Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2015

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΚΑΙ ΣΑΒΒΑΤΟ 25 ΚΑΙ 26 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2015


ΙΕΡΑ ΠΑΝΗΓΥΡΙΣ  ΕΠΙ  ΤΗ  ΣΥΝΑΞΕΙ
ΤΗΣ  ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ 
 ΤΗΣ  ΟΔΗΓΗΤΡΙΑΣ


































        Με κάθε   εκκλησιαστική  μεγαλοπρέπεια τελέσθηκαν οι ιερές ακολουθίες  στην ενορία μας,   την παραμονή και την ημέρα των Χριστουγέννων,  καθώς και  ο Πανηγυρικός Όρθρος και η Θεία Λειτουργία  το Σάββατο  26 Δεκεμβρίου 2015, εορτή επί τη συνάξει της Υπεραγίας Θεοτόκου  της Οδηγητρίας.
     Στις 26 Δεκεμβρίου πανηγυρίζεται η Σύναξη της Θεοτόκου, δηλαδή η συγκέντρωση των πιστών για την απόδοση τιμής στη Μητέρα του Σωτήρος.  Την ημέρα αυτή ανά την Ορθοδοξία τελείται Θεία Λειτουργία προς τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου.
       Η εικόνα της Παναγίας η οποία δεσπόζει εδώ και πάρα  πολλά χρόνια εντός του Ιερού μας Ναού είναι ολοφάνερη και θαυματουργή. Κόσμος πολύς προσήλθε το Σαββάτο το πρωί να λειτουργηθεί και να προσευχηθεί στην Υπεραγία Θεοτόκο. Μεταξύ αυτών και όλοι οι ανιοδιοτελείς συνεργάτες – καθηγηταί που προσφέρουν τις γνώσεις τους εις τους μαθητάς καθημερινά στο Κουκουνάρειο  Πνευματικό Κέντρο της ενορίας μας.
      Ο εφημέριος του Ιερού μας Ναού Πρωτοπρεσβύτερος Βασίλειος Ν. Φιλιππάκης φροντίζοντας τα πάντα με κάθε λεπτομέρεια, λειτούργησε με ευλάβεια και κατάνυξη μαζί με τον Οικονόμο π. Βασίλειο Μανάρα  την Πανηγυρική ημέρα.

 «Ἡ Παρθένος σήμερον, τὸν υπερούσιον τίκτει, ἐν Σπηλαίῳ ἔρχεται, ἀποτεκεῖν ἀποῤῥήτως. 
Χόρευε ἡ οἰκουμένη ἀκουτισθεῖσα, δόξασον μετὰ Ἀγγέλων καὶ ...”
  
  Εις την Πανηγυρική Θεία Λειτουργία έψαλλαν και οι μαθητές  της Βυζαντινής μουσικής του Κουκουναρείου Πνευματικού Κέντρου της ενορίας μας υπό την διεύθυνση  του Χοράρχου  τους και Πρωτοψάλτη του Ιερού Ναού κ. Θεοδώρου Κουτσούδη.

Στην ομιλία του  ο π. Βασίλειος απευθυνόμενος  στο εκκλησίασμα  τόνισε ότι θα πρέπει όλοι μας να βρισκόμαστε  κάτω από τη σκέπη της Υπεραγίας Θεοτόκου για να μας βοηθάει και να μας σκεπάζει αυτές τις δύσκολες ημέρες που διανύομε. Μας ευχήθηκε και του χρόνου να είμαστε όλοι καλά και υγιείς να ξαναεορτάσομε, προσκαλώντας όλους να παραβρεθούν  και να συμμετάσχουν εις την λατρευτικήν σύναξη  της 1ης Ιανουαρίου 2016  επί τη εορτή  της περιτομής του Ιησού Χριστού,  και του Αγίου Βασιλείου, όπου στο τέλος της Θείας Λειτουργίας θα ευλογήσει και θα κόψει την καθιερωμένη  Αγιοβασιλόπιττα.  Την Θεία Λειτουργία έκλεισαν οι ιερείς, ψέλνοντας τα Απολυτίκια, και τα ωραιότατα μεγαλυνάρια της Υπεραγίας Θεοτόκου της Οδηγητρίας προστάτιδα του Ιερού μας Ναού κάνοντας το εκκλησίασμα να συγκινηθεί και να δακρύσει.

Απολυτίκια
«Η γέννησις Σου Χριστέ ο Θεός υμών ανέτειλε τω κόσμω το φως το της γνώσεως. 
Εν αυτή γαρ οι τοις άστροις λατρεύοντες υπό αστέρος εδιδάσκοντο.
 Σε προσκυνείν τον ήλιον της δικαιοσύνης και σε γιγνώσκειν εξ ύψους ανατολήν. Κύριε δόξα Σοι».

"Ὡς βρέφος βαστάζουσα, ἐν ταὶς ἀγκάλαις Ἁγνή, τὸν πάντων δεσπόζοντα, σάρκα λαβόντα ἔκ σοῦ, χαρᾶς ὤφθης πρόξενος,
 ὅθεν πᾶσα ἡ κτίσις, ἀνυμνεῖ χαρμοσύνως, 
σήμερον Θεοτόκε, τὴν φρικτήν σου λοχείαν πηγὴν γὰρ ἀθανασίας, κόσμω ἐκύησας."
Μεγαλυνάρια
«Ηκουσας Παρθένε εν Βηθλεέμ ύμνον των Αγγέλων και ποιμένων μακαρισμόν νύν εν Λατομίω
 των Ορθοδόξων αίνον ούς άγεις προς τον πλάστην ως Οδηγήτρια.

Αλαλα τα χείλη των ασεβών την μη προσκυνούντων την εικόνα σου την σεπτήν την ιστοριθείσα
 υπό του αποστόλου Λουκά ιεροτάτου την Οδηγήτριαν».   
  
       Με την καθοδήγηση και την επίβλεψη του εφημερίου μας, όλα προετοιμάστηκαν  όσο το δυνατόν καλύτερα εντός και εκτός του Ιερού Ναού. Η καθαριότητα, ο στολισμός,  το αμέριστο ενδιαφέρον του για την εκκλησία μας, δίνει την απαιτούμενη ζωντάνια  που χρειάζεται κάθε ενορία.
      Αρκετές ημέρες πριν  γυναίκες της ενορίας με πρόγραμμα και με προθυμία βοήθησαν στον καθαρισμό, ευπρεπισμό και στολισμό του Ιερού Ναού.
     Μετά το πέρας της Πανηγυρικής Θείας Λειτουργίας ένα ζεστό ρόφημα με διάφορα γλυκίσματα περίμενε όλο το εκκλησίασμα στο Κουκουνάρειο Πνευματικό Κέντρο.
      Ευχόμαστε και του χρόνου να είμαστε όλοι καλά να ξαναεορτάσομε τις Αγιες ημέρες των Χριστουγέννων.

Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2015

ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

ICXCNIKA
Ἀρ.  Πρωτ.:  2566
Ἀρ.  Διεκπ.: 1279
ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ
ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ
 ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΧΙΟΥ ΨΑΡΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ κ. ΜΑΡΚΟΥ
ΑΡ. 21



Πρός
τόν Ἱερόν Κλῆρον
καί τόν εὐσεβῆ λαόν
τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως
«Θεός ὤν εἰ­ρή­νης, Πα­τήρ οἰ­κτιρ­μῶν, τῆς με­γά­λης Βουλῆς Σου τόν Ἄγ­γε­λον, εἰ­ρή­νην πα­ρε­χό­με­νον, ἀ­πέ­στει­λας ἡ­μῖν, ὅ­θεν, θε­ο­γνω­σίας πρός φῶς ὁ­δη­γη­θέν­τες, ἐκ νυ­κτός ὀρ­θρί­ζον­τες, δο­ξο­λο­γοῦ­μεν σε, Φι­λάν­θρωπε».
«Θεός ὤν εἰ­ρή­νης...»
Ἀ­γα­πη­τὰ ἐν Χρι­στῷ παι­διὰ μου!
Ὁ Θεός, πού εἶ­ναι τό κέν­τρο καί ὁ ἄ­ξο­νας τῆς ἱ­στο­ρίας, ἐν­σαρ­κώ­νε­ται. «Δόξα ἐν ὑ­ψί­στοις Θεώ καί ἐπί γῆς εἰ­ρήνη, ἐν ἀν­θρώ­ποις εὐ­δο­κία» ἔ­ψα­λαν οἱ ἄγ­γε­λοι τήν νύ­κτα τῆς Γεν­νή­σεως. «Ὁ Χρι­στός ἐ­στίν ἡ εἰ­ρήνη ἡ­μῶν», θά γρά­ψει ἀρ­γό­τερα ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, δι­ότι μέ τήν πα­ρου­σία Του εἰ­ρη­νεύει τήν τα­ρα­γμένη συ­νεί­δησή μας, συμ­φι­λι­ώ­νει τόν πε­σόντα ἄν­θρωπο μέ τόν Θεό Πα­τέρα καί συ­να­δελ­φώ­νει τούς ἀν­θρώ­πους. Ὁ Ἀ­πό­στο­λος προ­τρέ­πει τούς μα­θη­τές του λέ­γον­τας: «ὁ Θεός τῆς εἰ­ρή­νης μετά πάν­των ὑ­μῶν» (Ρωμ. 15, 33).
Ἡ εἰ­ρήνη εἶ­ναι τό πρῶτο δῶρο τοῦ τε­χθέν­τος Κυ­ρίου μας πρός τήν ἀν­θρω­πό­τητα. Κάθε φορά πού τε­λοῦμε τήν Θεία Λει­τουρ­γία, ἑ­νώ­νουμε τίς δε­ή­σεις μας μέ τίς ἀγ­γε­λι­κές ὑ­περ­κό­σμιες δο­ξο­λο­γίες: «Ἄγ­γε­λον εἰ­ρή­νης, πι­στόν ὁ­δη­γόν, φύ­λακα τῶν ψυ­χῶν καί τῶν σω­μά­των ἡ­μῶν, παρά τοῦ Κυ­ρίου αἰ­τη­σώ­μεθα». Δε­ό­μεθα «ὑ­πέρ τῆς ἄ­νω­θεν εἰ­ρή­νης» καί «ὑ­πέρ τῆς εἰ­ρή­νης τοῦ σύμ­παν­τος κό­σμου». «Εἰ­ρήνη πᾶσι» λέ­γει ὁ λει­τουρ­γός ἱ­ε­ρέας, ὑ­ψώ­νον­τας τό δεξί του χέρι εἰς τύ­πον καί τό­πον Χρι­στοῦ καί εὐ­λο­γεῖ ἐξ ὀ­νό­μα­τός Του τήν ἐκ­κλη­σι­α­στική κοι­νό­τητα.
Ἦλθε ὁ Χρι­στός στή γῆ γιά νά φέ­ρει τήν εἰ­ρήνη. Δέν ἦλθε γιά νά κρί­νει, ἀλλά γιά νά σώ­σει τόν ἄν­θρωπο. Δέν ἦλθε νά ἐ­λέγ­ξει, ἀλλά νά δι­δά­ξει καί νά συγ­χω­ρή­σει. Γιά τήν Ἐκ­κλη­σία, ἡ εἰ­ρήνη δέν συ­νι­στᾶ ἀ­σαφῆ ἔν­νοια ἤ σκι­ῶ­δες ἰ­δε­ο­λό­γημα. Δέν εἶ­ναι τύ­πος ἤ γράμμα, ἀλλά τό συγ­κε­κρι­μένο πρό­σωπο τοῦ Χρι­στοῦ. Εἶ­ναι ἡ πρα­γμα­τική εἰ­ρήνη, τήν ὁ­ποία ἐ­πι­ζη­τοῦμε πάν­τοτε, ὥ­στε νά γί­νον­ται τά πάντα καινά. Ὁ ἴ­διος εἶχε πεῖ: «Εἰ­ρή­νην τήν ἐ­μήν δί­δωμι ὑ­μῖν» (Ἰω. 14, 27).
Ὅ­ποιος τήν γνω­ρί­σει ἤ του­λά­χι­στον τήν γευ­θεῖ πρω­ταρ­χικά, οὐ­σι­α­στικά εἰ­ρη­νεύει πρός τόν ἑ­αυτό του. Ἀ­να­κα­λύ­πτει μέσα του τόν βα­θύ­τερο πυ­ρήνα πού τόν συν­δέει μέ τόν Δη­μι­ουργό του παν­τός καί τήν πηγή κάθε ἀ­γα­θοῦ. Ἀ­να­γνω­ρί­ζει τά λάθη του καί ἐ­πι­στρέ­φει στόν Θεό, ὁ ὁ­ποῖος δέν κρί­νει ὅ­πως οἱ ἄν­θρω­ποι, ἀλλά μᾶς δέ­χε­ται κοντά του μέ ἀ­γάπη. Κα­νείς καλ­λι­τέ­χνης δέν ἀν­τέ­χει νά βλέ­πει τό ἔργο του κα­τε­στραμ­μένο ἤ πα­ρα­ποι­η­μένο. Κτί­σμα καί εἰ­κόνα Θεοῦ εἶ­ναι καί ὁ ἄν­θρω­πος, πλήν ὅ­μως εὐ­τε­λι­σμένη καί πε­σμένη. Ἦλθε κοντά μας γιά νά μᾶς ἀ­νυ­ψώ­σει στά φι­λάν­θρωπα χέ­ρια Του καί νά μᾶς ὁ­δη­γή­σει στήν ἁ­γία Του Ἐκ­κλη­σία. Δι­ότι δέν εἶ­ναι ἡ Ἐκ­κλη­σία ἀν­θρώ­πινο κα­τα­σκεύ­α­σμα γιά νά κα­τοι­κεῖ ὁ Θεός, ἀλλά θε­ϊκό κα­θί­δρυμα, γιά νά προ­σέλ­θει ἐν­τός Αὐ­τῆς ὁ ἄν­θρω­πος καί νά ἀ­νεύ­ρει τήν εἰ­ρήνη, τήν ζωή «καί πε­ρισ­σόν αὐ­τῆς».
Ἡ εἰ­ρήνη εἶ­ναι κάτι πού ὅ­λοι μας στε­ρού­μεθα. Εἶ­ναι αἰ­ω­νίως ἐλ­λεί­πουσα. Κι Ἐ­κεῖ­νος ὁ ὁ­ποῖος γεν­νᾶ­ται στό τα­πεινό σπή­λαιο τῆς Βη­θλεέμ δέν εἶ­ναι κά­ποιος κοι­νός ἐγ­γυ­η­τής της. Στό θε­αν­δρικό πρό­σωπο τοῦ Κυ­ρίου εὑ­ρί­σκουμε τήν εἰ­ρήνη ἐν­σαρ­κω­μένη. Γι’ αὐτό καί ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος το­νί­ζει πρός τούς Ἐ­φε­σί­ους ὅτι «Αὐ­τός ἐ­στίν ἡ εἰ­ρήνη ἠ­μῶν»: «ὁ Χρι­στός εἶ­ναι ἡ εἰ­ρήνη μας, ὁ ὁ­ποῖος συ­νέ­νωσε τά δύο μέρη καί κα­τέρ­ριψε τό με­σό­τοιχο τοῦ φρα­γμοῦ, δη­λαδή τήν ἔ­χθρα, ἀ­φοῦ κα­τήρ­γησε διά τῆς σαρ­κός του τόν νόμο τῶν ἐν­το­λῶν πού συ­νί­στατο σέ δι­α­τα­γές, γιά νά δη­μι­ουρ­γή­σει στόν ἑ­αυτό του ἀπό τά δύο μέρη ἕνα νέο ἄν­θρωπο καί νά φέ­ρει εἰ­ρήνη καί νά συμ­φι­λι­ώ­σει μέ τόν Θεό καί τά δύο μέρη σ’ ἕνα σῶμα διά τοῦ σταυ­ροῦ, μέ τόν ὁ­ποῖο θα­νά­τωσε τήν ἔ­χθρα. ... Ὥ­στε λοι­πόν δέν εἶ­στε πλέον ξέ­νοι καί πα­ρε­πί­δη­μοι, ἀλλά συμ­πο­λί­τες τῶν ἁ­γίων καί οἰ­κεῖοι του Θεοῦ, δι­ότι ἔ­χετε οἰ­κο­δο­μη­θεῖ πάνω στό θε­μέ­λιο τῶν ἀ­πο­στό­λων καί τῶν προ­φη­τῶν, τοῦ ὁ­ποίου ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός εἶ­ναι ὁ ἀ­κρο­γω­νι­αῖος λί­θος».
Παν­τοῦ καί πάν­τοτε ἡ εἰ­ρήνη εἶ­ναι ση­μεῖο τῆς πα­ρου­σίας τοῦ Θεοῦ. «Εἰ­ρήνη ὑ­μῖν» εἶ­ναι ὁ κοι­νό­τε­ρος χαι­ρε­τι­σμός Του. Ὁ Χρι­στός εἶ­ναι ἡ εἰ­ρήνη ἡ­μῶν καί ὁ Μέ­γας Βα­σί­λειος προ­σθέ­τει, ἑρ­μη­νεύ­ον­τας τούς Ψαλ­μούς: «ὁ ζη­τῶν εἰ­ρή­νην Χρι­στόν ἐκ­ζη­τεῖ», ἀ­φοῦ Ἐ­κεῖ­νος εἶ­ναι πού ἔ­φερε τήν εἰ­ρήνη ἀ­νά­μεσα στά «ἐν τοῖς οὐ­ρα­νοῖς» καί «τά ἐπί τῆς γῆς». Τό σω­τή­ριο τοῦτο μή­νυμα ἐ­πι­μαρ­τυ­ρεῖ­ται στή ζωή τοῦ Ἰ­δίου, πάν­των τῶν Ἁ­γίων καί ὅ­λων ὅ­σοι Τόν ἐ­δέ­χθη­σαν καί εἰ­ρή­νευ­σαν οἱ καρ­διές τους. «Ἄρ­χοντα εἰ­ρή­νης» Τόν ὀ­νο­μά­ζει ὁ Προ­φή­της Ἠ­σα­ΐας. Τήν εἰ­ρήνη πού προ­σφέ­ρει στόν ἄν­θρωπο ὁ Μέ­γας Βα­σί­λειος τήν χα­ρα­κτη­ρί­ζει ὡς τήν «τε­λει­ο­τάτη τῶν εὐ­λο­γιῶν». Ἀ­κόμη καί τό σύμ­παν δι­α­τη­ρεῖ­ται σέ ἰ­σορ­ρο­πία καί ἁρ­μο­νία μέ τήν ἐ­πι­στα­σία τοῦ Ἁ­γίου Πνεύ­μα­τος. Ἡ Σο­φία τοῦ Θεοῦ συ­νέ­χει ἐν εἰ­ρήνῃ ὁ­λό­κληρη τήν κτίση.
Ὁ Χρι­στός μέ τήν γέν­νηση, τήν δι­δα­σκα­λία του, τήν πο­ρεία, τήν θυ­σία καί τήν πα­ρου­σία του στή γῆ ἕνα σκοπό εἶχε: νά ἑ­νώ­σει καί νά εἰ­ρη­νεύ­σει τούς ἀν­θρώ­πους μέ τόν Θεό. Καί τοῦτο ὄχι μέ κά­ποιον ἀ­φη­ρη­μένο θε­ω­ρη­τικό τρόπο, ἀλλά μέ τήν ἴ­δια του τήν σάρκα. Ἡ σάρκα τοῦ Χρι­στοῦ εἶ­ναι τό Σῶμα τῆς Ἐκ­κλη­σίας πού τήν ἁ­γί­ασε μέ τό τί­μιο Αἷμα Του. Στήν Ἐκ­κλη­σία ἔ­γινε πρα­γμα­τι­κό­τητα ἡ εἰ­ρη­νική ἕ­νωση τῶν ἀν­θρώ­πων, ἀρ­χικά τῶν Ἰ­ου­δαίων καί τῶν Ἐ­θνι­κῶν, τῶν Ποι­μέ­νων καί τῶν Μά­γων, «ἐν ἑνί σώ­ματι τῷ Θεῶ». Ὅ­ταν ὁ Κύ­ριός μας ἐ­γεν­νήθη, ὅ­ταν ἐ­δί­δαξε, ἐ­θαυ­μα­τούρ­γησε καί ἐν τέ­λει ἅ­πλωσε τά ἄ­χραντα χέ­ρια του στόν Σταυρό, συμ­πε­ρι­έ­λαβε ὅ­λους τους ἀν­θρώ­πους σέ μία ποί­μνη, μία κοι­νω­νία, μία κοινή πί­στη, ἕνα Σῶμα, ἕνα ἅ­γιο ναό, τήν Ἐκ­κλη­σία Του, πού ξε­κινᾶ ἀπό ἐδῶ, περνᾶ τούς οὐ­ρα­νούς καί φθά­νει μέ­χρι τά ἅ­για τῶν ἁ­γίων του Παν­το­κρά­το­ρος Θεοῦ. Τό οἰ­κο­δό­μημα τῆς Ἐκ­κλη­σίας δέ­χε­ται ὅ­λους τους ἀν­θρώ­πους, τούς ἀ­να­βι­βά­ζει σέ συγ­κα­τοί­κους τῶν Ἁ­γίων καί τῶν Ἀγ­γέ­λων, μέ πρῶ­τον ἀ­νά­μεσά τους τόν Δο­μή­τορά Της καί συγ­χρό­νως ἀ­κρο­γω­νι­αῖο λίθο πού στη­ρί­ζει, συγ­κρο­τεῖ καί ἁ­γι­ά­ζει ὅλα τά μέλη, τόν Χρι­στό. Κι Ἐ­κεῖ­νος, ὡς Μέ­γας Ἀρ­χι­ε­ρεύς, μᾶς κά­νει κοι­νω­νούς τοῦ κα­τοι­κη­τη­ρίου τοῦ Θεοῦ Πα­τρός Του, μέσα στήν εἰ­ρη­νεύ­ουσα ζω­ο­ποιό Χάρη τοῦ Πα­να­γίου Πνεύ­μα­τος.
Ὑ­πήρ­ξαμε ἐ­ξό­ρι­στοι του Πα­ρα­δεί­σου καί ἀ­πο­κομ­μέ­νοι τῆς θείας ἀ­γά­πης. Στό πρό­σωπο τοῦ Ἀ­δάμ δι­ερ­ρή­ξαμε τή σχέση μας μέ τόν Θεό. Ὅ­μως ἐ­γεν­νήθη Χρι­στός καί ἀ­νέ­τρεψε τά πάντα. Κα­τήρ­γησε τήν ἀ­πό­σταση πού χω­ρί­ζει τόν ἄν­θρωπο ἀπό τόν Θεό καί ἀ­ξί­ωσε τήν ἀν­θρώ­πινη φύση νά ἑ­νω­θεῖ μέ τήν θεία. Ἀ­πάλ­λαξε τήν ἀν­θρω­πό­τητα ἀπό τόν Νόμο πού χώ­ριζε κί­βδηλα τους ἀν­θρώ­πους σέ Ἰ­ου­δαί­ους καί Ἐ­θνι­κούς, ἁ­μαρ­τω­λούς καί ἐ­νά­ρε­τους. Πλέον δέν εἴ­μα­στε ξέ­νοι με­ταξύ μας, ἀλλά ἀ­δελ­φοί ἐν Χρι­στῷ καί συμ­πο­λί­τες τῶν Ἁ­γίων. Καί ὅ­λοι ἐ­μεῖς οἱ νε­κροί καί ἀ­πο­στε­ρη­μέ­νοι ἀπό ἀ­γάπη, ἀπό πί­στη, ἀπό ἐλ­πίδα, ἀπό ἐ­λευ­θε­ρία, ἀπό δι­και­ο­σύνη, ἀπό ἀ­λή­θεια, ἀπό ζωή, ἐ­ξήλ­θαμε στό φῶς τῆς Γεν­νή­σεως καί τῆς ἐ­λεύ­σεως τῆς εἰ­ρή­νης ἐν τῷ κό­σμω.
Δυ­στυ­χῶς, ἡ εἰ­ρήνη γιά τήν λο­γική του κό­σμου εἶ­ναι μία εἰ­ρήνη ἀ­νέ­φι­κτη, πού τε­λεῖ δι­αρ­κῶς ὑπό δι­α­πρα­γμά­τευση, ὑπό προ­ϋ­πο­θέ­σεις, ἀ­στε­ρί­σκους καί ὑ­πο­ση­μει­ώ­σεις, μία ἐν­τός εἰ­σα­γω­γι­κῶν εἰ­ρήνη. Οἱ σχέ­σεις μας δο­κι­μά­ζον­ται διά πυ­ρός καί σι­δή­ρου. Στό ὄ­νομά της κα­τα­κυ­ρι­εύ­ον­ται ἔ­θνη, ἐ­δάφη, ἄν­θρω­ποι, ψυ­χές καί συ­νει­δή­σεις. Τήν ἴ­δια τήν εἰ­ρήνη τήν θε­ω­ρεῖ ὁ πο­νη­ρός ἰ­δι­ο­κτη­σία του καί τήν ἰ­δι­ο­ποι­εῖ­ται. Ὁ Θεός τῆς εἰ­ρή­νης, ὅ­μως, κα­θώς ψάλ­λε­ται στήν ὑ­μνο­λο­γία τῆς με­γά­λης Ἑ­ορ­τῆς πού πλη­σι­ά­ζει, ὀ­νο­μά­ζει υἱ­ούς Του τούς εἰ­ρη­νο­ποι­ούς τοῦ κό­σμου καί μα­κα­ρί­ζει τούς πρά­ους ἀ­πο­κα­λών­τας τους κλη­ρο­νό­μους τῆς γής. Ὁ Χρι­στός κο­μί­ζει τήν εἰ­ρήνη πού πη­γά­ζει ἀπό τήν καρ­διά μας, γιά νά ἁ­πλω­θεῖ παν­τοῦ· τήν εἰ­ρήνη τῶν γνή­σιων τέ­κνων τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁ­ποία δέν χω­ρί­ζε­ται ἀπό τόν ἴ­διο τόν Χρι­στό. Ὁ ἄν­θρω­πος πού ἀ­γαπᾶ οὐ­σι­α­στικά τόν Χρι­στό δέν ἔ­χει ἐ­χθρούς, δι­ότι δέν ὑ­πάρ­χει κάτι πού νά τόν χω­ρί­ζει ἀπό τόν Θεό καί τόν συ­νάν­θρωπό του. Ζεῖ ἁρ­μο­νικά μέ τόν ἑ­αυτό του, μέ τούς ἄλ­λους, μέ ὁ­λό­κληρη τήν φύση γύρω του.
Ἡ εἰ­ρήνη τοῦ Θεοῦ ἀ­πο­τε­λεῖ δω­ρεά καί καρπό τοῦ Ἁ­γίου Πνεύ­μα­τος. «Ἐ­κτός ἐ­νερ­γείας τοῦ Ἁ­γίου Πνεύ­μα­τος εἰ­ρήνη οὐχ εὑ­ρί­σκε­ται», λέ­γει ὁ Μᾶρ­κος ὁ Ἀ­σκη­τής. Πρό­κει­ται ἑ­πο­μέ­νως περί πνευ­μα­τι­κῆς ἐμ­πει­ρίας ἡ ὁ­ποία εἶ­ναι ἀ­σύλ­λη­πτη γιά τόν ἀν­θρώ­πινο νοῦ (Φι­λιπ. 4, 7). Τῆς εἰ­ρή­νης τοῦ Θεοῦ «οὐκ ἔ­στιν ὅ­ριον» (Ἡσ. 9, 7). Εἶ­ναι ἐ­κείνη πού ἐ­πι­κρα­τεῖ ἀ­κόμη καί στίς δο­κι­μα­σίες, δί­δον­τας τήν ἐ­νί­σχυση τῆς καρ­τε­ρίας καί τῆς ἐλ­πί­δος. Αὐτή τήν εἰ­ρήνη, ἡ ὁ­ποία «ἥ­νωσε τά τό πρίν δι­ε­στῶτα», τήν κλο­νι­σμένη σχέση τοῦ ἀν­θρώ­που μέ τόν Θεό, καί «κα­τέ­λυσε τό με­σό­τοι­χον τοῦ φρα­γμοῦ», ἔ­φερε ὁ Χρι­στός στόν κό­σμο. Κάθε λαός ἔ­χει τήν γλώσσα του, τήν ἱ­στο­ρία του, τίς πα­ρα­δό­σεις του. Ὅ­λοι μαζί ὅ­μως ἀ­πο­τε­λοῦν ἐν εἰ­ρήνῃ τήν Ἐκ­κλη­σία, τήν κοινή «ἐν οὐ­ρανῷ καί ἐπί τῆς γῆς» Βα­σι­λεία τοῦ Χρι­στοῦ, τῆς ὁ­ποίας «οὐκ ἔ­σται τέ­λος». Ἡ Βα­σι­λεία τοῦ Θεοῦ δέν στη­ρί­ζε­ται στήν ἰ­δι­ο­κτη­σία ἀ­γα­θῶν οὔτε εἶ­ναι «βρῶ­σις καί πό­σις, ἀλλά δι­και­ο­σύνη καί εἰ­ρήνη καί χαρά ἐν πνεύ­ματι ἁ­γίῳ» (Ρωμ. 14,17). «Οὐ γάρ ἐ­στιν ἀ­κα­τα­στα­σίας ὁ Θεός ἀλλά εἰ­ρή­νης» (Α΄ Κορ. 14, 33). Ἡ σύγ­χυση, ἡ ἐμ­πά­θεια, ἡ ὑ­πο­κρι­σία, ἡ ἀ­νει­λι­κρί­νεια, ἡ ἔλ­λειψη ἀ­γά­πης, οἱ ἐ­γω­κεν­τρι­κές ἐμ­μο­νές, ἡ ἀ­δυ­να­μία συγ­χώ­ρη­σης φα­νε­ρώ­νουν ἐ­σω­τε­ρική ἀ­κα­τα­στα­σία τῆς ψυ­χῆς πού εἶ­ναι ἀ­συμ­βί­βα­στη μέ τό εἰ­ρη­νικό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Ὁ πο­νη­ρός εἶ­ναι πνεῦμα μί­σους, πο­λέ­μου, ἔ­χθρας, ἔ­ρι­δος καί ἀ­να­τα­ρα­χῆς, ἐνῶ ὁ Χρι­στός εἶ­ναι Θεός τῆς εἰ­ρή­νης.
Ὅλα τά ἄλλα ἀ­γαθά δέν ἔ­χουν νό­ημα, ἐάν ἀ­που­σι­ά­ζει ἡ εἰ­ρήνη. Οἱ Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σίας πα­ρο­μοι­ά­ζουν τήν βα­σι­λεία τῶν οὐ­ρα­νῶν μέ εὔ­διο καί γα­λή­νιο λι­μένα πέ­ραν τοῦ κλύ­δω­νος καί τῆς τα­ρα­χῆς τῶν κυ­μά­των. Δι­δά­σκουν ὅτι ὁ Χρι­στός μᾶς ἔ­φερε εἰ­ρήνη μέ τόν Θεό, εἰ­ρήνη μέ τόν ἑ­αυτό μας καί εἰ­ρήνη μέ τούς ἀν­θρώ­πους. Εἰ­ρήνη μέ τόν Θεό, ὅ­ταν φυ­λάτ­τουμε τίς ἐν­το­λές του, οἱ ὁ­ποῖες δέν εἶ­ναι βε­βαίως κοινά ἠ­θικά πα­ραγ­γέλ­ματα ἤ ρυ­θμι­στικά προ­στά­γματα. Εἰ­ρήνη μέ τόν ἑ­αυτό μας, ὅ­ταν ἔ­χουμε εἰ­ρήνη στήν ψυχή μας, καί εἰ­ρήνη μέ τούς ἄλ­λους, ὅ­ταν κά­νουμε τά πάντα γιά νά εἰ­ρη­νεύ­σουμε μέ τούς ἀ­δελ­φούς μας καί δέν τούς προ­ξε­νοῦμε προ­σκόμ­ματα. Ἡ εἰ­ρήνη αὐτή εἶ­ναι τό οὐ­σι­ω­δέ­στερο πε­ρι­ε­χό­μενο τῆς προ­σω­πι­κῆς μας σχέ­σεως μέ τόν Θεό, τούς ἀν­θρώ­πους καί τόν κό­σμο πού μᾶς πε­ρι­βάλ­λει. Καί αὐ­τός ὁ πνευ­μα­τι­κός δε­σμός, μόνο ὅ­ταν ἀ­να­λύ­ε­ται σέ σχέ­σεις εἰ­ρή­νης, κοι­νω­νίας, ἐ­λευ­θε­ρίας καί σύμ­πνοιας, πλη­ρό­τη­τος καί ἀ­μοι­βαι­ό­τη­τος, ὁ­λο­κλη­ρώ­νε­ται ἀ­λη­θινά καί ὁ­δη­γεῖ στόν αὐ­θεν­τικό μας προ­ο­ρι­σμό. Εἰ­ρήνη θά πεῖ νά ἐκ­φρα­ζό­μα­στε ἐκ­κλη­σι­α­στικά, νά λει­τουρ­γοῦμε ἀπό κοι­νοῦ μέ ἐ­λευ­θε­ρία, ἔμ­πνευση καί ἀ­γάπη καί ὄχι νά με­ρι­μνᾶμε ἀ­πο­κλει­στικά πρός ἴ­διον ὄ­φε­λος, ὅ­πως οἱ δι­αι­ρέ­τες τοῦ ἄρ­ρα­φου χι­τῶ­νος τοῦ Κυ­ρίου.
Ὁ ἱ­ε­ρός Χρυ­σό­στο­μος το­νί­ζει ὅτι «τοῦ μο­νο­γε­νοῦς ἔρ­γον ἐ­γέ­νετο τοῦτο, συ­να­γα­γεῖν τά δι­ε­στῶτα καί κα­ταλ­λά­ξαι τά ἐκ­πε­πο­λε­μω­μένα», δηλ. ἔργο τοῦ Χρι­στοῦ ἦ­ταν νά ἑ­νώ­σει τά χω­ρι­σμένα καί νά εἰ­ρη­νο­ποι­ή­σει ὅσα πο­λε­μοῦν με­ταξύ τους. Ἕ­νας ἄλ­λος ἑρ­μη­νευ­τής, ὁ ἱ­ε­ρός Θε­ο­φύ­λα­κτος, θά πεῖ πώς εἰ­ρη­νο­ποιός εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νος πού ἐ­πι­στρέ­φει τούς ἐ­χθρούς του Θεοῦ κοντά Του. Κι ἕ­νας ἄλ­λος ἀ­κόμη ἀπό τούς με­γά­λους θε­ο­λό­γους ἀ­σκη­τές, ὁ ἀβ­βᾶς Ἰ­σαάκ ὁ Σύ­ρος, λέ­γει ὅτι ὅ­ποιος εἰ­ρη­νεύ­σει μέ τόν ἑ­αυτό του, θά εἰ­ρη­νεύ­σει μαζί του ὁ οὐ­ρα­νός καί ἡ γῆ.
Γι­νό­μα­στε πρᾶοι καί εἰ­ρη­νο­ποιοί μέ τήν προ­σευχή, μέ τήν ὑ­πο­χώ­ρηση, μέ τήν ἀ­γα­θό­τητα, μέ συγ­κε­κρι­μέ­νες πρά­ξεις. Χρει­ά­ζε­ται πάν­τοτε ἀ­γώ­νας γιά νά δι­α­τη­ροῦμε φω­τει­νές τίς ψυ­χές μας καί νά μήν φτω­χαί­νουμε πνευ­μα­τικά μπρο­στά στά ἀ­δι­έ­ξοδα καί τίς σύγ­χρο­νες εἰ­κό­νες τοῦ ᾅ­δου. Ἡ ψυ­χική τυ­φλό­τητα, ἡ μα­νία καί ἡ ὑ­πε­ρο­ψία τῆς ἰ­σχύος τῶν ὅ­πλων εἶ­ναι ἀ­πό­τοκα τῆς ἀ­πό­λυ­της ἀ­πο­μά­κρυν­σης τοῦ ἀν­θρώ­που ἀπό τόν Θεό, ἡ ὁ­ποία προ­ξε­νεῖ θη­ρι­ω­δίες καί ἱ­στο­ρικά ἀ­νο­σι­ουρ­γή­ματα. Ἡ τρα­γι­κό­τητα τοῦ πο­λέ­μου κα­ταρ­ρα­κώ­νει τούς ἀν­θρώ­πους καί τούς κα­τα­βι­βά­ζει στό ἐ­πί­πεδο ἀ­πρό­σω­πων ἀ­τό­μων. Ἡ βία εἶ­ναι πάντα ἀ­πάν­θρωπη. Ὅ­ταν λεί­πει ἡ ἀ­λη­θινή πί­στη, τά λό­για μοι­ά­ζουν κενά καί οἱ πρά­ξεις ἀ­πο­κτοῦν ἰ­δι­αί­τερη βι­αι­ό­τητα. Ἀ­πειλή τῆς εἰ­ρή­νης εἶ­ναι καί τό νά μήν ὑ­πάρ­χει ἀ­λη­θινή ἐ­πι­κοι­νω­νία με­ταξύ μας, νά νι­ώ­θουμε ξέ­νοι ὁ ἕ­νας πρός τόν ἄλ­λον, μέ ἀ­πο­τέ­λε­σμα νά δι­α­τυ­πώ­νον­ται λό­γοι στό κενό. Ἰ­δε­ο­λο­γίες ἔρ­χον­ται καί πα­ρέρ­χον­ται, ὡ­στόσο δέν ἀ­να­παύ­ουν τόν ἄν­θρωπο, δι­ότι πάν­τοτε ἐ­κεῖ­νος θά ἐ­πι­θυ­μεῖ τό ἀ­σύλ­λη­πτο καί ἀν­θρω­πί­νως ἀ­νέ­φι­κτο, τήν εἰ­ρήνη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁ­ποία δέν μᾶς δό­θηκε ὡς στα­τική ἰ­δι­ό­τητα, ἀλλά ὡς χά­ρι­σμα καί εὐ­λο­γία ἡ ὁ­ποία χα­ρί­ζε­ται δι­αρ­κῶς.
Χρι­στός γεν­νᾶ­ται καί ἐ­μεῖς γι­νό­μα­στε παι­διά τοῦ Θεοῦ τῆς εἰ­ρή­νης καί τῆς κα­ταλ­λα­γῆς. Ἄς εὐ­χη­θοῦμε ἡ θεία εἰ­ρήνη νά ἀ­να­γεν­νη­θεῖ καί νά σκη­νώ­σει ἐν­τός μας. Νά μᾶς ἀ­ξι­ώ­σει νά τήν ἀ­να­ζη­τοῦμε ἐ­σαεί καί, ὅ­ταν μᾶς ἀ­πο­κα­λυ­φθεῖ στήν πλη­ρό­τητά της, νά τήν κρα­τή­σουμε μό­νιμα κι ἀ­να­φαί­ρετα.
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2015  
Μέ πατρικές εὐχές
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
+ Ο ΧΙΟΥ, ΨΑΡΩΝ  ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ  ΜΑΡΚΟΣ 
Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Χίου

Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2015

ΕΝ ΟΨΕΙ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ 2015

Η ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΚΗ ΔΙΑΚΟΝΙΑ 
ΤΟΥ ΦΙΛΟΠΤΩΧΟΥ ΤΑΜΕΙΟΥ ΤΗΣ ΕΝΟΡΙΑΣ  ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΛΑΤΟΜΙΤΙΣΣΗΣ







          Η κοινωνία μας  είναι δυστυχώς γεμάτη από αναξιοπαθούντες συνανθρώπους μας, για τους οποίους η εκκλησία μας πονά και νοιάζεται. Στην ενορία μας λειτουργεί εδώ και πολλά χρόνια το Φιλόπτωχο Ταμείο, το οποίο βοηθά με πραγματική αγάπη τους φτωχούς, αρρώστους, ανέργους, αστέγους  αδελφούς μας, τόσο κατά τις ημέρες των εορτών, όσο και καθ’ όλο το έτος προσφέροντάς τους οικονομική ενίσχυση όσο αυτό είναι δυνατόν.
       Δύσκολο το έργο της προσφοράς και δυστυχώς αυξάνονται όλο και περισσότερο οι ανάγκες για να επουλωθούν οι πληγές της φτώχειας, της  δυστυχίας, της αρρώστιας, της μοναξιάς.
       Καθημερινά πολλά και σοβαρά θέματα απασχολούν τους υπεύθυνους του Φιλοπτώχου Ταμείου μας που με πολύ αγάπη και σοβαρότητα προσπαθούν να δώσουν λύσεις στα προβλήματα των αναξιοπαθούντων συμπολιτών μας.
       Ετσι λοιπόν  και φέτος  με την ευκαιρία της γιορτής  των Χριστουγέννων, η ενορία μας, στάθηκε δίπλα  στη φτώχεια, στην αγωνία και  τον πόνο των  πολλών ενοριτών   μας και μη, που αντιμετωπίζουν εφιαλτικές καταστάσεις και  τους ανακούφισε με τρόφιμα  και με  χρήματα,  που τους  πρόσφερε.
     Σε μια εποχή απομόνωσης και ατομισμού, το αγκάλιασμα  της  φτώχειας,  της αγωνίας και  του πόνου του διπλανού μας είναι  υποχρεώσή μας.
  
      Ευχαριστούμε όλους, επώνυμους και ανώνυμους που έστω και από το υστέρημά τους, ενισχύουν το Ενοριακό Φιλόπτωχο Ταμείο και τους ευχόμεθα ο Θεός να τους ανταμείβει δια πρεσβειών της Υπεραγίας  Δεσποίνης ημών Θεοτόκου προστάτιδος της ενορίας μας.
     
    Ευχόμαστε τα Χριστούγεννα και ο Νέος Χρόνος να φέρουν την αγάπη και την ειρήνη σε όλο τον κόσμο.
Καλό και ευλογημένο Δωδεκαήμερο.

ΠΕΜΠΤΗ 17 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2015

ΙΕΡΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ
ΕΙΣ  ΜΝΗΜΗΝ ΤΟΥ  ΑΟΙΔΙΜΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΧΙΟΥ  ΚΥΡΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ Δ΄





          Την Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2015 εορτή του Αγίου Διονυσίου εν Αιγίνης, στον Αγ. Φανούριο κατά την ώρα της Θείας Λειτουργίας, ο εφημέριος του Ιερού Ναού Παναγίας Λατομιτίσσης π. Βασίλειος Φιλιππάκης, τέλεσε Ιερό Μνημόσυνο  εις ανάμνηση της εορτής του αοιδίμου Μητροπολίτου Χίου κυρού  ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ Δ΄.

Ας  είναι η μνήμη του αιωνία.

       

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ 20η ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2015


ICXCNIKA
Ἀ­ριθ­μὸς 51
Κυ­ρια­κή πρό τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως
20 Δεκ­εμ­βρί­ου 2015
(Ἑβρ. ια΄ 9-10 , 32-40)
«ξεδέχετο γὰρ τὴν τοὺς θεμελίους ἔχουσαν πόλιν, ἧς τεχνίτης καὶ δημιουργὸς ὁ Θεός»
Γιὰ πολλὰ πρόσωπα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης μιλάει τὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα. Ὅλα τὰ πρόσωπα αὐτά, ἀδελφοί μου, ἂν καὶ ἔζησαν σὲ χρόνια μεγάλης ἀπιστίας καὶ διαφθορᾶς, μὲ λαχτάρα περίμεναν νὰ ἔρθει ὁ Χριστὸς γιὰ νὰ σώσει τὸν κόσμο. Μιὰ βαθιὰ πίστη διέκρινε τοὺς ἀνθρώπους αὐτοὺς ποὺ τοὺς ὁδήγησε καὶ σὲ μαρτύρια ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες. Ἀπ’ ὅλα τὰ πρόσωπα ποὺ ἀναφέρει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐξέχουσα θέση ἔχει ὁ Ἀβραάμ.
Ὁ Ἀβραὰμ εἶναι ὁ ἀρχηγὸς τοῦ Ἰουδαϊκοῦ ἔθνους, ὁ Πατριάρχης ὅλων τῶν φυλῶν τοῦ Ἰσραήλ. Εἶναι ἡ ρίζα τοῦ μεγάλου δέντρου ἀπ’ τὸ ὁποῖο βγῆκε καὶ τὸ πιὸ ὄμορφο λουλούδι, ποὺ σκορπίζει τὸ ἄρωμά του καὶ ζωογονεῖ τὸν κόσμο. Αὐτὸ τὸ λουλούδι εἶναι ὁ Χριστός μας. Ὁ Ἀβραὰμ εἶναι ἀξιοθαύμαστος γιὰ ὅλες τὶς ἀρετὲς ποὺ εἶχε, ἰδίως γιὰ τὴν πίστη του. Δὲν ἦταν σὰν τὴ δική μας πίστη μικρή, ἀδύνατη καὶ χλιαρή, ποὺ στὸ πρῶτο ἐμπόδιο λυγίζει καὶ πέφτει. Ἡ πίστη του ἦταν μεγάλη, δυνατὴ καὶ ἀκλόνητη σὰν βουνό.
Ζοῦσε σὲ μία χώρα ποὺ οἱ ἄνθρωποι ἦταν εἰδωλολάτρες ὅπως καὶ ὁ πατέρας του. Ἀλλὰ ὅταν ὁ Θεὸς ἀπὸ τὰ ἑκατομμύρια τῶν ἀνθρώπων διάλεξε τὸν Ἀβραὰμ σὰν διαμάντι πολύτιμο γιὰ νὰ τὸν κάνει ἀρχηγὸ ἑνὸς νέου κόσμου ποὺ θὰ πίστευε στὸν ἀληθινὸ Θεό καὶ τὸν κάλεσε ν’ ἀφήσει τὴν πατρίδα του καὶ νὰ πάει νὰ κατοικήσει ἐκεῖ ποὺ θὰ τοῦ ἔδειχνε, ἐκεῖνος δὲν ἔδειξε καμμία ἀμφιβολία καὶ δισταγμό. Πίστεψε στὰ λόγια τοῦ Θεοῦ καὶ ὑπάκουσε στὴ διαταγή του.
Ὅταν ἔφτασε στὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας, ποὺ εἶχε πλούσια ὅλα τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, ἡ καρδιά τοῦ Ἀβραὰμ δὲν προσκολλήθηκε σ’ αὐτά, δὲν λάτρεψε τὴν ὕλη ὅπως ὅλος ὁ κόσμος. Ἡ καρδιά του ἦταν δοσμένη στὸ Θεό. Αὐτὸν πίστευε, αὐτὸν ἀγαποῦσε, αὐτόν λάτρευε. Παραπάνω ἀπὸ τὴ γυναίκα του καὶ παραπάνω ἀπ’ τὸ μονάκριβο παιδὶ του τὸν Ἰσαακ, ποὺ τὸν ἀπέκτησε σύμφωνα μὲ τὴ διαβεβαίωση τοῦ Θεοῦ στὰ ἐνενήντα του χρόνια, καὶ ποὺ δὲ δίστασε οὔτε στιγμὴ νὰ τὸν θυσιάσει ὅταν τοῦ τὸ ζήτησε ὁ Θεός∙ παραπάνω ἀπ’ ὅλα ἀγαποῦσε τὸ Θεό. Ὅλα τὰ πρόσωπα καὶ τὰ πράγματα ποὺ ἔβλεπε στὴ γῆ τὰ ἀγαποῦσε ὡς δημιουργήματα καὶ πλάσματα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ κανένα ἀπ’ αὐτὰ δὲν ἔκανε Θεό. Πίστευε πὼς ὁσοδήποτε χρήσιμα κι ἀγαπητὰ κι ἂν εἶναι, εἶναι προσωρινά. Μόνιμο, αἰώνιο κι ἀθάνατο εἶναι μόνο ὁ Θεός. Ἡ καρδιά του ἦταν στραμμένη πρὸς τὰ πάνω. Ὁ οὐρανὸς εἶναι ἡ αἰώνια πατρίδα καὶ σ’ αὐτὴν ποθοῦσε νὰ πάει γιὰ νὰ ’ναι πάντα μαζὶ μὲ τὸ Θεὸ καὶ ν’ ἀπολαμβάνει τὴν ἀγάπη Του.
Δὲν ἔχτισε παλάτια καὶ μέγαρα οὔτε κἄν ἕνα σπίτι ἁπλό. Ζοῦσε σὲ μία σκηνή. Ὅταν μάλιστα λογομάχησαν οἱ βοσκοί του μὲ τοὺς βοσκοὺς τοῦ ἀνηψιοῦ του Λὼτ γιὰ τὰ βοσκοτόπια, παραχώρησε στὸν ἀνηψιό του τὴν τεράστια πεδιάδα ποὺ ἦταν χτισμένα τὰ Σόδομα καὶ τὰ Γόμορρα κι ἐκεῖνος κράτησε ὡς βοσκοτόπια τὰ βουνά. Δὲν πῆρε δική του οὔτε μία πατουνιά χωράφι ἀπὸ τὴ γῆ ποὺ τοῦ ὑποσχέθηκε ὁ Θεὸς πὼς θὰ γίνει γῆ τῶν ἀπογόνων του. Τὸ μόνο ποὺ ἀγόρασε ἀπὸ κάποιους ἦταν μία σπηλιὰ ποὺ ἔθαψε τὴ γυναίκα του τὴ Σάρρα καὶ ὕστερα ἔθαψαν δίπλα της καὶ τὸν ἴδιο ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα τοῦ θανάτου του.
Ἡ πίστη μας δὲν μᾶς ἀπαγορεύει νὰ χτίσουμε ἕνα σπίτι, νὰ μαζέψουμε τὴν οἰκογένειά μας καὶ νὰ ζήσουμε μὲ κάποια ἄνεση. Ἐκεῖνο ποὺ ἀπαγορεύει εἶναι νὰ δίνουμε ὅλη τὴν καρδιά μας στὰ ὑλικὰ πράγματα καὶ νὰ νομίζουμε ὅτι σ’ αὐτὰ βρίσκεται ἡ εὐτυχία καὶ ἡ χαρά. Μπορεῖ νὰ ζεῖ κάποιος σὲ ἕνα καλύβι ἤ ἕνα τσαντίρι κι ὅμως νὰ ἔχει ἀγάπη μὲ τὴ γυναίκα του καὶ τὰ παιδιά του καὶ νὰ εἶναι ὁ πιὸ εὐτυχισμένος ἄνθρωπος τοῦ κόσμου. Καὶ μπορεῖ ἄλλος νὰ ζεῖ σὰν βασιλιὰς μέσα σ’ ἕνα παλάτι καὶ νὰ μὴν ἔχει ἀγάπη μὲ τὴν οἰκογένειά του καὶ νὰ εἶναι ὁ πιὸ δυστυχισμένος. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι καρδιά καὶ ὄχι οἰκόπεδα καὶ ντουβάρια, αὐτοκίνητα, ἐργοστάσια καὶ μηχανές. Ἔχεις δώσει τὴν καρδιά σου στὸ Θεό; Εἶσαι εὐτυχισμένος. Ἔχεις δώσει τὴν καρδιά σου σὲ πρόσωπα καὶ πράγματα; Κι ἂν νομίζεις πὼς ἔχεις εὐτυχία, θὰ ‘ρθεῖ μέρα ποὺ θὰ κλάψεις. Ἔρχεται πάντα κάποιος καὶ σοῦ τὰ παίρνει ὅλα. Εἶναι ὁ θάνατος. Ἕνας καλόγερος εἶχε γράψει ἕνα ρητὸ μέσα στὸ κελλί του γιὰ νὰ τὸ διαβάζει κάθε μέρα καὶ νὰ μὴν προσκολλᾶται στὰ ὑλικὰ ἀγαθά: «Κελλίον μου, κελλίον μου, σήμερον ἐμοῦ, αὔριον ἄλλου καὶ οὐδέποτε κάποιου».
Ἀδελφοί μου, ἕως πότε θὰ ἔχουμε τὰ μάτια μας καρφωμένα στὸ μάταιο καὶ ἁμαρτωλὸ τοῦτο κόσμο; Ἡ Ἐκκλησία μας μᾶς φωνάζει: «Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας». Νὰ βαδίσουμε τὴν ὁδὸ πρὸς τὸν οὐρανό. Ἡ ὁδὸς αὐτὴ εἶναι ἡ μετάνοια. Νὰ πιστέψουμε ὅπως ὁ Ἀβραάμ, νὰ μετανοήσουμε ὅπως ὁ λῃστὴς καὶ νὰ σωθοῦμε. Ἀμήν.   Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Χίου

Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2015


ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ 13 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2015

ICXCNIKA
Ἀ­ριθ­μὸς 50
Κυ­ρια­κή κη΄ Ἐ­πι­στο­λῶν
Τῶν Ἁγίων Προπατόρων
13 Δεκ­εμ­βρί­ου 2015
(Κολ.  γ΄ 4-11)
«Νεκρώσατε ον τ μέλη μῶν τ π τς γῆς,πορνείαν, καθαρσίαν, πάθος, πιθυμίαν κακν, κα τν πλεονεξίαν τις στίν εδωλολατρεία»
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει πρὸς τοὺς Κολασσαεῖς ποὺ πρὶν ἦταν εἰδωλολάτρες. Ἡ πορνεία, ἡ μοιχεία καὶ κάθε κακὸ βασίλευε ἐπὶ αἰῶνες. Εἶχε γίνει καθεστὼς ποὺ στηριζόταν στὰ εἰδωλολατρικὰ ἔθιμα τῆς θρησκείας. Ἦταν σὰν ἕνα δένδρο πελώριο ποὺ εἶχε ρίξει τὶς ρίζες του μέσα στὶς καρδιές τοῦ διεφθαρμένου λαοῦ καὶ φαινόταν πὼς καμμία δύναμη δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ξεριζώσει.
Καὶ ὅμως, ἀδελφοί μου, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ποὺ μὲ δύναμη κήρυξε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καὶ οἱ συνεργάτες του, ἔκανε τὸ θαῦμα. Οἱ ἄνθρωποι ἔπαψαν νὰ πιστεύουν στὰ εἴδωλα. Μερικὰ ἐλαττώματα ὅμως καὶ κακίες κάπου κάπου παρουσιάζονταν, ἀπόδειξη πὼς εἶχαν μείνει μέσα τους κάποιες μικρὲς ρίζες εἰδωλολατρείας. Μερικοὶ ἂν καὶ βαπτίστηκαν στὸ ὄνομα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καὶ ὑποσχέθηκαν δημόσια ὅτι θὰ πατήσουν τὸ διάβολο καὶ θὰ ἀφήσουν ὅλα τὰ ἀνθρώπινα πάθη καὶ τὶς κακίες, ξανάπεφταν σ’ ἐκεῖνα τὰ ἁμαρτήματα ποὺ ἔπρεπε τελείως νὰ ἔχουν ἀφήσει.
Ὅταν βαπτίζονται οἱ ἄνθρωποι, ἡ Ἐκκλησία μας ψάλλει: «Ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε». Εἶναι σὰν νὰ μᾶς λέει: «Μὴ λερώσετε τὴν καινούργια στολὴ τοῦ Χριστοῦ μας ποὺ ντυθήκατε μὲ τὰ φοβερὰ ἁμαρτήματα. Τὸ κορμὶ σας καθαρὸ ἀπὸ πορνεία καὶ μοιχεία. Ἡ γλώσσα σας καθαρὴ ἀπὸ αἰσχρολογία καὶ βλασφημία. Ἡ καρδιά σας καθαρὴ ἀπὸ θυμό, ὀργή καὶ πλεονεξία. Διῶξτε μακριὰ κάθε κακία, κάθε ἁμαρτία. Μὲ ποιὸ μέσο θὰ μπορέσουμε ὅμως νὰ πολεμήσουμε αὐτὰ τὰ πάθη; Μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴ νηστεία. Ἂς ποῦμε, λοιπὸν, λίγα λόγια γιὰ τὴ νηστεία, ἀφοῦ διανύουμε τὸ σαραντάμερο, ὅπως τὸ λέει ὁ λαός, τὴν περίοδο τῆς νηστείας τῶν Χριστουγέννων.
Ἡ νηστεία ἔχει τὴν ἀρχή της ἀπὸ τὴν δημιουργία τῶν πρωτοπλάστων, ὅταν ὁ Θεὸς ἔδωσε τὴν ἐντολὴ στὸν Ἀδάμ, νὰ μὴ φᾶνε ἀπὸ τὸ δέντρο τῆς γνώσης τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ. Τὴν ἀνάγκη τῆς νηστείας συναντοῦμε στὴν Παλαιά Διαθήκη. Ἀπὸ τὴν ἐνανθρώπιση τοῦ Κυρίου μας, οἱ μαρτυρίες γιὰ νηστεία εἶναι μυριόστομες, ἀφοῦ καὶ Ἐκεῖνος νήστεψε σαράντα ἡμέρες καὶ σαράντα νύχτες πρὶν ἀρχίσει τὸ ἔργο τῆς διδασκαλίας Του.
Ἡ νηστεία, λέγει ὁ ὅσιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος, εἶναι ὑπερασπιστὴς καὶ φύλακας κάθε ἀρετῆς. Εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς ὁδοῦ τοῦ χριστιανισμοῦ, καὶ ἡ μητέρα τῆς προσευχῆς καὶ τῆς σωφροσύνης. Εἶναι δάσκαλος τῆς ἡσυχίας καὶ ὁδηγὸς ὅλων τῶν καλῶν ἔργων.
Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης μᾶς λέγει πὼς ἡ νηστεία εἶναι μέσον καὶ ἐργαλεῖο, ἀλλὰ δὲν μποροῦμε νὰ δώσομε τὴν προτεραιότητα σ’ αὐτό, εἰς βάρος τοῦ κύριου ἔργου, τὸ ὁποῖο εἶναι ἡ ἀρετὴ σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ μας. Σωφρονεῖτε, λέγει ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, καὶ Σωτήρας τῶν ψυχῶν μας. Μὴν κρίνετε, μὴν σχολιάζετε, μὴν κατηγορεῖτε, μὴν κλέβετε, μὴν ἀδικεῖτε, μὴν συκοφαντεῖτε. Ἐκήρυξε τὴν ἀγάπη μέσα στὴν ὁποία ἐξέχουσα θέση ἔχει ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ περιφρονημένη αὐτὴ κορυφὴ τῶν ἀρετῶν. Ἐμεῖς ὅμως δὲν σταματοῦμε τὸ ψέμα, τὴν κατάκριση, τὴ συκοφαντία, τὴν ἀδικία, τρώγοντες καὶ πίνοντες τὶς σάρκες τῶν ἀδελφῶν μας καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ παίρνουμε ὡς τιποτένια καὶ ὑψώνουμε τὴ νηστεία ὡς τὴν κορυφὴ τῶν ἀρετῶν, τὴν ὁποία καὶ αὐτὴ δὲν τὴν τηροῦμε ὅπως πρέπει.
Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος λέγει πὼς ἡ νηστεία εἶναι μεγάλη δύναμη καὶ μεγάλα κατορθώματα γίνονται δὶ’ αὐτῆς. Καὶ μὴ νομίσεις, ἀγαπητὲ, ὅτι τόσο ἁπλὴ εἶναι ἡ νηστεία. Γιατί ὄχι ἐκεῖνος ποὺ νηστεύει τὰ φαγητὰ κατορθώνει κάτι, ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ ἀπέχει ἀπὸ κάθε πονηρὸ πράγμα θεωρεῖται ὅτι νηστεύει. Γιατί ἐὰν νηστεύεις ἀπὸ φαγητὰ καὶ δὲν ἔχεις κλειστὸ τὸ στόμα σου σὲ ψέματα, ἐπιορκίες, καταλαλιὰ ἤ ἄλλο πονηρὸ λόγο σὲ τίποτα δὲν ὠφελεῖσαι καὶ χάνεις ὅλον τὸν κόπο σου.
Ὁ Μέγας Βασίλειος λέγει ὅτι ἡ νηστεία ἡ ἀληθινὴ εἶναι ἡ τῶν κακῶν ἀλλοτρίωσις, δηλαδὴ τὸ νὰ ἀλλάξουμε τὶς κακές μας συνήθειες, τὰ πάθη μας. Κρέατα δὲν τρῶς ἀλλὰ τρῶς τὸν ἀδελφό σου. Ἀπέχεις ἀπὸ κρασί ἀλλὰ δὲν κρατᾶς κλειστὸ τὸ στόμα σου σὲ βρισιές. Ἀλλοίμονο σ’ αὐτοὺς ποὺ μεθοῦν ὄχι ἀπὸ κρασί. Ὁ θυμὸς εἶναι μέθη τῆς ψυχῆς.
Μεγάλο τὸ θέμα τῆς νηστείας, ἀδελφοί μου, καὶ δὲν ἐξαντλεῖται σ’ ἕνα κήρυγμα. Πρέπει νὰ προσέξουμε ὅμως τοῦτο τὸ λάθος ποὺ κάνουμε. «Παπᾶ, πόσες μέρες νὰ νηστέψω γιὰ νὰ κοινωνήσω;», εἶναι ἡ ἐρώτηση ποὺ ἀκούγεται ἀπὸ ὅλους σχεδὸν τοὺς χριστιανούς.
Οἱ ἡμέρες τῆς νηστείας εἶναι καθορισμένες ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας. Πρέπει νὰ καταλάβουμε πὼς ἡ συμμετοχή μας στὸ μυστήριο τῶν μυστηρίων, στὴ Θεία Εὐχαριστία πρέπει νὰ εἶναι συχνὴ καὶ πάντοτε μὲ τὴν ἄδεια τοῦ Πνευματικοῦ μας. Ἄρα ἐξομολόγηση πρὶν τὴ Θεία Εὐχαριστία καὶ νηστεία ὅπως διατάξει ἡ Ἐκκλησία μας. Εἴθε ὁ Θεὸς νὰ μᾶς φωτίσει νὰ καταλάβουμε πὼς ἡ Θεία Λειτουργία τελεῖται γιὰ νὰ κοινωνοῦμε τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας ἂν ὄχι καθημερινὰ τοὐλάχιστον κάθε Κυριακὴ καὶ τὶς μεγάλες γιορτές. Ἀμήν.     Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Χίου

Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2015

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ 6η ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2015

  
ICXCNIKA
Ἀ­ριθ­μὸς 49
Κυ­ρια­κή κζ΄ Ἐ­πι­στο­λῶν
Ἁγίου Νικολάου
6 Δεκ­εμ­βρί­ου 2015
(Ἑβρ. ιγ΄17-21)
«Προσεύχεσθε περ μῶν»
Νὰ προσεύχεσθε γιὰ μᾶς, λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολή του καὶ φυσικὰ σὲ ὅλους τοὺς χριστιανούς. Περὶ προσευχῆς, λοιπὸν, σήμερα θὰ μιλήσουμε. Καὶ πρῶτα τί εἶναι ἡ προσευχή.
Ἡ προσευχή, ἀδελφοί μου, εἶναι μία μεγάλη δύναμη ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρωπο ἤ καλύτερα ποὺ δίδαξε ὁ Θεάνθρωπος Σωτήρας καὶ Λυτρωτής μας, γιὰ νὰ ἐπικοινωνοῦμε μαζί Του. Εἶναι τὸ τηλέφωνο ποὺ συνδέει τὴ γῆ μὲ τὸν οὐρανό. Ὅταν θέλεις νὰ ἐπικοινωνήσεις μὲ κάποιον δικό σου στὴν Ἀμερική, στὴν Αὐστραλια ἤ ὁπουδήποτε ἀλλοῦ, σηκώνεις τὸ ἀκουστικό, ἀνοίγεις γραμμὴ καὶ συνδέεσαι. Κι ὅταν ἀκούσεις τὴ φωνὴ τοῦ δικοῦ σου ἀνθρώπου, ποὺ βρίσκεται τόσο μακριά, εὐχαριστεῖσαι. Ἐὰν εἶναι ἀναγκαῖο καὶ εὐχάριστο ν’ ἀκοῦς τὴ φωνὴ τῶν ἀνθρώπων σου ἀπὸ μακρινὴ χώρα, πόσο περισσότερο τὸ νὰ ἐπικοινωνεῖς μὲ τὸν Θεό;
Ἄραγε τί ἔχει νὰ πεῖ ὁ ἄνθρωπος στὸ Θεό; Ποιὸ μπορεῖ νὰ εἶναι τὸ θέμα τῆς τηλεφωνικῆς ἐπικοινωνίας; Ἄλλοτε μέν, ὅταν βλέπει τὰ ἔξοχα δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ νὰ Τὸν δοξολογεῖ, νὰ λέγει «δόξα σοι ὁ Θεός». Ὅταν πάλι ἀναλογίζεται τὶς ἄπειρες εὐεργεσίες Του – τὸν ἀέρα ποὺ ἀναπνέουμε, τὸ νερὸ ποὺ πίνουμε, τὸν ἥλιο ποὺ μᾶς ζεσταίνει, τὴν καθημερινὴ τροφὴ καὶ προπάντων τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς μας – νὰ Τὸν εὐχαριστεῖ. Κι ὅταν πάλι νοιώθει τὶς ποικίλες ἀνθρώπινες ἀνάγκες, τὰ «μικρὰ συννεφάκια» στὴ ζωή του, νὰ παρακαλεῖ τὸν Θεό. Ἡ προσευχὴ, λοιπὸν, εἶναι ἄλλοτε δοξολογία, ἄλλοτε δέηση, παράκληση καὶ ἄλλοτε – δυστυχῶς λιγότερο- εὐχαριστία.
Ἡ προσευχὴ μπορεῖ νὰ γίνεται ἀτομικά, ἀπὸ τὸν καθένα χωριστά, στὸ δωμάτιό του ἤ στὸ χῶρο τῆς δουλειᾶς του. Νὰ ποῦμε τὸ «Πάτερ ἡμῶν», τὸ «Πιστεύω», νὰ ποῦμε τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με» ποὺ εἶναι δυνατὴ προσευχή, σιωπηλά, χωρὶς νὰ παίρνει εἴδηση ὁ διπλανός μας, ἀλλὰ ἂν γίνεται σωστά, φτάνει στὸ Θεὸ δυνατά. Ὅπως τότε ποὺ προσευχόταν ὁ Μωυσῆς χωρὶς νὰ ἀκούγεται καὶ τοῦ εἶπε ὁ Θεὸς νὰ μὴ φωνάζει γιατί Τὸν ξεκούφανε. Μπορεῖ ἡ προσευχὴ νὰ γίνεται ἀπὸ ὅλη τὴν οἰκογένεια, οἰκογενειακὴ προσευχή, ὅπως ἔκαναν οἱ πρόγονοί μας τὰ παλαιότερα καὶ ἁγιασμένα χρόνια. Ἐμεῖς σήμερα δὲν προσευχόμαστε οἰκογενειακά. Ἀποτέλεσμα; Ἔφυγε ὁ Θεὸς ἀπὸ κοντά μας καὶ βλέπετε ποῦ καταντήσαμε. Ἀγρίεψαν οἱ ἄνθρωποι, ἔγιναν θηρία. Οἱ εἰδήσεις στάζουν αἷμα. Σκοτώνει ὁ πατέρας τὰ παιδιά του καὶ τὰ παιδιὰ τὸν πατέρα καὶ τὴ μάνα. Καὶ μετὰ ἀπ’ αὐτὰ τί συμμετοχὴ νὰ περιμένουμε στὴν κοινὴ λατρεία; Ἄδειασαν οἱ Ἱεροὶ Ναοὶ καὶ γέμισαν οἱ φυλακές.
Τὸ παράδειγμα τῆς προσευχῆς μᾶς τὸ ἔδωσε ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος Λυτρωτής μας, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Ὁποῖος προσευχήθηκε πολλὲς φορὲς, ὅπως βεβαιώνουν οἱ Εὐαγγελιστές. Προσευχήθηκε γιὰ τοὺς μαθητές Του, τοὺς φίλους Του, γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ἀκόμη καὶ γιὰ τοὺς σταυρωτές Του, γι’ αὐτοὺς ποὺ Τοῦ ἔβαζαν τὰ καρφιά. Προσεύχονταν καὶ οἱ Ἀπόστολοι μετὰ τὴν Πεντηκοστή, προσευχόταν ἡ Παναγία μας. Προσεύχονταν ὅλοι οἱ ἅγιοι, ὅπως ὁ Ἅγιος Νικόλαος, τοῦ ὁποίου τὴ μνήμη σήμερα ἑορτάζουμε. Ὅλο προσευχὴ ἦταν ἡ ζωή τους. Καὶ ἡ ὡραιότερη προσευχὴ τους ἦταν ὅταν τοὺς συγχωροῦσαν ὅλους καὶ παρακαλοῦσαν καὶ γι’ αὐτοὺς ἀκόμη ποὺ τοὺς βασάνιζαν, γιὰ τοὺς δημίους τους. Τότε ἐπαναλάμβαναν τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ μας: «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λουκ. 23, 34).
Ἡ προσευχή, ἀδελφοί μου, κάνει θαύματα. Ποιὰ προσευχὴ ὅμως εἰσακούεται; Αὐτὴ ποὺ γίνεται μὲ πίστη. Μὲ ἐμπιστοσύνη στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Μὲ σιγουριὰ πὼς ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ μᾶς δώσει αὐτὸ ποὺ ζητᾶμε. Μὲ ἐπιμονὴ πρέπει νὰ γίνεται ἡ προσευχή μας. Ὄχι μία καὶ δύο φορὲς∙ νὰ ζητᾶμε καὶ νὰ κουραζόμαστε. Μὲ ὑπομονή, νὰ μὴν εἴμαστε βιαστικοί. Ὁ Θεός, μᾶς βεβαιώνει ὁ Χριστός μας, πρὶν ζητήσουμε ξέρει τὶς ἀνάγκες μας. Πρέπει ἡ προσευχὴ νὰ γίνεται μὲ ἀγάπη στὴν καρδιά μας, μὲ εἰρήνη. Πάνω ἀπ’ ὅλα πρέπει νὰ προσέχουμε τὰ αἰτήματά μας. Ὅταν ὁ Μωυσῆς πέρασε τοὺς Ἰσραηλίτες ἀπὸ τὴν Ἐρυθρὰ Θάλασσα καὶ τοὺς ἔφερε στὴν ἔρημο, τοῦ ζητοῦσαν τὰ κρεμμύδια καὶ τὰ σκόρδα τῆς Αἰγύπτου. Ὅταν προσευχόμαστε λοιπὸν κι ἐμεῖς νὰ ζητᾶμε μεγάλα, ὄχι μικρά. «Μνήσθητί μου, Κύριε, ἐν τῇ βασιλείᾳ Σου». Αὐτὸ ἂς εἶναι ἡ προσευχή μας.
Νὰ μὴ ζητοῦμε εὐτελῆ ὑλικὰ πράγματα. Νὰ ζητοῦμε πολύτιμα πνευματικὰ πράγματα, ἀδελφοί μου. Καὶ τότε ὁ Θεός, κοντὰ στὰ μεγάλα θὰ μᾶς δώσει καὶ τὰ μικρά. Τὸ βεβαίωσε ὁ ἴδιος: «Ζητεῖτε πρῶτον τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην Αὐτοῦ καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν». Ἀμήν.     Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Χίου