Σάββατο 5 Απριλίου 2014

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ

Ἀ­ριθ­μὸς 14
Κυ­ρια­κὴ Ε΄ τῶν Νη­στει­ῶν
6 Ἀ­πρι­λί­ου 2014
Μάρ­κου ι, 32-45
Ἡ κα­τα­νυ­κτι­κὴ πε­ρί­ο­δος τῆς Με­γά­λης Τεσ­σα­ρα­κο­στῆς, ἀ­γα­πη­τοί μου ἀ­δελ­φοί, ὁ­δεύ­ει πρὸς τὸ τέ­λος της. Ἤ­δη ἡ εὐ­αγ­γε­λι­κὴ πε­ρι­κο­πὴ τῆς ἡ­μέ­ρας μᾶς εἰ­σά­γει στὰ Πά­θη τῶν ἁ­γί­ων ἡ­με­ρῶν καὶ μά­λι­στα μὲ τὸν ξε­κά­θα­ρο λό­γο ποὺ κά­νει ὁ ἴ­διος ὁ Χρι­στός. Εἶ­ναι στὴν οὐ­σί­α ἕ­νας πνευ­μα­τι­κὸς ὁ­δο­δεί­κτης, τὸν ὁ­ποῖ­ο κα­λεῖ­ται νὰ ἀ­κο­λου­θή­σει ὁ ἄν­θρω­πος γιὰ νὰ ἐγ­κολ­πω­θεῖ τὰ βα­θύ­τε­ρα μη­νύ­μα­τα καὶ νο­ή­μα­τα τῶν γε­γο­νό­των τῆς Με­γά­λης Ἑ­βδο­μά­δας. Στὴ χρο­νι­κὴ αὐ­τὴ στιγ­μὴ ἀ­πο­κτᾶ τὴ δι­κή της ση­μα­σί­α ἡ προ­βο­λὴ ἀ­πὸ τὴν Ἐκ­κλη­σί­α μας τῆς μνή­μης μί­ας ἁ­γί­ας γυ­ναί­κας, τῆς ὁ­σί­ας Μα­ρί­ας τῆς Αἰ­γυ­πτί­ας, ἡ ὁ­ποί­α με­τὰ τὴν κα­τα­βα­ρά­θρω­σή της στὸ βοῦρ­κο τῆς ἀ­σω­τί­ας, γνώ­ρι­σε μί­α σω­τή­ρια πο­ρεί­α τε­λεί­ω­σης στὴν ἄ­σκη­ση καὶ ἀ­φοῦ ἡ με­τά­νοι­ά της ἔ­γι­νε τρό­πος καὶ ὑ­πό­δειγ­μα ζω­ῆς.
Ὁ Κύ­ριος ὅ­ταν προ­έ­λε­γε τὸ Πά­θος Του ἤ­θε­λε ἀ­κρι­βῶς νὰ προ­ε­τοι­μά­σει τοὺς μα­θη­τές Του γιὰ νὰ κα­τα­νο­ή­σουν τὰ γε­γο­νό­τα ποὺ θὰ ἐ­πα­κο­λου­θοῦ­σαν. Ἤ­θε­λε ἀ­κρι­βῶς νὰ συ­νο­δοι­πο­ρή­σουν μα­ζί Του στὸ Πά­θος, μὲ τὴν καρ­διὰ καὶ τὴν ψυ­χή τους, ὅ­πως ἄλ­λω­στε ἁρ­μό­ζει στὸν κα­θέ­να ποὺ θέ­λει νὰ εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κὸς μα­θη­τής Του. Ὡ­στό­σο, οἱ μα­θη­τὲς φαί­νε­ται ὅ­τι ἐ­πέ­με­ναν νὰ ζοῦν στὸν δι­κό τους κό­σμο. Ἐ­κεῖ­νον τὸν κό­σμο, τῶν προ­σω­πι­κῶν καὶ ἐ­φή­με­ρων φι­λο­δο­ξι­ῶν. Μέ­σα ἀ­πὸ τὶς δι­κές τους στε­νὲς ἀν­τι­λή­ψεις ἤ­θε­λαν νὰ ἀν­τι­κρί­ζουν τὸν Χρι­στὸ νὰ ἀ­νε­βαί­νει στὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα ὡς ἕ­νας ἐγ­κό­σμιος βα­σι­λιάς, χω­ρὶς νὰ εἶ­ναι σὲ θέ­ση νὰ κα­τα­νο­ή­σουν τὸ βά­θος τῆς σω­τη­ρι­ο­λο­γι­κῆς Του πο­ρεί­ας. Γι’ αὐ­τὸ καὶ τοὺς βλέ­που­με νὰ δι­εκ­δι­κοῦν θέ­σεις καὶ ἀ­ξι­ώ­μα­τα. Ἀν­τὶ τῆς δι­α­κο­νί­ας στὸ πα­ρά­δειγ­μα τοῦ Δι­δα­σκά­λου τους, ἐ­κεῖ­νοι ζη­τοῦ­σαν ἐ­ξου­σί­α καὶ πρω­το­κα­θε­δρί­ες.
