Ἀριθμός 46
ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΛΟΥΚΑ
17 Νοεμβρίου 2024
«φάγωμεν καί πίωμεν, αὔριον γάρ ἀποθνήσκομεν»
(Ἠσαΐου 22,13)
Ὁ μεγαλοφωνότατος Ἠσαΐας, ἀγαπητοί ἀδελφοί, βοᾷ καί πάλι πρός τούς ἀνθρώπους τῆς Ἱερουσαλήμ. «Σεῖς ἐπιδόθητε εἰς συμπόσια εὐφροσύνης καί ἀγαλλιάσεως. Ἐσφάξατε μόσχους, πίνετε οἶνον, λέγοντες ἄς φᾶμε καί ἄς πιοῦμε αὔριο πεθαίνουμε». Ἄς δοῦμε καί τά ἄλλα βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης τί ἀναφέρουν γιά τόν πλεονέκτη πλούσιο. Ὁ πολύαθλος Ἰώβ ἀναφέρει: «Ὅταν πιστεύσει (ὁ πλούσιος) ὅτι εἶναι γεμᾶτος καί χορτᾶτος ἀπό τά ἀγαθά, τότε θά ἐκσπάσει ἐναντίον του ἡ θλίψη. Κάθε στέρησις καί ταλαιπωρία θά τόν καταλάβει» (Ἰώβ 20,22). Ὁ Δαβίδ ἀναφέρει στόν (38,7) Ψαλμό του: «Πράγματι σάν μιά σκιώδη εἰκόνα, πού ἐντός ὀλίγου σβήνει, πορεύεται ὁ ἄνθρωπος. Δέν θέλει νά παραδεχθεῖ αὐτή τήν ἀλήθεια γιά τοῦτο ταράζεται. Θησαυρίζει καί δέν γνωρίζει πού θά ἀφήσει τούς θησαυρούς του, ὅταν πεθάνει. Ὁ Προφήτης Ἰερεμίας σημειώνει: «Ἐλάλησεν ἡ πέρδικα καί συγκέντρωσε γύρω της παιδιά, τά ὁποῖα δέν ἐγέννησε. Ἔτσι καί ἐκεῖνος πού θησαυρίζει πλούτη ἀδίκως, θά τόν ἐγκαταλείψουν καί ἐν τέλει θά ἀποδειχθεῖ ἀσύνετος καί ἄμυαλος (Ἰερ. 17,11). Καί ὁ σοφός Σειράχ συμπεραίνει: Ἡ γνῶσις τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου εἶναι ἀληθινή μόρφωση γιά τήν ζωή. Ὅσοι πράττουν τά εὐάρεστα εἰς Αὐτόν, ἀπολαμβάνουν τούς καρπούς τοῦ δένδρου τῆς ἀθανασίας (19,19). Ἄξιος λόγου εἶναι καί ὁ 48ος Ψαλμός, ὁ ὁποῖος παρομοιάζει τούς πλούσιους, πού θέλουν νά διαιωνίσουν τό ὄνομά τους μέ τά πλούτη τους, μέ τά πρόβατα ἐκεῖνα, πού παρότι ὁδηγοῦνται στή σφαγή, αὐτά κοιτᾶνε τή χλόη. Ἔτσι καί οἱ ἄφρονες πλούσιοι ὁδηγοῦνται στόν ᾍδη, ὅπου θά διαπιστώσουν ὅτι Κριτές τους θά γίνουν οἱ φτωχοί, τούς ὁποίους αὐτοί παρέβλεψαν ἤ καί ἀδίκησαν ἀκόμη.
Καί ἦλθεν ἡ σωτήριος Καινή Διαθήκη! Ὁ Λυτρωτής μας ἀναφωνεῖ στόν φιλάργυρο πλούσιο τῆς περικοπῆς πού ἀκούσαμε: «Ἄφρον̇ ταύτη τῇ νυκτί τήν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπό σοῦ˙ ἅ δέ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;». Τήν φιλαργυρία καί τήν πλεονεξία τήν καταδικάζει ἀπερίφραστα ὁ Θεός γιά ἐκεῖνον πού παλεύει νά συγκεντρώσει, μέ πάθος, ἀλόγιστα πλούτη ὑλικά καί ὄχι πνευματικά. Πλούτη φθαρτά καί ὄχι τήν ἀρετή τῆς ψυχῆς, πού εἶναι ἄφθαρτος καί αἰώνιος πλοῦτος. Ὅ,τι ἐξ ἄλλου διεκήρυσσαν παραπλήσια φιλοσοφώντας καί οἱ πρόγονοι μας λέγοντας ὅτι «πᾶς ὁ ἐπί γῆς χρυσός, ἀρετῆς οὐκ ἀντάξιος». Γι αὐτό καί διδάσκοντας τήν σημερινή παραβολή ὁ Κύριός μας, μᾶς προτρέπει νά μένουμε μακρυά ἀπό τήν πλεονεξία «ὁρᾶτε καί φυλάσσεσθε, εἶπε, ἀπό πάσης πλεονεξίας» Λουκ. 12,15). Ἄραγε, θά ἐρωτήσουμε, ὑπάρχει χῶρος στή καρδιά τοῦ παθολογικά φιλάργυρου γιά τόν συνάνθρωπό του; Σύμφωνα μάλιστα καί μέ τήν διαπίστωση τοῦ Κυρίου μας, ὅτι «ὅπου ἐστίν ὁ θησαυρός ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καί ἡ καρδία ὑμῶν» (Ματθ. 6,21). Εἶναι φοβερός, ἀπαίσιος δαίμονας ἡ πλεονεξία καί ἡ ἀπληστία. Εἶναι ὁ μαμωνᾶς, ὁ μεγαλύτερος ἀντίπαλος τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Γι’αὐτό ὁ Κύριος καί πάλι μᾶς προτρέπει ἐνθέρμως τονίζοντας: «οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καί μαμωνᾷ» (Ματθ. 6,24). Πόσοι καί πόσοι μέσα στήν ἀφροσύνη τοῦ πλούτου λησμονοῦμε τά καθήκοντά μας πρός τόν Θεό. Δέν αἰχμαλωτίζεται στήν ὕλη ἡ καρδιά μας καί ἀφήνουμε ἔξω τούς συνανθρώπους μας πού πρέπει ὄντος ἔχοντας ἀνάγκη, νά βοηθήσουμε; Νά γιατί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει στό μαθητή του Τιμόθεο: «ρίζα ὅλων τῶν κακῶν εἶναι ἡ φιλαργυρία. Σέ αὐτούς πού εἶναι πλούσιοι στήν παροῦσα καί πρόσκαιρη ζωή παράγγελε νά μή ὑψηλοφρονοῦν, οὔτε νά ἔχουν στηριγμένες τίς ἐλπίδες τους στόν πλοῦτο, ἀλλά νά ἐλπίζουν στόν Θεό, πού δέν εἶναι ἄψυχος σάν τόν μαμωνᾶ, ἀλλά εἶναι Θεός ζωντανός καί μᾶς παρέχει πλούσια καί ἄφθονα ὅλα γιά νά τά ἀπολαμβάνωμεν» (Α΄ Τιμ. 6, 10 καί 17).
Ὁ Μέγας Βασίλειος καταθέτει: Τά πηγάδια ὅσο ἀδειάζουν βγάζουν περισσότερο νερό, ὅταν ἀφήνωνται σαπίζουν. Ἔτσι καί τοῦ πλούτου ἡ στασιμότητα εἶναι ἄχρηστη, ἡ κίνηση ὅμως ὠφελεῖ τούς ἀναγκαιμένους καί δίνει καρπούς. Μιμήσου τή γῆ, ἄνθρωπε. Δῶσε καρπούς ὅπως ἐκείνη. Ἐμπρός, λοιπόν, διάθεσε τόν πλοῦτο σου μέ
κάθε τρόπο. Ἄς εἰπωθεῖ καί γιά σένα: Σκόρπισε, ἔδωσε στούς φτωχούς. Ἡ δικαιοσύνη του θά μένει στόν αἰῶνα (Β΄ Κορ. 9,9).
Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος διδάσκει: Ἡ φιλαργυρία εἶναι τεχνίτης τῆς φτώχειας, γιατί θησαυρίζει γιά τόν ἑαυτό της, ἀλλά ὄχι γι’αὐτόν πού τήν ἔχει̇ αὐτόν τόν ἀφήνει νά στερεῖται καί οὐσιαστικά νά πτωχεύει. Εἶναι ψυχοφθόρος γιατί διαφθείρει ὅ, τι ὑγιές ἔχει κατακτηθεῖ ἀπό τήν ψυχή καί ἀμαυρώνει κάθε ἀρετή της. Εἶναι φίλη τῆς κόλασης. Εἶναι σκληρή καί ἄκαρδη, ἄσπλαχνη καί τυραννική πού καταθλίβει πρῶτα αὐτόν πού τήν ἀγαπάει καί τόν κρατεῖ αἰχμάλωτο.
Ὁ Ἅγιος Ἄνθιμος ἀνακεφαλαιώνει: Τί ζητοῦμεν, λοιπόν, τά μάταια; Θά πῆτε: μά μποροῦμε νά ζήσωμεν χωρίς αὐτά; Δέν λέγω νά μή φᾶμε καί νά μή πιοῦμε καί νά μήν ἐνδυθοῦμε. Λέγω νά μήν πλεονεκτοῦμε ̇ ἡ πλεονεξία εἶναι τό μεγαλύτερο κακό πού ὑπάρχει εἰς τόν κόσμον.
Χριστιανοί μου,
«Οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ καί μή εἰς Θεόν πλουτῶν». Μέ τά λόγια αὐτά ἐπισφραγίζει ὁ Κύριος τήν παραβολή Του. Δηλαδή, αὐτό θά εἶναι καί τό τέλος ἐκείνου πού θησαυρίζει γιά τήν ἑαυτό του, γιά νά ἀπολαμβάνει αὐτός καί μόνο ἐγωϊστικά τά ἀγαθά τῆς γῆς, καί δέν πλουτίζει σέ πνευματικούς θησαυρούς, ἔργα ἀγάπης, στά ὁποῖα εὐαρεστεῖται ὁ Θεός. Πέρα ἀπό τά ἐπίγεια ἀγαθά ὑπάρχει ὁ πλοῦτος τοῦ οὐρανοῦ. Πέρα ἀπό τήν εὐμάρεια, τόν κορεσμό τοῦ στομάχου καί τή μέθη τῶν αἰσθήσεων, ὑπάρχει ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ. Πέρα ἀπό τόν ἑαυτό μας, ὑπάρχουν οἱ ἄλλοι, παιδιά τοῦ Θεοῦ, ἀδέλφια μας.
Ἀδελφοί μου,
ὁ Θεός μᾶς φωνάζει:
«Τί γάρ ὠφελεῖται ἄνθρωπος ἐάν τόν κόσμον ὅλον κερδήσῃ, τήν δέ ψυχήν αὐτοῦ ζημιωθῇ;»
(Ματθ.16,26). Ἄς μή ξεγελιόμαστε σέ τέτοιο βαθμό πού νά λησμονοῦμε καί τήν
πραγματικότητα τοῦ θανάτου. Φροντίδα, λοιπόν, ὥστε ἡ ψυχή μας νά εἶναι ἕτοιμη, γιά
τή συνάντηση μέ τό Θεό, μέ τή συγκατάθεση τοῦ ποιητῆ μας:Ἐλεύθερους κι ἀθάνατους
σᾶς ἔπλασα, τοῦ λογισμοῦ σας χάρισα τίς δάδες, σᾶς γέννησα, σᾶς ἔθρεψα, σᾶς τράνεψα,
σᾶς ἔβαλα τῆς πλάσης μου ἀφεντάδες. Ἀμήν! Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Χίου