­α­φη­μί­ζει ἡ μό­δα. Ξε­χνοῦ­με ἔ­τσι τά λό­για του Χρι­στοῦ μας: «Πᾶς ὁ ποι­ῶν τήν ἁ­μαρ­τί­αν, δοῦ­λός ἐ­στι τῆς ἁ­μαρ­τί­ας».
Καί σή­με­ρα, ὅ­μως, πού ἔ­χουν κα­τα­πα­τη­θῆ τά ἱ­ε­ρά καί τά ὅ­σια του Γέ­νους μας, ξα­να­κού­γε­ται ἡ φω­νή τοῦ Ἀ­πο­στό­λου πού μᾶς το­νί­ζει ὅ­τι ἀ­να­θε­ω­ροῦν­τες τήν ζω­ή καί τά ἔρ­γα τῶν ἁ­γί­ων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, πρέ­πει καί μπο­ροῦ­με, καί στίς πιό δύσκο­λες στιγ­μές, νά ξα­να­ζων­τα­νέ­ψου­με μέ­σα μας τήν πί­στη. Καί θά τό πε­τύ­χου­με ἄν κα­τορ­θώ­σου­με νά ἀ­να­πλά­σου­με τήν ἐ­πο­χή πού ἔ­ζη­σαν.
Τα­ραγ­μέ­νη τό­τε ἡ ἐ­πο­χή τους μέ βα­σι­λεῖς καί ἄρ­χον­τες εἰ­δω­λο­λά­τρες, μέ κλη­ρι­κούς αἱ­ρε­τι­κούς, ἁρ­πα­κτι­κοί λύ­κοι μέ ἔν­δυ­μα προ­βά­του. Τα­ραγ­μέ­νη καί σή­με­ρα ἡ ἐ­πο­χή μας μέ αἱ­ρέ­σεις πού δι­εισ­δύ­ουν μέ­σα στή σύγ­χρο­νη πο­λυ­πο­λι­τι­σμι­κή κοι­νω­νί­α μας καί, μέ τρό­πο πει­στι­κό καί ἑλ­κυ­στι­κό, προ­βάλ­λουν τίς δι­ε­στραμ­μέ­νες δι­δα­σκα­λί­ες τους. Οἱ Πα­πι­κοί, οἱ Οὐ­νί­τες, οἱ Προ­τε­στάν­τες, οἱ Πεν­τη­κο­στια­νοί, οἱ μάρ­τυ­ρες τοῦ Ἰ­ε­χω­βᾶ, πού προ­σπα­θοῦν ὕ­που­λα νά προ­ση­λυ­τί­σουν ἀ­νύ­πο­πτους ἀλ­λά καί ἀ­νί­δε­ους συ­ναν­θρώ­πους μας. Ἔ­χουν πέ­ρα­σει πλέ­ον τίς 500 οἱ νε­ο­φα­νεῖς αἱ­ρέ­σεις καί πα­ρα­θρη­σκεῖ­ες πού δροῦν ἀ­νε­νό­χλη­τα στήν πα­τρί­δα μας τήν Ἑλ­λά­δα μέ τήν μορ­φή ἐ­πι­στη­μο­νι­κῶν, φι­λο­σο­φι­κῶν, ἀν­θρω­πι­στι­κῶν ἤ κοι­νω­νι­κῶν σω­μα­τεί­ων. Ὅ­ποι­ος μπλε­χτεῖ στά δί­χτυ­α τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν ἀ­πο­κό­πτε­ται ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α καί βρί­σκε­ται ἔ­ξω ἀ­πό τό λυ­τρω­τι­κό χῶ­ρο τῆς χά­ρι­τός της.
Μά καί ὅ­λοι νά κλο­νι­σθοῦν, ἐ­μεῖς πρέ­πει νά μεί­νου­με ἑ­δραῖ­οι, ἀ­με­τα­κί­νη­τοι, ἀ­κλό­νη­τοι στήν πί­στη τῶν Πα­τέ­ρων μας πού καί σή­με­ρα ἔ­χου­με τό­σο ἀ­νάγ­κη.
Οἱ Ἅ­γιοι Πα­τέ­ρες, ἀ­γα­πη­τοί μου, ἔ­δω­σαν ἰ­δι­αί­τε­ρη βα­ρύ­τη­τα στό θέ­μα «αἵ­ρε­ση» καί ἀ­γω­νί­στη­καν μέ ὅ­λες τους τίς δυ­νά­μεις γιά νά κρα­τή­σουν ἀ­νό­θευ­τη τήν πί­στη στόν Τρι­α­δι­κό μας Θε­ό. Ἄς τούς πα­ρα­κα­λοῦ­με νά πρε­σβεύ­ουν γιά ὅ­λους μας, ὥ­στε νά μεί­νου­με στα­θε­ροί στήν πί­στη τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Ἐκ­κλη­σί­ας μας. Ἀ­μήν.                Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Χίου

Σάββατο 10 Ιανουαρίου 2015

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ

Ἀ­ριθ­μὸς 2
Κυ­ρια­κὴ Με­τά τά  Φῶ­τα
11 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου 2015
Β’   Κο­ρινθ.   δ’    6-15
“εἰδότες ὅτι ὁ ἐγείρας τὸν Κύριον Ἰησοῦν καὶ ἡμᾶς διὰ Ἰησοῦ ἐγερεῖ καὶ παραστήσει σὺν ὑμῖν”.
Καὶ γνωρίζομεν, ὅτι ὁ Θεὸς ὁ ὁποῖος ἀνέστησε τὸν Κύριον Ἰησοῦν θὰ ἀναστήσει καὶ μᾶς διὰ τοῦ Ἰησοῦ…
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀδελφοί μου, μᾶς παρουσιάζει στὴ σημερινὴ ἀποστολικὴ περικοπὴ μερικὰ ὑπερφυσικὰ κατορθώματα. Εἶναι ἀπίστευτα στὴν ἀνθρώπινη λογική, εἶναι ὑπέρλογα, θαυμαστὰ στὰ ματιά μας.

Γιὰ νὰ δεῖ­τε, μᾶς λέ­ει,  τὸ ὑ­περ­βο­λι­κὸ με­γα­λεῖ­ο της δύ­να­μης τοῦ Θε­οῦ, ρί­ξε­τε τὸ βλέμ­μα σας στὴ ζω­ή μας. Θλι­βό­μα­στε, ἀλ­λὰ δὲν ἐρ­χό­μα­στε σὲ ἀ­δι­έ­ξο­δα, φτά­νου­με σὲ ἀ­πο­ρί­α ἀλ­λὰ δὲν ἀ­πελ­πι­ζό­μα­στε, κα­τα­δι­ω­κό­μα­στε ἀ­πὸ τοὺς ἀν­θρώ­πους ἀλ­λὰ δὲν μᾶς ἐγ­κα­τα­λεί­πει πο­τέ ὁ Θε­ός, φαί­νε­ται πῶς μᾶς κα­τα­νι­κοῦν, ἀλ­λὰ δὲν χα­νό­μα­στε. Ὅ­λα αὐ­τὰ τὰ συ­ναν­τᾶ­με στὴν πο­ρεί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, στὴ ζω­ὴ τῶν Πατέ­ρων καὶ τῶν μαρ­τύ­ρων στοὺς βί­ους τῶν ἁ­γί­ων. Ὑ­πάρ­χουν καὶ σή­με­ρα χρι­στια­νοὶ μὲ ζων­τα­νὴ πί­στη, ποῦ εἶ­ναι ἀ­νά­πη­ροι, κα­τά­κοι­τοι, πο­νε­μέ­νοι πού ὄ­χι μό­νο ἀν­τέ­χουν ἀλ­λὰ καὶ δο­ξά­ζουν τὸν Θε­ό. Γι’ αὐ­τὸ καὶ αἰ­σθά­νον­ται μιά οὐ­ρά­νια χα­ρὰ πού ση­κώ­νον­τας τὸ σταυ­ρὸ τῶν θλί­ψε­ών τους συμ­με­τέ­χουν στὸ Σταυ­ρὸ τοῦ Χρι­στοῦ μας.
Ἡ πί­στη, λοι­πὸν, εἶ­ναι τὸ ἰ­σχυ­ρὸ ἀν­τί­δο­το κα­τὰ τῆς λι­πο­ψυ­χί­ας μέ­σα στὶς δο­κι­μα­σί­ες καὶ τὶς θλί­ψεις. Πε­ρισ­σό­τε­ρο ὅ­μως ἀ­π’ ὅ­λα ἡ ἐλ­πί­δα στὴν ἀ­νά­στα­ση θὰ μᾶς ἐν­θαρ­ρύ­νει κα­τὰ τὶς ἡμέ­ρες τῶν πε­ρι­πε­τει­ῶν μας καὶ θὰ μᾶς ἀ­νυ­ψώ­νει πά­νω ἀ­πὸ τὸ φό­βο τοῦ θα­νά­του. Γιὰ ποι­ὸ λό­γο ὁ κα­λὸς χρι­στια­νὸς νὰ φο­βᾶ­ται τὸν θά­να­το ὅ­ταν πε­θαί­νει μὲ τὴν ἐλ­πί­δα τῆς ἀ­να­στά­σε­ως; Τι­μᾶ­με τοὺς Ἁ­γίους τὴν ἡ­μέρα τῆς κοί­μη­σής τους ἤ τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου τους. Για­τί ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας τιμᾶ τὸ θά­να­το πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ τὴ γέν­νη­ση;
Πε­ρί­ερ­γο ἀ­κού­γε­ται αὐ­τό. Ἔ­χει ὅ­μως ση­μα­σί­α. Προ­τοῦ νὰ ἔλ­θει ὁ Χρι­στὸς στὸν κό­σμο, οἱ ἄν­θρω­ποι ἔ­τρε­μαν τὸ θά­να­το. Θε­ω­ροῦ­σαν ὅ­τι ὁ θά­να­τος εἶ­ναι τέρ­μα, ὅ­τι ἐ­κεῖ τε­λει­ω­νει ἡ ζω­ή. Ὁ Χρι­στός μας ὅ­μως ἔ­δει­ξε ὅ­τι ὁ θά­να­τος εἶ­ναι ἀρ­χή. Ἡ ἁγία μας Ἐκ­κλη­σί­α στὸ Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως δι­α­κη­ρύτ­τει “Προσ­δο­κῶ ἀ­νά­στα­σιν νε­κρῶν καὶ ζω­ὴν τοῦ μέλ­λον­τος αἰ­ῶ­νος· Ἀμην”.
Ὁ θά­να­τος εἶ­ναι μί­α πόρ­τα. Ὅ­πως ἀ­νοί­γεις μί­α πόρ­τα καὶ μπαί­νεις σ’ ἕ­να ὡ­ραῖ­ο σπί­τι, ἔ­τσι καὶ μὲ τὸ θά­να­το μπαί­νεις σὲ νέ­α ζω­ή. Εἶ­ναι ἀ­κό­μη ἕ­να εἶ­δος με­τα­νά­στευ­σης. Φεύ­γουν οἱ ἄν­θρω­ποι ἀ­πὸ τὸν τό­πο τους ἐ­πει­δὴ ὑ­πο­φέ­ρουν καὶ δὲν μπο­ροῦν νὰ ζή­σουν τὴν οἰ­κο­γέ­νειά τους, καὶ πᾶ­νε σὲ ἄλλα μέ­ρη πού τοὺς πα­ρέ­χουν τὶς εὐ­και­ρί­ες γιὰ κα­λύ­τε­ρη ζω­ή. Ἡ με­τα­νά­στευ­ση αὐ­τὴ δὲν θε­ω­ρεῖ­ται συμ­φο­ρά. Ἔ­τσι εἶ­ναι καὶ ὁ θά­να­τος. Με­τα­να­στεύ­ου­με ἀ­πὸ τὴ γῆ στὸν οὐ­ρά­νιο κό­σμο πού εἶ­ναι γε­μᾶ­τος ὀ­μορ­φιὰ καὶ χάρη. Ἂν τὸ πι­στεύ­ου­με αὐ­τό, νὰ μὴν κλαῖ­με ὅ­ταν κά­ποι­ος δι­κός μας φεύ­γει στὸν ἄλ­λο κό­σμο.
Ὁ θά­να­τος γιὰ τοὺς πι­στοὺς χρι­στια­νοὺς εἶ­ναι ἕ­νας ὕ­πνος. Στὰ μνή­μα­τα πα­λαι­ό­τε­ρα ἔ­γρα­φαν “ἐ­κοι­μή­θη” ἤ “ἐ­κοι­μή­θη ἐν Κυ­ρίῳ”. Ἤ­ξε­ραν ὅ­τι οἱ κε­κοι­μη­μέ­νοι τους μιά μέ­ρα θὰ ξυ­πνή­σουν. Γι’ αὐ­τὸ ὁ Ἅ­γιος Κο­σμᾶς ὁ Αἰ­τω­λός ἔ­λε­γε: “Τί εἶ­ναι ὁ ὕ­πνος; Ἕ­νας μι­κρὸς θά­να­τος. Τί εἶ­ναι ὁ θά­να­τος; ἕ­νας με­γά­λος ὕπνος” ἀ­πὸ τὸν ὁ­ποῖ­ο ὄ­χι σὲ με­ρι­κὲς ὧ­ρες ἀλ­λὰ σὲ με­ρι­κὲς δε­κα­ε­τί­ες ἤ ἑ­κα­τον­τά­δες χρό­νια, θὰ μᾶς ξυ­πνή­σει ἡ σάλ­πιγ­γα τοῦ οὐ­ρα­νοῦ, γιὰ νὰ γί­νει ἡ τε­λι­κὴ κρί­ση.
Ἀ­δελ­φοί μου, ὁ θά­να­τος τοῦ Χρι­στοῦ μας ἔ­φε­ρε τὴν ὑ­περ­φυ­σι­κὴ ζω­ὴ στὸ ἀν­θρώ­πι­νο γέ­νος. Ἦ­ταν ὁ κόκ­κος τοῦ σι­τα­ριοῦ πού τά­φη­κε στὸν τά­φο γιὰ νὰ βλα­στή­σει ἀ­πὸ ἐ­κεῖ ἡ αἰ­ώ­νια ζω­ή. Ἀ­πὸ τό­τε ἄρ­χι­σε νὰ ἰ­σχύ­ει μί­α και­νού­ρια ἀρ­χὴ γιὰ τοὺς ἀν­θρώ­πους. Ἡ πί­στη αὐ­τὴ ἔ­χει ἀ­το­νή­σει δυ­στυ­χῶς σή­με­ρα. Ἂς πα­ρα­κα­λοῦ­με τὸν Θε­ὸ νὰ μᾶς προ­σθέ­τει πί­στη. Ἀ­μήν.                Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Χίου

Τρίτη 6 Ιανουαρίου 2015

ΦΩΤΑ 2015



ΤΡΙΤΗ  6  ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ

Η ΕΟΡΤΗ ΤΩΝ ΘΕΟΦΑΝΕΙΩΝ

       



















      Εορτάστηκαν και εφέτος τα Αγια Θεοφάνεια στην Παναγία Λατομίτισσα με λαμπρότητα και μεγαλοπρέπεια. Ετσι  ολοκληρώθηκαν με την  εορτή  των Φώτων και  τον Αγιασμό των υδάτων, οι εορτές του Δωδεκαημέρου.
           Την παραμονή  των Θεοφανείων τελέστηκε ο  Ορθρος, η Ακολουθία των Μεγάλων  Ωρών της εορτής,  ο Μέγας Εσπερινός των Θεοφανείων μετά της Θ. Λειτουργίας του Μ. Βασιλείου και εν συνεχεία στο τέλος η Ακολουθία του «Μικρού Αγιασμού». Με φαναράκια  οι πιστοί έφεραν  το άγιο φως και τον Αγιασμό στα σπιτικά τους, ενώ ο εφημέριος   περιήλθε σε όλη την ενορία με το Σταυρό και ένα κλωνί  βασιλικό για να αγιάσει όλους τους ενορίτες έναν έναν ξεχωριστά.

        Την κυριώνυμον ημέραν των Θεοφανείων ο εφημέριος του Ιερού μας Ναού   Πρωτοπρεσβύτερος  Βασίλειος Φιλιππάκης, τέλεσε την Θεία Λειτουργία του Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου, με κατάνυξη και  μεγαλοπρέπεια,  ενώ έψαλλαν οι μαθητές  της Βυζαντινής μουσικής του Κουκουναρείου Πνευματικού Κέντρου της ενορίας μας, υπό την διεύθυνση  του Χοράρχου  τους και Πρωτοψάλτη του Ιερού μας Ναού κ. Θεοδώρου Κουτσούδη.

Κατόπιν  ο  ιερέας τέλεσε τον «Μεγάλο Αγιασμό»  εις το μέσον του Ιερού Ναού   εκεί όπου είχε  διακοσμηθεί   με  κλαδιά από φοίνικες.

      Γεμάτη η εκκλησία  μας από πλήθος πιστών παρ΄όλο το ψύχος που επικρατούσε, παρακολούθησαν   με συγκίνηση και  ευλάβεια την μεγάλη ημέρα των Θεοφανείων.

          Τρία   ολόλευκα περιστεράκια  εκκλησιάστηκαν κι αυτά μέσα σε κλουβάκι,  περιμένοντας υπομονετικά,  την ώρα της απελευθέρωσής τους – ένδειξη  ειρήνης και φιλίας αλλά και το σύμβολο του Αγίου Πνεύματος.- 

        Μετά το τέλος των Ιερών Ακολουθιών  ο π. Βασίλειος παρ΄όλη την κακοκαιρία και τον δυνατό άνεμο που έπνεε εξήλθε του Ιερού Ναού και κατευθύνθηκε  προς  το παραδοσιακό πηγαδάκι ρίχνοντας τρεις φορές το σταυρό μέσα, ψέλνοντας το:  «Ἐν Ἰορδάνῃ βαπτιζομένου σου, Κύριε, ἡ τῆς Τριάδος ἐφανερώθη προσκύνησις· τοῦ γὰρ Γεννήτορος ἡ φωνὴ προσεμαρτύρει σοι, ἀγαπητὸν σε Υἱὸν ὀνομάζουσα, καὶ τὸ Πνεῦμα ἐν εἴδει περιστερᾶς, ἐβεβαίου τοῦ λόγου τὸ ἀσφαλές».

Οι πιστοί παρέμειναν εντός της εκκλησίας με υπομονή και αντάλλασαν ευχές μεταξύ τους.
       Ολος ο κόσμος ευχαριστήθηκε  και απόλαυσε  την  Μεγάλη Ημέρα  των Φώτων ευχόμενοι και του χρόνου  να είμαστε όλοι καλά.

Σάββατο 3 Ιανουαρίου 2015

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ

Ἀ­ριθ­μὸς 1
Κυ­ρια­κὴ πρὸ τῶν Φώ­των
4 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου 2015
Β’ Τιμ. δ΄ 5-8 
«Σύ δέ νῆ­φε… κα­κο­πά­θη­σον, τήν δι­α­κο­νί­αν σου πλη­ρο­φό­ρη­σον»
Στό ση­με­ρι­νό ἀ­πο­στο­λι­κό ἀ­νά­γνω­σμα, ἀ­γα­πη­τοί μου ἀ­δελ­φοί, ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, ἀ­πευ­θυ­νό­με­νος στόν μα­θη­τή του Τι­μό­θε­ο, τοῦ λέ­ει, με­τα­ξύ ἄλ­λων, πώς πρέ­πει νά ἐ­πα­γρυ­πνεῖ στό ἔρ­γο πού τοῦ ἔ­χει ἀ­να­τε­θεῖ. Νά προ­σέ­χει τούς πει­ρα­σμούς πού μπο­ροῦν νά τόν ἀ­πο­μα­κρύ­νουν ἀ­πό τό κα­θῆ­κον του. Νά ἐν­δι­α­φέ­ρε­ται γιά τίς ψυ­χές πού τοῦ ἔ­χει ἐμ­πι­στευ­θεῖ ὁ Θε­ός.
Τοῦ το­νί­ζει πώς δέν πρέ­πει νά ἀ­πο­θαρ­ρύ­νε­ται ἀ­πό τίς δυσ­κο­λί­ες τοῦ ἔρ­γου του, ἀλ­λά νά τίς ἀν­τι­με­τω­πί­ζει μέ προ­θυ­μί­α ὑ­πο­μέ­νον­τας κά­θε κό­πο καί κά­θε θυ­σί­α γι’ αὐ­τό. Κά­θε δι­ά­κο­νος τοῦ εὐ­αγ­γε­λί­ου καί κά­θε λει­τουρ­γός τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ὀ­φεί­λει νά πε­ρι­μέ­νει θλί­ψη καί κα­κο­πά­θεια στήν προ­σπά­θειά του γιά τήν ἐκ­πλή­ρω­ση τοῦ κα­θή­κον­τός του.
Αὐ­τά πού λέ­ει ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος πρός τόν Τι­μό­θε­ο τά λέ­ει καί στόν κα­θέ­ναν ἀ­πό ἐ­μᾶς. Κι αὐ­τό, για­τί ὅ­λοι, κλη­ρι­κοί καί λα­ϊ­κοί, ἔ­χου­με τήν εἰ­δι­κή καί τή γε­νι­κή ἱ­ε­ρω­σύ­νη ἀν­τί­στοι­χα. Γεν­νι­έ­ται, λοι­πόν, τό ἐ­ρώ­τη­μα: Τί ρό­λο θά παί­ξου­με στή ζω­ή μας; Θά εἴ­μα­στε δη­μι­ουρ­γι­κοί πα­ρά­γον­τες ἤ πα­ρά­σι­τα τῆς κοι­νω­νί­ας; Θά καρ­πο­φο­ροῦ­με στήν ἀ­ρε­τή ἤ θά μεί­νου­με ἄ­καρ­ποι; Θά ἐν­δι­α­φε­ρό­μα­στε γιά τούς συ­ναν­θρώ­πους μας ἤ θά κοι­τά­ζου­με μό­νο τόν ἑ­αυ­τό μας;
Ἡ κοι­νω­νί­α, μέ­σα στήν ὁ­ποί­α ζοῦ­με, πε­ρι­μέ­νει τήν ἀ­πάν­τη­σή μας. Ὄ­χι μέ λό­για ἀλ­λά μέ ἔρ­γα. Ἡ ἀ­καρ­πί­α στά δέν­τρα καί γε­νι­κά στή φύ­ση θε­ω­ρεῖ­ται συμ­φο­ρά. Στή ση­με­ρι­νή ζω­ή ὅ­μως πολ­λῶν ἀν­θρώ­πων λαμ­βά­νε­ται δυ­στυ­χῶς σάν κά­τι φυ­σι­κό. Ἄν ρί­ξου­με ἕ­να βλέμ­μα γύ­ρω μας θά δοῦ­με ὅ­τι εἶ­ναι σπά­νια τά ἔρ­γα κα­λο­σύ­νης καί ἀ­γά­πης. Ὑ­πάρ­χουν ἄν­θρω­ποι πού ἀρ­νοῦν­ται νά προ­σφέ­ρουν ὁ­ποι­αν­δή­πο­τε δι­α­κο­νί­α στούς συ­ναν­θρώ­πους τους. Κρα­τοῦν τήν καρ­διά τους κλει­στή γιά ὁ­ποι­ον­δή­πο­τε. Εἶ­ναι δέν­τρα πού ἔ­χουν ἀρ­νη­θεῖ στόν ἐ­αυ­τό τους τό δῶ­ρο τῆς καρ­πο­φο­ρί­ας. Εἶ­ναι οἱ με­γά­λοι καί δυ­να­τοί, πού στό πο­τά­μι τοῦ πλού­του τους ὑ­ψώ­νουν τό φράγ­μα τοῦ ἀ­το­μι­σμοῦ καί τῆς ὑ­λο­φρο­σύ­νης καί δέν ἐ­πι­τρέ­πουν οὔ­τε μί­α στα­γό­να νά πέ­σει στά δι­ψα­σμέ­να χεί­λη τῶν ὑ­πο­λοί­πων. Εἶ­ναι ὅ­σοι παίρ­νουν θέ­σεις καί ἀ­ξι­ώ­μα­τα. Ξε­χνοῦν ἀ­πό ποῦ ξε­κί­νη­σαν καί ἀ­δι­α­φο­ροῦν γιά τούς ἀ­δύ­να­τους καί τούς ἀ­δι­κη­μέ­νους.
Ὑ­πάρ­χουν καί οἱ ἄλ­λοι, μέ τίς σω­στές ἀν­τι­λή­ψεις, πού δέν κά­νουν τό κα­κό, ἀλ­λά καί δέν προ­χω­ροῦν στήν καρ­πο­φο­ρί­α. Ἀρ­κοῦν­ται στίς δι­α­πι­στώ­σεις καί τά λό­για. Εἶ­ναι τά ὡ­ραῖ­α δέν­τρα μέ τήν πλού­σια φυλ­λω­σιά, χω­ρίς ὅ­μως καρ­πούς. Ὁ Κύ­ριός μας, ὅ­μως, πού κα­τα­ρά­στη­κε τήν ἄ­καρ­πη συ­κιά, μή­πως δέν θά κά­νει τό ἴ­διο καί σέ ὅ­σους με­τα­βάλ­λον­ται σέ ἄ­καρ­πα δέν­δρα;
Τό πα­ρά­δειγ­μα τοῦ Χρι­στοῦ μας καί τῶν Ἀ­πο­στό­λων Του ἀ­κο­λού­θη­σαν οἱ πρῶ­τοι Χρι­στια­νοί. Σκόρ­πι­σαν τή χα­ρά, πρόσ-φε­ραν τή βο­ή­θεια, ἄ­νοι­ξαν δρό­μους ζω­ῆς καί πο­λι­τι­σμοῦ, ὀ­μόρ­φη­ναν τή ζω­ή τῶν ἀν­θρώ­πων, ὁ­δή­γη­σαν οἰ­κο­γέ­νει­ες καί ἔ­θνη στό δρό­μο τοῦ Χρι­στοῦ. Ὅ­που ὑ­πῆρ­χε τό μῖ­σος ἔ­φε­ραν τήν ἀ­γά­πη. Ὅ­που ἡ ἀ­δι­κί­α, τή δι­και­ο­σύ­νη. Ὅ­που ἡ ἀμ­φι­βο­λί­α, τήν πί­στη. Ὅ­που ἡ ἀ­πελ­πι­σί­α, τήν ἐλ­πί­δα. Ὅ­που τό σκο­τά­δι, τό φῶς.
Τήν πο­λύ­τι­μη αὐ­τή κλη­ρο­νο­μιά τῆς καρ­πο­φο­ρί­ας, ἀ­γα­πη­τοί μου, κα­λού­μα­στε νά συ­νε­χί­σου­με ὅ­λοι μας, ὥ­στε ἡ ἄ­γο­νη ἐ­πο­χή μας νά «ἀν­θή­σει ὡς κρί­νον καί ἐ­ξαν­θή­σει καί ὑ­λο­χα­ρή­σει καί ἀ­γαλ­λι­ά­σε­ται» (Ἥσ. 35, 1-2). Ἀ­μήν.    Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Χίου

Πέμπτη 1 Ιανουαρίου 2015

ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ 2015



1η ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2015

Η ΠΕΡΙΤΟΜΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ

ΗΜΩΝ  ΙΗΣΟΥ  ΧΡΙΣΤΟΥ

 ΚΑΙ  ΑΓΙΟΥ  ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ  ΤΟΥ  ΜΕΓΑΛΟΥ















     Την 1η Ιανουαρίου 2015  εορτάσαμε  με κάθε εκκλησιαστική  λαμπρότητα  και κατάνυξη στην Παναγία τη Λατομίτισσα.  Παρ’ όλες τις αντίξοες καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν το πρωί της Πρωτοχρονιάς αρκετοί πιστοί προσήλθαν  να προσκυνήσουν  την εικόνα του  Αγίου  Βασιλείου.
Η  Ιερά Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου ιδιαίτερη  και  διαφορετική. Ο ιερέας του Ναού π. Βασίλειος  Φιλιππάκης   συγκινημένος λόγω της ημέρας,  - εορτάζoν  ο ίδιος, -  μαζί με την χορωδία των ιεροψαλτών μας  απέδωσαν  με Βυζαντινή μεγαλοπρέπεια τους ωραίους Υμνους του  Μεγάλου  Βασιλείου.

Την καθιερωμένη βασιλόπιττα ευλόγησε και έκοψε  μετά το  τέλος της Θείας Λειτουργίας εντός του Ιερού Ναού ο εφημέριός μας.
Για τον καθένα ξεχωριστά  είχε ατομικά  βασιλοπιτάκια  έχοντας για δώρο  σε εκείνον που θα εύρισκε το φλουρί μία ωραιότατη εικόνα του Μεγάλου Βασιλείου.

Ολοι του ευχήθηκαν  από τα βάθη της καρδιάς  τους   -  ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ – με υγεία  και να τον έχει ο Θεός καλά, να συνεχίσει το Πνευματικό και φιλανθρωπικό  του έργο στην ενορία μας.

"ΚΑΛΗ  ΚΑΙ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΗ ΧΡΟΝΙΑ
 ΕΥΧΟΜΑΣΤΕ  ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΜΕ ΥΓΕΙΑ ΕΥΤΥΧΙΑ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΚΑΡΠΟΦΟΡΙΑ".