Τὰ πρω­τεῖ­α ἐ­ξου­σί­ας ποὺ ἐ­πι­δί­ω­καν οἱ μα­θη­τές, στὴν προ­ο­πτι­κή τῆς ἀ­γά­πης τοῦ Χρι­στοῦ, προσ­λαμ­βά­νουν ἕ­να δι­α­φο­ρε­τι­κὸ νό­η­μα καὶ πε­ρι­ε­χό­με­νο. Δὲν ἔ­χουν τὴν ἔν­νοι­α τῆς ἐ­πι­βο­λῆς καὶ τῆς προ­βο­λῆς ἀλ­λὰ τῆς προ­σφο­ρᾶς, τῆς θυ­σί­ας καὶ τῆς δι­α­κο­νί­ας. Δὲν χα­ρί­ζον­ται ἀλ­λὰ τὰ ἀ­πο­κτοῦν ὅ­σοι ἀ­πο­δέ­χον­ται καὶ ἀν­τα­πο­κρί­νον­ται στὴν προ­σφε­ρό­με­νη ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ καὶ ἀ­φή­νουν δι­ά­φα­νη τὴν ὕ­παρ­ξή τους γιὰ νὰ πλημ­μυ­ρί­ζει ἀ­πὸ τὴν χά­ρη ποὺ ὁ ἴ­διος προ­σφέ­ρει. Μά­λι­στα προ­χω­ρεῖ, γιὰ νὰ ὑ­πο­δεί­ξει στοὺς μα­θη­τὲς Του, ἀλ­λὰ καὶ στὸν κα­θέ­να μας, ὅ­τι «ὅ­ποι­ος θέ­λει νὰ γί­νει με­γά­λος, νὰ εἶ­ναι ὁ ὑ­πη­ρέ­της τῶν ἄλ­λων καὶ ὅ­ποι­ος θέ­λει νὰ εἶ­ναι πρῶ­τος, νὰ εἶ­ναι ὁ δοῦ­λος τῶν ἄλ­λων». Πραγ­μα­τι­κά, ὅ­ταν ὁ ἄν­θρω­πος στὴ ζω­ὴ του ὑ­πη­ρε­τεῖ καὶ δι­α­κο­νεῖ τοὺς ἄλ­λους, τό­τε με­τα­βάλ­λει τὴν ὕ­παρ­ξή του σὲ δο­χεῖ­ο τῆς ἀ­γά­πης τοῦ Θε­οῦ. Μὲ αὐ­τὸ τὸν τρό­πο ἀ­φή­νει τὸν ἑ­αυ­τό του νὰ ἀ­νυ­ψω­θεῖ στὰ πιὸ εὐ­γε­νῆ πρω­τεῖ­α. Τὸ ἰ­σχυ­ρὸ πα­ρά­δειγ­μα μᾶς τὸ δί­νει ὁ ἴ­διος ὁ Κύ­ριος, ὁ ὁ­ποῖ­ος «οὐκ ἦλ­θε δι­α­κο­νη­θῆ­ναι, ἀλ­λὰ δι­α­κο­νῆ­σαι, καὶ δοῦ­ναι τὴν ψυ­χὴν αὐ­τοῦ λύ­τρον ἀν­τὶ πολ­λῶν». Ἡ δι­α­κο­νί­α δὲν φαν­τά­ζει πλέ­ον ὡς κά­τι τὸ ἀ­φη­ρη­μέ­νο, ἀλ­λὰ ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται ὡς ἀ­γά­πη στὴν πιὸ αὐ­θεν­τι­κή της μορ­φή. Ἄλ­λω­στε, ἡ φα­νέ­ρω­ση τοῦ Θε­οῦ στὸν κό­σμο δο­μεῖ­ται στὴ θυ­σί­α Του «ὑ­πὲρ τῆς τοῦ κό­σμου ζω­ῆς καὶ σω­τη­ρί­ας».
Ἡ θυ­σί­α καὶ ἡ δι­α­κο­νί­α ὡς τρό­πος ζω­ῆς δι­α­κλα­δώ­νον­ται μέ­σα ἀ­πὸ τὸ βά­θος τῆς με­τά­νοι­ας. Τὰ δά­κρυ­α τῆς με­τα­νοί­ας ἀ­νύ­ψω­σαν στὶς κο­ρυ­φο­γραμ­μὲς τῆς ἁ­γι­ό­τη­τας ἀν­θρώ­πους ποὺ γιὰ χρό­νια ἦ­ταν βυ­θι­σμέ­νοι στὴν ἁ­μαρ­τί­α καὶ τὴν ἀ­σω­τί­α. Τέ­τοι­α μορ­φὴ ἦ­ταν καὶ ἡ ὁ­σί­α Μα­ρί­α ἡ Αἰ­γυ­πτί­α. Ἡ πε­ρί­πτω­σή της συ­νι­στᾶ μί­α ζων­τα­νὴ ἱ­στο­ρί­α ἀ­νά­δυ­σης στὸ ἄ­πει­ρο ὕ­ψος τῆς χά­ρι­τος τοῦ Θε­οῦ. Ἡ μνή­μη της προ­βάλ­λε­ται ἀ­πὸ τὴν Ἐκ­κλη­σί­α τὴ συγ­κε­κρι­μέ­νη αὐ­τὴ χρο­νι­κὴ στιγ­μὴ γιὰ πα­ρά­δειγ­μα πρὸς μί­μη­ση. Για­τί ἀ­κρι­βῶς ἡ Μα­ρί­α ἡ Αἰ­γυ­πτί­α ἔ­ζη­σε τὸ χά­ος τῆς ἁ­μαρ­τί­ας καὶ ἀ­πο­κά­λυ­ψε τὸ νό­η­μα τῆς ἀ­λη­θι­νῆς με­τά­νοι­ας καὶ συγ­γνώ­μης, ζών­τας 47 ὁ­λό­κλη­ρα χρό­νια στὴν ἔ­ρη­μο τοῦ Ἰ­ορ­δά­νη. Μὲ τὴν ὅ­λη ζω­ὴ της ἔ­δει­ξε πό­σο ἀ­πέ­ραν­το εἶ­ναι τὸ πέ­λα­γος τῆς ἀ­γά­πης τοῦ Θε­οῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος δὲν στα­μα­τᾶ πο­τὲ νὰ μᾶς προ­σκα­λεῖ νὰ ἐ­πα­να­παυ­θοῦ­με καὶ νὰ ἐ­να­πο­θέ­σου­με τὸν ἑ­αυ­τό μας στὶς ἀ­νοι­κτές του ἀγ­κά­λες.
Ἡ ὁ­σί­α Μα­ρί­α ἡ Αἰ­γυ­πτί­α γί­νε­ται ἕ­νας νέ­ος τύ­πος γιὰ ὅ­σους πα­γι­δεύ­ον­ται στὸν πει­ρα­σμὸ τῆς αὐ­το­δι­καί­ω­σης καὶ τῆς αὐ­τάρ­κειας. Για­τί δί­νει ὅ­λο τὸ εἶ­ναι της γυ­μνὸ, γιὰ νὰ τὸ ἐν­δύ­σει ἀρ­χον­τι­κὰ καὶ χα­ρι­τω­μέ­να ἡ ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ. Ἀ­πο­κα­λύ­πτει μὲ τὴ ζω­ὴ καὶ τὸ πα­ρά­δειγ­μά της ὅ­τι ἡ με­τά­νοι­α δὲν εἶ­ναι μί­α ἁ­πλὴ συμ­μόρ­φω­ση μὲ νό­μους καὶ κα­νό­νες ἀλ­λὰ ἡ συγ­κλο­νι­στι­κὴ συ­νάν­τη­ση τοῦ προ­σώ­που μὲ τὸν Χρι­στό.
Ἀ­γα­πη­τοὶ μου ἀ­δελ­φοί, ἡ ἀ­γά­πη τοῦ Χρι­στοῦ μᾶς δεί­χνει ἕ­να νέ­ο τρό­πο καὶ ἕ­να νέ­ο δρό­μο ζω­ῆς. Ἡ φι­λο­δο­ξί­α γιὰ ἀ­νά­δει­ξη τοῦ ἀν­θρώ­που περ­νᾶ μέ­σα ἀ­πὸ τὸ δρό­μο τῆς θυ­σί­ας καὶ τῆς δι­α­κο­νί­ας. Ἡ προ­σφο­ρὰ τῆς ἀ­γά­πης ἀ­νε­βά­ζει τὸν ἄν­θρω­πο καὶ τὸν ἀ­να­δει­κνύ­ει στὴν ἀ­πό­λυ­τη πνευ­μα­τι­κὴ ἀρ­χον­τιά του. Στὴν τρο­χιὰ αὐ­τή, ἡ ἀ­γά­πη ποὺ ἀ­πορ­ρέ­ει ἀ­πὸ τὴ σταυ­ρι­κὴ θυ­σί­α προ­σκα­λεῖ τὸν ἄν­θρω­πο νὰ βι­ώ­σει τὴ με­τά­νοι­α γιὰ ν’ ἀ­να­κα­λύ­ψει τὸν αὐ­θεν­τι­κὸ ἑ­αυ­τό του. Τὸ πα­ρά­δειγ­μα τῆς ὁ­σί­ας Μα­ρί­ας τῆς Αἰ­γυ­πτί­ας δεί­χνει ὅ­τι ὅ­σο κι ἂν ἔ­χου­με ξε­πέ­σει στὴ ζω­ή, ἡ ἀ­γά­πη τοῦ Χρι­στοῦ μᾶς κυ­νη­γᾶ καὶ μᾶς προ­σκα­λεῖ γιὰ νὰ μᾶς ἀ­νε­βά­σει ψη­λά. Σὲ πρω­το­κα­θε­δρί­ες ποὺ δὲν ἔ­χουν νὰ κά­νουν μὲ τὶς ἀρ­χὲς τοῦ κό­σμου τού­του, ἀλ­λὰ μὲ τοὺς πιὸ στα­θε­ροὺς καὶ αἰ­ώ­νιους προ­σα­να­το­λι­σμούς. Ἀ­μήν.   Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Χίου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου