Παρασκευή 27 Μαρτίου 2015

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ

Ἀ­ριθ­μὸς 13
Κυ­ρια­κὴ Ε΄ Νη­στει­ῶν
29 Μαρ­τί­ου 2015
(Ἑ­βρ. θ΄ 11 – 14)
«Τό αἷ­μα τοῦ Χρι­στοῦ… κα­θα­ρι­εῖ τὴν συ­νε­ί­δη­σιν ὑ­μῶν ἀ­πὸ νε­κρῶν ἔρ­γων εἰς τὸ λα­τρε­ύ­ειν Θε­ῷ ζῶν­τι» (Ἑ­βρ. θ΄, 11-14)
Ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φή, ἀ­δελ­φοί μου εἶ­ναι ἀ­ναγ­καί­α. Ὅ­πως ὅ­ταν κά­ποι­ος δέν κοι­νω­νεῖ, δέν μπο­ρεῖ νά εἶ­ναι Χρι­στια­νός, ἔ­τσι καί ἄν δέν δι­α­βά­ζει ἤ δέν ἀ­κού­ει τήν Ἁ­γί­α Γρα­φή. Δυ­στυ­χῶς σή­με­ρα κλεί­σα­με τό Εὐ­αγ­γέ­λιο καί ἀ­νοί­ξα­με τήν τη­λε­ό­ρα­ση, γιά τήν ὁ­ποί­α ὁ ἅ­γιος Κο­σμᾶς ὁ Αἰ­τω­λος εἶ­πε ὅ­τι εἶ­ναι τό κου­τί πού βρῆ­κε ὁ δι­ά­βο­λος γιά νά πα­ρα­σύ­ρει στήν κα­τα­στρο­φή τούς ἀν­θρώ­πους.
Ἀ­πό τά λό­για τοῦ ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου πού μᾶς δι­δά­σκει σή­με­ρα, ἄς προ­σέ­ξου­με μί­α λέ­ξη πού ἔ­χει με­γά­λη σπου­δαι­ό­τη­τα. Συ­νεί­δη­ση. Ἡ συ­νεί­δη­ση δέν εἶ­ναι κά­τι ὑ­λι­κό. Εἶ­ναι κά­τι πνευ­μα­τι­κό, ἀ­ό­ρα­το, μί­α πνευ­μα­τι­κή αἴ­σθη­ση, ἕ­να ζύ­γι­σμα τοῦ ἑ­αυ­τοῦ μας, πού ἄλ­λο­τε μᾶς ἐ­παι­νεῖ καί ἄλ­λο­τε μᾶς κα­τα­κρί­νει. Εἶ­ναι ἕ­να ψυ­χο­λο­γι­κό φαι­νό­με­νο μέ τό ὁ­ποῖ­ο ἀ­σχο­λοῦν­ται θε­ο­λό­γοι, φι­λό­σο­φοι καί ψυ­χο­λό­γοι. Ὁ κά­θε ἄν­θρω­πος ἔ­χει συ­νεί­δη­ση. Τό μι­κρό παι­δί πού σπά­ει ἕ­να πο­τή­ρι τρέ­χει νά κρυ­φτεῖ για­τί μέ­σα του ξέ­ρει ὅ­τι αὐ­τό πού ἔ­κα­νε ἦ­ταν λά­θος. Κλέ­βει κά­ποι­ος, ἀ­τι­μά­ζει, κά­νει φό­νο. Δέν τόν εἶ­δαν, οὔ­τε ἀ­στυ­νο­μί­α, οὔ­τε εἰ­σαγ­γε­λέ­ας, κα­νείς. Εἶ­ναι λοι­πόν ἥ­συ­χος; Κα­θό­λου. Νοι­ώ­θει ἀ­νη­συ­χί­α, σάν κά­ποι­ος νά τόν κυ­νη­γᾶ. Ἀ­κού­ει μί­α φω­νή ποῦ τοῦ φω­νά­ζει αὐ­στη­ρά: Για­τί τό ἔ­κα­νες; Εἶ­σαι ἔ­νο­χος, εἶ­σαι ἁ­μαρ­τω­λός.
Ὅ­ταν ὁ Κά­ϊν σκό­τω­σε τόν ἀ­δελ­φό του τόν Ἄ­βελ νό­μι­σε πώς δέν τόν εἶ­δε κα­νείς. Ἄ­κου­σε ὅ­μως τή φω­νή τοῦ Θε­οῦ: «ποῦ εἶ­ναι ὁ Ἄ­βελ ὁ ἀ­δελ­φός σου»; Αὐ­τή ἡ φω­νή δέν τόν ἄ­φη­νε νά ἡ­συ­χά­σει. Ἔ­τρε­με σάν τά φύλ­λα τῶν δέν­τρων. Προ­τι­μοῦ­σε νά πε­θά­νει πα­ρά νά τήν ἀ­κού­ει.
Ὁ Ἠ­λί­ας Μη­νιά­της ἀ­να­φέ­ρει ὅ­τι ὁ αὐ­το­κρά­το­ρας τοῦ Βυ­ζαν­τί­ου Κών­στας Β΄ σκό­τω­σε τόν ἀ­δελ­φό του Θε­ο­δό­σιο κι ἔ­τσι ἀ­νέ­βη­κε στό θρό­νο. Τι­μές, δό­ξες, τά πάν­τα εἶ­χε. Ἦ­ταν εὐ­τυ­χι­σμέ­νος; Κα­θό­λου. Τίς νύ­χτες ἔ­βλε­πε τόν ἀ­δελ­φό του νά κρα­τά­ει ἕ­να πο­τή­ρι γε­μᾶ­το μέ τό αἷ­μά του πού ἄ­χνι­ζε καί νά τοῦ ἔ­λε­γε: «Ἀ­δελ­φέ, πι­ές».
Ἄλ­λο φο­βε­ρό πα­ρά­δειγ­μα, ὁ Ἰ­ού­δας. Πού­λη­σε τό Δά­σκα­λό του ἀν­τί τρι­ά­κον­τα ἀρ­γυ­ρί­ων. Ἡ συ­νεί­δη­σή του τόν ἐ­νο­χλοῦ­σε τό­σο, ὥ­στε πῆ­ρε σκοι­νί καί κρε­μά­στη­κε, αὐ­το­κτό­νη­σε, ἔ­χα­σε γιά πάν­τα τόν Πα­ρά­δει­σο.
Βλέ­που­με ἀν­θρώ­πους μέ χρή­μα­τα, μέ ἀ­ξι­ώ­μα­τα, νά ἔ­χουν τά πάν­τα καί νά εἶ­ναι λυ­πη­μέ­νοι, ἀ­πο­μο­νω­μέ­νοι. Για­τί; Ἐ­νῶ ἔ­χουν λύ­σει τά ἐ­ξω­τε­ρι­κά προ­βλή­μα­τα, μέ­νουν ἄ­λυ­τα τά ἐ­σω­τε­ρι­κά, πού δη­μι­ουρ­γοῦν δι­ά­φο­ρες ψυ­χο­λο­γι­κές καί νευ­ρο­λο­γι­κές δι­α­τα­ρα­χές. Οἱ ψυ­χο­λό­γοι τό λέ­νε ἄγ­χος. Πο­τέ ἄλ­λο­τε ὁ κό­σμος δέν εἶ­χε τό­σο ἄγ­χος. Τα­ραγ­μέ­νοι οἱ ἄν­θρω­ποι τρέ­χουν στούς για­τρούς. Γέ­μι­σε ὁ κό­σμος ψυ­χιά­τρους καί νευ­ρο­λο­γι­κές κλι­νι­κές. Μέ τή χού­φτα τά φάρ­μα­κα, τό ἄγ­χος ὅ­μως ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νά βα­σα­νί­ζει τούς ἀν­θρώ­πους.
Δέν ὑ­πάρ­χει λοι­πόν για­τρός, φάρ­μα­κο, θε­ρα­πεί­α τοῦ ἄγ­χους ποὺ προ­κα­λεῖ ἡ συ­νεί­δη­ση; Ὑ­πάρ­χει. Ποι­ός εἶ­ναι; Τό λέ­ει σή­με­ρα ὁ Ἀ­πό­στο­λος. Εἶ­ναι ὁ Κύ­ριος ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός πού σταυ­ρώ­θη­κε, ἔ­δω­σε τό τί­μιο Αἷ­μά Του. Ὁ Σταυ­ρός Του σβή­νει τίς ἁ­μαρ­τί­ες τοῦ κό­σμου, τό Αἷ­μά Του ἀ­πα­λάσ­σει ἀ­πό τίς τύ­ψεις καί ἀ­να­παύ­ει.
Ἄν ἀμ­φι­βάλ­λε­τε, ἀ­δελ­φοί μου, ὅ­τι ὁ Χρι­στός μας εἶ­ναι ὁ μέ­γας ψυ­χί­α­τρος πού λύ­νει ὅ­λα τά ἐ­σω­τε­ρι­κά προ­βλή­μα­τα, δο­κι­μά­στε. Πλη­σιά­ζουν οἱ ἅ­γι­ες ἡ­μέ­ρες. Ὡς ἄν­θρω­ποι μέ ἀ­δυ­να­μί­ες καί πά­θη, ἴ­σως ἔ­χου­με τή συ­νεί­δη­σή μας μο­λυ­σμέ­νη ἀ­πό τά νε­κρά ἔρ­γα τῆς ἁ­μαρ­τί­ας. Ἴ­σως ἡ ψυ­χή μας νά εἶ­ναι αἰχ­μα­λω­τι­σμέ­νη σέ κά­ποι­ο πά­θος, σέ κά­τι πού τό ἀ­πα­γο­ρεύ­ει ὁ νό­μος καί τό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ, καί νά νι­ώ­θου­με ἔ­νο­χοι. Πολ­λοί νο­μί­ζουν ὅ­τι οἱ δι­α­σκε­δά­σεις, τά τα­ξί­δια, ἡ ἐ­να­σχό­λη­ση μέ δι­ά­φο­ρα, μπο­ροῦν νά ἀ­παλ­λά­ξουν τόν ἄν­θρω­πο ἀ­πό τίς τύ­ψεις τῆς συ­νεί­δη­σης. Πό­σο λά­θος κά­νουν! Μό­νο Ἕ­νας μπο­ρεῖ νά μᾶς λυ­τρώ­σει πραγ­μα­τι­κά. Ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός ὁ Ἐ­σταυ­ρω­μέ­νος. «Οὐκ ἔ­στιν ἐν ἄλ­λῳ οὐ­δε­νὶ ἡ σω­τη­ρί­α· οὐ­δὲ γὰρ ὄ­νο­μά ἐ­στιν ἕ­τε­ρον ὑ­πὸ τὸν οὐ­ρα­νὸν τὸ δε­δο­μέ­νον ἐν ἀν­θρώ­ποις ἐν ᾧ δεῖ σω­θῆ­ναι ἡ­μᾶς» (Πράξ. δ΄ 12). Ἔ­χει με­γά­λο κῦ­ρος ἡ δι­α­κή­ρυ­ξη αὐ­τή τοῦ ἀ­πο­στό­λου Πέ­τρου.
Ἡ Ἁ­γί­α μας Ἐκ­κλη­σί­α μᾶς πα­ρέ­χει τά ἱ­ε­ρά καί παν­σέ­βα­στα Μυ­στή­ρια γιά τή λύ­τρω­σή μας πού ἀν­τλοῦν τή χά­ρη καί τή δύ­να­μη ἀ­πό τό Αἷ­μα τοῦ Χρι­στοῦ μας.
Τό ἅ­γιο Βά­πτι­σμα κα­θα­ρί­ζει καί ἀ­παλ­λάσ­σει τόν ἄν­θρω­πο ἀ­πό κά­θε ἐ­νο­χή καί τόν ἀ­να­γεν­νᾶ πνευ­μα­τι­κά. Τό μυ­στή­ριο τῆς με­τα­νοί­ας καί ἐ­ξο­μο­λό­γη­σης μᾶς κα­θα­ρί­ζει ἀ­πό τίς ἁ­μαρ­τί­ες πού κά­νου­με με­τά τό Βά­πτι­σμα. Καί τό μυ­στή­ριο τῶν μυ­στη­ρί­ων, τό κέν­τρο τῆς λα­τρεί­ας μας, ἡ Θεί­α Εὐ­χα­ρι­στί­α μᾶς ἑ­νώ­νει μέ τόν ἴ­διο τό Θε­άν­θρω­πο λυ­τρω­τή μας, ὅ­ταν «με­τά φό­βου Θε­οῦ, πί­στε­ως καί ἀ­γά­πης» προ­σερ­χό­μα­στε καί κοι­νω­νοῦ­με τό Σῶ­μα καί τό Αἷ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου μας «εἰς ἄ­φε­σιν ἁ­μαρ­τι­ῶν καί ζω­ήν αἰ­ώ­νιον».
Ἀ­δελ­φοί μου, ὅ­ταν εἴ­μα­στε λε­ρω­μέ­νοι, δέν σκε­φτό­μα­στε ἄν πρέ­πει νά πλυ­θοῦ­με ἤ ὄ­χι. Τρέ­χου­με ἀ­μέ­σως νά κα­θα­ρι­στοῦ­με. Ἔ­τσι καί στήν Ἐκ­κλη­σί­α μας. Ἡ ἀ­νάγ­κη τοῦ κα­θα­ρι­σμοῦ τῆς συ­νεί­δη­σής μας πρέ­πει νά μᾶς ὁ­δη­γεῖ χω­ρίς ἀ­να­βο­λή καί κα­θυ­στέ­ρη­ση στό λου­τρό τοῦ μυ­στη­ρί­ου τῆς Με­τα­νοί­ας καί τῆς Κοι­νω­νί­ας τοῦ Σώ­μα­τος καὶ τοῦ Αἵ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ μας. Ἀ­μήν.   Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Χίου

Σάββατο 21 Μαρτίου 2015

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ

Ἀ­ριθ­μὸς 12
Κυ­ρια­κὴ Δ΄ Νη­στει­ῶν
22 Μαρ­τί­ου 2015
(Ἑ­βρ. στ΄ 13 – 20)
«Ἀ­δελ­φοί, τῷ Ἀ­βρα­ὰμ ἐ­παγ­γει­λά­με­νος ὁ Θε­ός, ἐ­πεὶ κα­τ' οὐ­δε­νὸς εἶ­χε μεί­ζο­νος ὀ­μό­σαι, ὤ­μο­σε κα­θ' ἑ­αυ­τοῦ» (Ἑ­βρ. στ΄, 13-20)
Γιά τόν ὅρ­κο πού ἔ­δω­σε ὁ Θε­ός στόν Ἀ­βρα­άμ μᾶς μι­λά­ει ὁ στί­χος 13 τοῦ 6ου κε­φα­λαί­ου τῆς πρός Ἑ­βραί­ους ἐ­πι­στο­λῆς τοῦ ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου. Στόν Ἀ­βρα­άμ, ὅ­ταν εἶ­χε δώ­σει ὁ Θε­ός τίς με­γά­λες ὑ­πο­σχέ­σεις, ἐ­πει­δή δέν εἶ­χε κα­νέ­ναν με­γα­λύ­τε­ρό Του, γιά νά ὁρ­κι­σθεῖ καί νά βε­βαί­ω­σει ἔ­τσι μέ ἀ­πό­λυ­το τρό­πο τόν Ἀ­βρα­άμ ὅ­τι ἀ­σφα­λῶς θά τίς ἐκ­πλη­ρώ­σει, ὁρ­κί­στη­κε στόν ἑ­αυ­τό Του. Με­τα­ξύ τῶν ὑ­πο­σχέ­σε­ων ἡ πιό σπου­δαί­α ἦ­ταν ὅ­τι ἀ­πό τόν Ἀ­βρα­άμ θά προ­έλ­θει ἕ­νας λα­ός πού θά αὐ­ξη­θεῖ σάν τήν ἄμ­μο τῆς θά­λασ­σας καί σάν τά ἄ­στρα τοῦ οὐ­ρα­νοῦ καί αὐ­τή ἡ ὑ­πό­σχε­ση δό­θη­κε μέ ὅρ­κο. Ὁρ­κί­στη­κε ὁ Θε­ός, ποῦ; Στόν ἑ­αυ­τό Του.
Τό στί­χο τοῦ­το ἐ­πι­κα­λοῦν­ται ἐ­κεῖ­νοι πού ἐ­πι­μέ­νουν ὅ­τι οἱ χρι­στια­νοί πρέ­πει νά ὁρ­κί­ζον­ται. Με­τά τό προ­πα­το­ρι­κό ἁ­μάρ­τη­μα, ἡ ἁ­μαρ­τί­α ἁ­πλώ­θη­κε παν­τοῦ. Ἔ­χα­σαν οἱ ἄν­θρω­ποι τήν ἐμ­πι­στο­σύ­νη καί τήν εἰ­λι­κρί­νεια με­τα­ξύ τους. Στήν ἀ­νάγ­κη λοι­πόν νά βρε­θεῖ κά­τι με­γά­λο πού νά δώ­σει κῦ­ρος στά λό­για τῶν ἀν­θρώ­πων, κα­θι­ε­ρώ­θη­κε ὁ ὅρ­κος στό ὄ­νο­μα τοῦ Θε­οῦ. Καί ὅ­πως το­νί­ζει ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος: «Οἱ ἄν­θρω­ποι ὁρ­κί­ζον­ται στό Θε­ό, πού εἶ­ναι ὁ με­γα­λύ­τε­ρος ἀ­π’ ὅ­λους καί τό­τε ὁ ὅρ­κος αὐ­τός θέ­τει τέ­λος σέ κά­θε ἀν­τι­λο­γί­α καί ἀμ­φι­σβή­τη­ση γι’ αὐ­τά πού λέ­γον­ται». Ὅ­μως οἱ ἄν­θρω­ποι πολ­λές φο­ρές, γιά νά σκε­πά­σουν τά λά­θη τους καί τά ψεύ­δη τους, ὁρ­κί­ζον­ται στό ὄ­νο­μα τοῦ Θε­οῦ καί γί­νον­ται ἔ­τσι ἐ­πί­ορ­κοι ἤ ψεύ­δορ­κοι, ὑ­βρι­στές τοῦ Ἁ­γί­ου Θε­οῦ. Τό ἐ­ρώ­τη­μα λοι­πόν ποὺ θά ἀ­παν­τή­σου­με εἶ­ναι: Ἐ­πι­τρέ­πε­ται ὁ ὅρ­κος σύμ­φω­να μέ τήν Ἁ­γί­α Γρα­φή;
Ἡ Πα­λαι­ά Δι­α­θή­κη ἐ­πέ­τρε­πε στούς Ἰ­ου­δαί­ους τόν ὅρ­κο καί ἀ­πει­λεῖ μά­λι­στα μέ θά­να­το ἐ­κεί­νους πού θά κά­νουν ψεύ­τι­κο ὅρ­κο. «Κύ­ριον τὸν Θε­όν σου φο­βη­θή­σῃ… καὶ ἐ­πὶ τῷ ὀ­νό­μα­τι αὐ­τοῦ ὀ­μῇ» (Δευτ. στ΄, 13), δη­λα­δή νά ἔ­χεις τόν ἅ­γιο φό­βο καί τό με­γά­λο σε­βα­σμό πρός τόν Κύ­ριο τόν Θε­ό σου καὶ στό ὄ­νο­μα Αὐ­τοῦ νά ὁρ­κί­ζε­σαι. Ὁ Θε­ός ἐ­πέ­τρε­ψε τό­τε τόν ὅρ­κο γιά παι­δα­γω­γι­κό λό­γο. Ὅ­πως ὁ δά­σκα­λος στήν πρώ­τη τά­ξη δέν δι­δά­σκει δύ­σκο­λα μα­θή­μα­τα ἀλ­λά ἀρ­χί­ζει ἀ­πό τά εὔ­κο­λα καί προ­χω­ρεῖ κα­τά τά­ξη στά δυ­σκο­λό­τε­ρα, κα­τά πα­ρό­μοι­ο τρό­πο ἔ­πρα­ξε καί ὁ Θε­ός. Δέν πα­ρέ­δω­σε ἀ­μέ­σως τό νό­μο τῆς τε­λει­ό­τη­τας για­τί δέν θά τόν τη­ροῦ­σαν. Ὅ­ρι­σε νά ὁρ­κί­ζον­ται, ὄ­χι στά εἴ­δω­λα –ὅ­πως ἴ­σχυ­ε γιά τούς εἰ­δω­λο­λά­τρες– ἀλ­λά στό ὄ­νο­μα τοῦ ἀ­λη­θι­νοῦ Θε­οῦ.
Ὁ Νό­μος λοι­πόν τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης ἦ­ταν ἀ­τε­λής. Γι’ αὐ­τό ὅ­ταν ἦρ­θε ὁ Χρι­στός μας καί πα­ρέ­δω­σε τά ὕ­ψι­στα μα­θή­μα­τα καί συμ­πλή­ρω­σε τό Μω­σα­ϊ­κό Νό­μο, νο­μο­θέ­τη­σε δι­α­φο­ρε­τι­κά καί γιά τόν ὅρ­κο. «Πάλιν ἠ­κο­ύ­σα­τε ὅ­τι ἐρ­ρέ­θη τοῖς ἀρ­χα­ί­οις, οὐκ ἐ­πι­ορ­κή­σεις, ἀ­πο­δώ­σεις δὲ τῷ Κυ­ρί­ῳ τοὺς ὅρ­κους σου. ᾿Ε­γὼ δὲ λέ­γω ὑ­μῖν μὴ ὀ­μό­σαι ὅ­λως» (Ματθ. ε΄ 33-34). Δη­λα­δή, «πά­λι ἔ­χε­τε ἀ­κού­σει ὅ­τι στούς προ­γό­νους σας, δό­θη­κε ἡ ἐν­το­λή: Δέν θά κα­τα­πα­τή­σεις τόν ὅρ­κο σου, ἀλ­λά σάν κα­θῆ­κον ἱ­ε­ρό πρός τόν Κύ­ριο θά τη­ρή­σεις τίς ὑ­πο­σχέ­σεις του, πού μέ ὅρ­κο ἀ­νέ­λα­βες. Ἐ­γώ ὅ­μως σᾶς λέ­ω νά μήν ὁρ­κι­σθεῖ­τε κα­θό­λου». Ἑ­πο­μέ­νως ὁ λό­γος τοῦ Χρι­στοῦ μας, ἡ και­νούρ­για ἐν­το­λή, εἶ­ναι ὅ­τι ὁ ὅρ­κος ἀ­πα­γο­ρεύ­ε­ται ἀ­πο­λύ­τως.
Ἔ­τσι ὁ Κύ­ριος καί Θε­ός μας μ’ αὐ­τή τή νέ­α ἐν­το­λή ξερ­ρί­ζω­σε τή ρί­ζα τῆς ψευ­δορ­κί­ας καί ἐ­πι­ορ­κί­ας. Δι­ό­τι αὐ­τός πού δέν ὁρ­κί­ζε­ται κα­θό­λου, εἶ­ναι ἀ­παλ­λαγ­μέ­νος ἀ­πό τά φο­βε­ρά ἁ­μαρ­τή­μα­τα στά ὁ­ποῖ­α πέ­φτουν ἐ­κεῖ­νοι πού ὁρ­κί­ζον­ται. Σύμ­φω­νη φυ­σι­κά μέ τό λό­γο τοῦ Κυ­ρί­ου μας εἶ­ναι καί ἡ δι­δα­σκα­λί­α τῶν Πά­τε­ρων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας πού κη­ρύτ­τουν ὅ­τι ὅ­ποι­ος ὁρ­κί­ζε­ται ἔ­στω καί ἀ­λη­θι­νά, πα­ρα­βαί­νει νό­μο τοῦ Θε­οῦ, ἁ­μαρ­τά­νει.
Αὐ­τό ση­μαί­νει τό «μὴ ὀ­μό­σαι ὅ­λως». Καί προ­χω­ρεῖ λί­γο πα­ρα­πέ­ρα: «Ἔ­στω δέ ὁ λό­γος ὑ­μῶν ναί ναί, οὐ οὔ. Τό δέ πε­ρισ­σόν τού­των ἐκ τοῦ πο­νη­ροῦ ἐ­στιν». Ὁ λό­γος σας νά εἶ­ναι ναί, ὄ­χι, καί αὐ­τό τό ναί ἤ τό ὄ­χι νά ἀν­τα­πο­κρί­νε­ται στήν ἀ­λή­θεια. Μά ὁ ἄλ­λος ἀμ­φι­βάλ­λει. Δι­κό του τό πρό­βλη­μα. Ἐ­μεῖς δέν θά κα­τα­φύ­γου­με στόν ὅρ­κο. Αὐ­τή εἶ­ναι ἡ χρι­στι­α­νι­κή το­πο­θέ­τη­ση. Αὐ­τό γιά τίς ἰ­δι­ω­τι­κές ὑ­πο­θέ­σεις. Ἀλ­λά ὅ­ταν τό κρά­τος μέ κα­λεῖ στό δι­κα­στή­ριο ὡς μάρ­τυ­ρα καί δι­α­τά­ζει νά ὁρ­κι­στῶ;
Εἶ­ναι μί­α ἐ­ρώ­τη­ση πού κα­τά και­ρούς ἀ­πα­σχο­λεῖ πολ­λούς χρι­στια­νούς, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἄ­θε­λά τους πολ­λές φο­ρές ἐμ­πλέ­κον­ται σέ δι­κα­στι­κές ὑ­πο­θέ­σεις. Τί πρέ­πει νά κά­νω; Ἐ­άν δέν ὁρ­κι­στῶ, θά ὑ­πο­στῶ τίς συ­νέ­πει­ες τοῦ νό­μου, θά μοῦ ἀ­παγ­γελ­θεῖ κα­τη­γο­ρί­α, θά τι­μω­ρη­θῶ. Ἀ­παν­τοῦ­με. Ἄν εἶ­σαι ὀ­λι­γό­πι­στος καί χλια­ρός χρι­στια­νός, θά φο­βη­θεῖς καί θά ὁρ­κι­στεῖς. Ἡ συ­νεί­δη­σή σου θά σέ ἐ­λέγ­χει ὅ­τι πα­ρέ­βης ἐν­το­λή τοῦ Θε­οῦ. Ἄν εἶ­σαι πι­στός καί εὐ­σε­βής χρι­στια­νός καί ἀ­πο­φα­σι­σμέ­νος νά ὑ­πο­στεῖς τίς συ­νέ­πει­ες τοῦ νό­μου, τό­τε στό δι­κα­στή­ριο ὕ­ψω­σε τή φω­νή σου καί πές: «Δέν ὁρ­κί­ζο­μαι γιά λό­γους συ­νει­δή­σε­ως. Εἶ­μαι Ὀρ­θό­δο­ξος Χρι­στια­νός».
Ὅ­ταν βρε­θοῦ­με, ἀ­δελ­φοί μου, ἀν­τι­μέ­τω­ποι μέ τό νό­μο τῶν ἀν­θρώ­πων καί τό νό­μο τοῦ Θε­οῦ ἄς ποῦ­με κι ἐ­μεῖς ἐ­κεῖ­νο πού εἶ­παν οἱ ἀ­πό­στο­λοι στό συ­νέ­δριο τῶν Ἰ­ου­δαί­ων: «πει­θαρ­χεῖν δεῖ Θε­ῷ μᾶλ­λον ἤ ἀν­θρώ­ποις», γιά νά ἔ­χου­με τήν εὐ­λο­γί­α τοῦ Τρι­α­δι­κοῦ Θε­οῦ.  Ἀ­μήν.      Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Χίου

Κυριακή 15 Μαρτίου 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ 15 ΜΑΡΤΙΟΥ 2015




ΕΝΑΣ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ
 ΣΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ
Η ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΤΑΥΡΟΠΡΟΣΚΥΝΗΣΕΩΣ



















      Η τρίτη Κυριακή των Νηστειών ονομάζεται «Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως».
     Με  λαμπρότητα και  συγκίνηση εορτάσαμε και φέτος με την δύναμη του Θεού, στην Παναγία τη Λατομίτισσα, την μεγάλη εορτή της Χριστιανοσύνης.  Οι πιστοί με κατάνυξη  προσκύνησαν τον Τίμιον και Ζωηφόρον Σταυρόν  του Κυρίου μας.
 Ο εφημέριος  του Ιερού μας Ναού π. Βασίλειος Ν. Φιλιππάκης, με ευλάβεια και συγκίνηση    περιέφερε τον Τίμιο Σταυρό  με μια σεμνή πομπή  στο κέντρο του ναού   καθώς και μέρος του Τιμίου Ξύλου,  ψέλνοντας με συγκίνηση  το Απολυτίκιο « Σώσον Κύριε τον λαό σου και ευλόγησον την κληρονομίαν σου…..»   θυμιάζοντας    πέριξ του τετραποδίου  σταυροειδώς τον ευπρεπισμένο με ωραιότατα  λουλούδια και δεντρολίβανα  Τίμιον Σταυρό και το Τίμιο Ξύλο και  τέλος   αφού προσκύνησε  έψαλλε  με κατάνυξη «Τον  Σταυρόν  σου  προσκυνούμεν  Δέσποτα και την Αγίαν σου Ανάστασιν δοξάζομεν». 
Η σημερινή ημέρα, μας υπενθυμίζει  το σκοπό της βαθύτερης και εντατικότερης εκκλησιαστικής ζωής κατά τη διάρκεια της Σαρακοστής. Η Μεγάλη Τεσσαρακοστή αποτελεί μία προετοιμασία για τη Μεγάλη Εβδομάδα, τότε που η Εκκλησία θα ανακαλέσει στη μνήμη της τον πόνο, τη σταύρωση και το θάνατο του Ιησού Χριστού πάνω στο σταυρό.
Πλήθος ενοριτών και όχι μόνο εκκλησιάσθηκε  και προσκύνησε  τον Σταυρό, όπου θα παραμείνει  καθ΄όλη την  εβδομάδα  και  στο τέλος  κάθε ακολουθίας  γίνεται η προσκύνηση.
Η χορωδία των Ιεροψαλτών  έψαλλε  με βυζαντινούς ύμνους   τα ιδιόμελα τροπάρια «Δεύτε πιστοί το ζωοποιόν Ξύλο προσκυνήσωμεν…»,  «Σήμερον ο Δεσπότης της Κτίσεως….»,  «Σήμερον ο απρόσιτος τη ουσία….», και το «Σήμερον το προφητικόν πεπλήρωται λόγιον…..», ενώ ο ιερέας  διένειμε στο εκκλησίασμα το δεντρολίβανο διακοσμημένο με μώβ βιόλα.
Με γαληνεμένη ψυχή και με νέες δυνάμεις όλοι μας προσευχηθήκαμε να αξιωθούμε να σηκώσουμε το σταυρό μας και να ακολουθήσουμε το Χριστό που κι Εκείνος σήκωσε να μας σώσει. Ο δικός Του Σταυρός είναι εκείνος που δίνει νόημα αλλά και δύναμη στους άλλους. «Οποιος θέλει να με ακολουθεί, ας απαρνηθεί τον εαυτό του ας σηκώσει το σταυρό του και έτσι ας με ακολουθεί» (Μαρκ. 8,34).
Κλείνοντας μας υπενθύμισε ο εφημέριος ότι την Τρίτη 18 Μαρτίου 2015 στον Αγ. Φανούριο θα τελέσει το Ιερό Μυστήριο του Ιερού Ευχελαίου ώρα 5.30.

Σάββατο 14 Μαρτίου 2015

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ

Ἀ­ριθ­μὸς 11
Κυ­ρια­κὴ Γ΄ Νη­στει­ῶν
15 Μαρ­τί­ου 2015
(Ἑ­βρ. δ΄ 14 – ε΄, 6)
«Κρα­τῶ­μεν τῆς ὁ­μο­λο­γί­ας» (Ἑ­βρ. δ΄, 14)
Σή­με­ρα, ἀ­δελ­φοί μου, βρι­σκό­μα­στε στή μέ­ση τῆς Μ. Τεσ­σα­ρα­κο­στῆς καὶ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας προ­βάλ­λει ἐ­νώ­πιόν μας τόν Τί­μιο Σταυ­ρό τοῦ Κυ­ρί­ου καί μᾶς κα­λεῖ νά Τόν προ­σκυ­νή­σου­με γιά νά λά­βου­με Χά­ρη. Ὠ­κε­α­νός τά δι­δάγ­μα­τα ἀ­πό ὅ­λα αὐ­τά πού ἀ­κού­γον­ται σή­με­ρα στούς Ἱ­ε­ρούς Να­ούς. Ἀ­π’ ὅ­λα αὐ­τά ἄς ἐ­ξε­τά­σου­με μί­α λέ­ξη: «Κρα­τῶ­μεν τῆς ὁ­μο­λο­γί­ας», λέ­ει ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος. Τί ση­μαί­νει ὁ­μο­λο­γί­α;
Ὑ­πάρ­χει ὁ­μο­λο­γί­α στή γλώσ­σα τοῦ κό­σμου. Τό κρά­τος ὅ­ταν βρε­θεῖ στήν ἀ­νάγ­κη, στρέ­φε­ται στούς πο­λί­τες του καί λέ­ει: «ζη­τῶ τά χρή­μα­τά σας», καί ὑ­πό­σχε­ται τό­κους, κλη­ρώ­σεις καί ὁ λα­ός δί­νει ἐμ­πι­στο­σύ­νη, ἀ­νοί­γει τό κομ­πό­δε­μά του, ἐμ­πι­στεύ­ε­ται τίς οἰ­κο­νο­μί­ες του στό κρά­τος. Κι ἐ­κεῖ­νο δί­νει ἕ­να χαρ­τί, μί­α ὁ­μο­λο­γί­α, πά­νω στήν ὁ­ποί­α γρά­φει ἕ­να νού­με­ρο. Εἶ­ναι δύ­σκο­λο νά γρά­ψει ἕ­να νού­με­ρο; Ὅ­ταν ἔρ­χε­ται ἡ ὥ­ρα νά ἐ­ξο­φλή­σει, κλεί­νει τίς θυ­ρί­δες τῶν τρα­πε­ζῶν καί ἀ­φοῦ ἔ­χει σπα­τα­λή­σει τά χρή­μα­τα τῶν πο­λι­τῶν του, ἀρ­νεῖ­ται νά τά ἐ­πι­στρέ­ψει ἤ δί­νει ψί­χου­λα. Οἱ ὁ­μο­λο­γί­ες κα­ταν­τοῦν ἄ­χρη­στα χαρ­τιά καί οἱ ὁ­μο­λο­γι­οῦ­χοι αἰ­σθά­νον­ται τήν ἐ­πα­λή­θευ­ση τῆς Γρα­φῆς: «Μὴ πε­ποί­θα­τε ἐπ᾿ ἄρ­χον­τας, ἐ­πὶ υἱ­οὺς ἀν­θρώ­πων, οἷς οὐκ ἔ­στι σω­τη­ρί­α» (Ψαλμ. 145, 3).
Ὑ­πάρ­χει καί ἡ ὁ­μο­λο­γί­α πού δί­νει ὁ Θε­ός, μί­α ὁ­μο­λο­γί­α πού ὑ­πο­γρά­φει ὄ­χι ὁ ἄλ­φα ἤ βή­τα κυ­βερ­νή­της, ἀλ­λά «ὁ βα­σι­λεύς τῶν βα­σι­λευ­όν­των καί κύ­ριος τῶν κυ­ρι­ευ­όν­των». Εἶ­ναι ἡ ὁ­μο­λο­γί­α γιά τήν ὁ­ποί­α μι­λά­ει ὁ Ἀ­πό­στο­λος τῶν ἐ­θνῶν. Εἶ­ναι ἡ ἀ­σφα­λής βε­βαί­ω­ση πώς ὅ,τι ὑ­πό­σχε­ται θά μᾶς τό δώ­σει. Ὑ­πό­σχε­ται «οὐ μὴ σε ἀ­νῶ οὐ­δ' οὐ μὴ σε ἐγ­κα­τα­λί­πω». Παι­δί μου, δέν θά σ’ ἐγ­κα­τα­λεί­ψω πο­τέ. Ὑ­πό­σχε­ση τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι τό «πλού­σιοι ἐ­πτώ­χευ­σαν καί ἐ­πεί­να­σαν, οἱ δέ ἐκ­ζη­τοῦν­τες τόν Κύ­ριον οὐκ ἐ­λατ­τω­θή­σον­ται παν­τός ἀ­γα­θοῦ». Ὁ­μο­λο­γί­α καί ὑ­πό­σχε­ση τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι τό «ἐ­άν παι­δί μου μέ ὁ­μο­λο­γή­σεις ἐμ­πρός στούς ἀν­θρώ­πους, θά σέ ὁ­μο­λο­γή­σω καί ἐ­γώ ἐ­νώ­πιον τῶν ἁ­γί­ων ἀγ­γέ­λων» (Λουκ. 12, 8).
Ὁ­μο­λο­γί­α ἐκ μέ­ρους τοῦ ἀν­θρώ­που τί εἶ­ναι; Ὅ­πως τό παι­δά­κι ἔ­χει ἐμ­πι­στο­σύ­νη τυ­φλή στή μά­να του, για­τί ξέ­ρει ὅ­τι πο­τέ αὐ­τή δέν θά τοῦ δώ­σει κά­τι ἐ­πι­βλα­βές, ἔ­τσι ὁ χρι­στια­νός ἐμ­πι­στεύ­ε­ται τόν ἑ­αυ­τό του στά χέ­ρια τοῦ Θε­οῦ. Ὁ νοῦς νά πεῖ: «Κύ­ρι­ε, δέ­χο­μαι ὅ,τι δι­δά­σκεις», ἡ καρ­δί­α νά πεῖ: «Κύ­ρι­ε, σ’ ἀ­γα­πῶ», ἡ θέ­λη­ση νά πεῖ: «Κύ­ρι­ε, ὑ­πο­τάσ­σο­μαι στό θέ­λη­μά σου». Ὁ­μο­λο­γί­α λοι­πόν ἴ­σον πί­στις.
Δύ­ο ση­μεῖ­α το­νί­ζον­ται στό ἀ­πο­στο­λι­κό ἀ­νά­γνω­σμα: Ἡ θλι­βε­ρή ὁ­μο­λο­γί­α καί ἡ φω­τει­νή ὁ­μο­λο­γί­α. Ἡ θλι­βε­ρή ὁ­μο­λο­γί­α εἶ­ναι ὅ­τι ὅ­λοι ἀ­νε­ξαρ­τή­τως οἱ ἄν­θρω­ποι ἀ­πό τόν Ἀ­δάμ μέ­χρι καί τόν τε­λευ­ταῖ­ο πού θά γεν­νη­θεῖ πρίν τήν Δευ­τέ­ρα Πα­ρου­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ μας, ἐ­κτός ἀ­πό ἕ­ναν, τόν Θε­άν­θρω­πο Κύ­ριο, ὅ­λοι δι­α­τε­λοῦ­με ὑ­πό τό κρά­τος τῆς ἁ­μαρ­τί­ας. Με­ρι­κοί ἐ­πι­πό­λαι­οι λέ­νε: Ἐ­γώ δέν ἔ­χω ἁ­μαρ­τί­ες, δέν σκό­τω­σα, δέν ἔ­κλε­ψα, δέν ἀ­τί­μα­σα. Λοι­πόν; Εἶ­σαι ἐν­τά­ξει; Ἐ­άν τό λές αὐ­τό δέν κα­τά­λα­βες τό Εὐ­αγ­γέ­λιο. Τό κα­ρά­βι βου­λιά­ζει ὅ­ταν πέ­σει πά­νω σέ ἕ­να βρά­χο με­γά­λο καί κο­πεῖ με­γά­λο μέ­ρος τῆς λα­μα­ρί­νας του, ἀλ­λά καί ὅ­ταν χτυ­πή­σει στά ὕ­φα­λα καί ἀ­νοί­ξει μι­κρό­τε­ρη τρύ­πα. Ὁ ἄν­θρω­πος δέν πνί­γε­ται μό­νο στό με­γά­λο βά­θος τῆς θά­λασ­σας ἀλ­λά καί σέ ἕ­να γό­να­το νε­ρό. Ὁ ἄν­θρω­πος πε­θαί­νει ὄ­χι μό­νο ἀ­πό μί­α με­γά­λη ἀ­σθέ­νεια ἀλ­λά κι ἀ­πό ἕ­να μι­κρό­βιο. Τί ση­μαί­νουν αὐ­τά; Ὅ­τι φτά­νει ἕ­να μι­κρό­βιο ἁ­μαρ­τί­ας νά μᾶς κά­νει ἁ­μαρ­τω­λούς. Κλέ­φτης δέν εἶ­ναι μό­νο αὐ­τός πού κλέ­βει ἑ­κα­τομ­μύ­ρια ἀλ­λά καί αὐ­τός πού κλέ­βει ἕ­να πορ­το­κά­λι ἤ ἕ­να λου­λού­δι.
Εἴ­μα­στε λοι­πόν ὅ­λοι ἁ­μαρ­τω­λοί καί ἔ­νο­χοι στή συ­νεί­δη­σή μας, ἀ­πέ­ναν­τι στούς συ­ναν­θρώ­πους μας τούς ὁ­ποί­ους ἀ­δι­κοῦ­με, ἀ­πέ­ναν­τι στόν ἅ­γιο Θε­ό. Καί ὁ ἔ­νο­χος προ­κα­λεῖ τήν ὀρ­γή τοῦ Θε­οῦ. Δέν εἶ­ναι παι­χνί­δι, εἶ­ναι κά­τι τρο­με­ρό: «φο­βε­ρόν τό ἐμ­πε­σεῖν εἰς χεῖ­ρας Θε­οῦ ζῶν­τος». Καί ὁ Θε­ός μπο­ρεῖ νά χρη­σι­μο­ποι­ή­σει ποι­κί­λα μέ­σα γιά τήν δι­α­παι­δα­γώ­γη­σή μας.
Τό δεύ­τε­ρο ση­μεῖ­ο εἶ­ναι ἡ φω­τει­νή ὁ­μο­λο­γί­α. Ὅ­ταν ὁ­μο­λο­γή­σου­με τήν ἁ­μαρ­τω­λό­τη­τά μας, τήν ἀ­σθέ­νειά μας, τό­τε βρί­σκου­με καί τό για­τρό καί τό φάρ­μα­κο τῆς θε­ρα­πεί­ας μας. Καί τό φάρ­μα­κο εἶ­ναι τό τί­μιο Αἷ­μα τοῦ Χρι­στοῦ μας. Ὅ­σο πολ­λά καί με­γά­λα κι ἄν εἶ­ναι τά ἁ­μαρ­τή­μα­τά μας νά μή φο­βό­μα­στε. Φτά­νει μί­α στα­γό­να ἀ­πό τό Αἷ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου καί Θε­οῦ μας γιά νά σβή­σουν ὅ­λα. «Τό αἷ­μα Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ… κα­θα­ρί­ζει ἡ­μᾶς ἀ­πό πά­σης ἁ­μαρ­τί­ας». Καί ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος μᾶς συμ­βου­λεύ­ει: «προ­σερ­χώ­με­θα με­τά παρ­ρη­σί­ας τῷ θρό­νῳ τῆς χά­ρι­τος». Ὁ δέ θρό­νος τῆς χά­ρι­τος εἶ­ναι ὁ Σταυ­ρός τοῦ Χρι­στοῦ μας. Ἀ­πό κεῖ ρί­χνει τό βλέμ­μα Του πά­νω στήν ἁ­μαρ­τω­λή ἀν­θρω­πό­τη­τα καί μέ τό Αἷ­μά Του λυ­τρώ­νει καί σώ­ζει τόν κό­σμο.
Ἕ­νας δι­δά­σκα­λος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας λέ­ει ὅ­τι ἄν κά­ποι­ος γλι­στρών­τας κα­τρα­κυ­λᾶ στήν ἄ­βυσ­σο καί πιά­σει τό σκοι­νί πού τοῦ ρί­χνουν, σώ­ζε­ται. Ἀ­δελ­φοί μου, ἄ­βυσ­σος εἶ­ναι τά πά­θη μας, οἱ ἁ­μαρ­τί­ες μας. Ὁ Χρι­στός μας ὁ μό­νος Σω­τή­ρας τοῦ κό­σμου μᾶς ἔρ­ρι­ξε σκοι­νί. Ἄς τό ἁρ­πά­ξου­με γιά νά σω­θοῦ­με καί νά φτά­σου­με στόν οὐ­ρα­νό. Ἀ­μήν.    Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Χίου

Σάββατο 7 Μαρτίου 2015

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ

Ἀ­ριθ­μὸς 10
Κυ­ρια­κὴ Β΄ Νη­στει­ῶν
8 Μαρ­τί­ου 2015
(Ἑ­βρ. α΄ 10 – β΄, 3)
«…πῶς ἡ­μεῖ­ς ἐκ­φευ­ξό­με­θα τη­λι­καύ­της ἀ­με­λή­σαν­τες σω­τη­ρί­ας;»
(Ἑ­βρ. β΄, 3)
Ἀ­λή­θεια, ἀ­δελ­φοί μου, πῶς θά πλη­σι­ά­σου­με τή Με­γά­λη Ἑ­βδο­μά­δα καί τά Πά­θη τοῦ Κυ­ρί­ου μας, ἄν δέν προ­σέ­ξου­με τό ἔρ­γο τῆς σω­τη­ρί­ας μας; Θά μι­λή­σου­με γιά ἕ­να ἁ­μάρ­τη­μα, πού ἐ­νῶ εἶ­ναι ἕ­να ἀ­πό τά ἑ­φτά θα­νά­σι­μα ἁ­μαρ­τή­μα­τα, δέν δί­νου­με τήν πρέ­που­σα προ­σο­χή καί ἄλ­λος πε­ρισ­σό­τε­ρο, ἄλ­λος λι­γό­τε­ρο, εἴ­μα­στε ἔ­νο­χοι. Τό ἁ­μάρ­τη­μα αὐ­τό εἶ­ναι ἡ ἀ­μέ­λεια.
Ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος μέ ἔν­το­νο τρό­πο μᾶς θέ­τει ἕ­να ἐ­ρώ­τη­μα: «Ἐ­άν ὁ πα­λαι­ός νό­μος, πού ἐ­λέ­χθη στόν Μω­υ­σῆ ἀ­πό τούς ἀγ­γέ­λους, ἀ­πε­δεί­χθη ἔγ­κυ­ρος καί ἰ­σχυ­ρός καί κά­θε πα­ρά­βα­ση καί πα­ρα­κο­ή ἔ­λα­βε ὡς μι­σθό της τήν δί­και­η τι­μω­ρί­α, πῶς ἐ­μεῖς θά δι­α­φύ­γου­με τὴν τι­μω­ρί­α, ἐ­άν πα­ρα­με­λή­σου­με μί­α τό­σο με­γά­λη καί ἀ­νε­κτί­μη­τη σω­τη­ρί­α;» Ἄν­θρω­ποι πού ἀ­μέ­λη­σαν τό κα­θῆ­κον τους στά χρό­νια τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης τι­μω­ρή­θη­καν μέ φο­βε­ρές τι­μω­ρί­ες, ὅ­πως ὁ κα­τα­κλυ­σμός, ἡ κα­τα­στρο­φή τῶν Σο­δό­μων, οἱ ἀρ­ρώ­στι­ες καί ἄλ­λες κα­τα­στρο­φές πού ὑ­πέ­στη­σαν οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι. Ἀλ­λά πιό με­γά­λες τι­μω­ρί­ες πε­ρι­μέ­νουν ἐ­μᾶς τούς χρι­στια­νούς πού, ἐ­νῶ εἴ­δα­με καί ἀ­κού­σα­με τά πιό θαυ­μα­στά πράγ­μα­τα καί ἀ­πο­λαμ­βά­νου­με τίς πιό με­γά­λες εὐ­ερ­γε­σί­ες τοῦ Θε­οῦ, δεί­χνου­με ἀ­μέ­λεια στήν ἐ­κτέ­λε­ση τῶν ἱ­ε­ρῶν μας κα­θη­κόν­των γιά τό ζή­τη­μα τῆς σω­τη­ρί­ας τῆς ψυ­χῆς.
Ἀλ­λά τί εἶ­ναι ἀ­μέ­λεια; Ὁ Θε­ός ἔ­δω­σε στόν ἄν­θρω­πο δι­α­νο­η­τι­κά, σω­μα­τι­κά καί πνευ­μα­τι­κά χα­ρί­σμα­τα, τά τά­λαν­τα, ὅ­πως τά ὀ­νο­μά­ζει ὁ Χρι­στός μας σέ μί­α πα­ρα­βο­λή. Τά ἔ­δω­σε μέ τήν ἐν­το­λή νά μήν τά ἀ­φή­νει ἀ­νεκ­με­τάλ­λευ­τα, νά μήν τά θά­βει στό λάκ­κο τῆς τεμ­πε­λιᾶς, ἀλ­λά νά δου­λεύ­ει καί ἔ­τσι νά προ­ο­δεύ­ει συ­νε­χῶς.
Ἡ γῆ γιά νά θρέ­ψει τόν ἄν­θρω­πο πρέ­πει νά καλ­λι­ερ­γη­θεῖ. Νά ξερ­ρι­ζω­θοῦν τά ἀγ­κά­θια, νά κα­θα­ρι­στεῖ ἀ­πό τίς πέ­τρες, νά ὀρ­γω­θεῖ, νά δε­χθεῖ τό σπό­ρο, νά πο­τι­σθεῖ∙ ὅ­λα αὐ­τά ἀ­παι­τοῦν κό­πους. Ἡ ἐν­το­λή τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι πώς μέ τόν ἱ­δρώ­τα τοῦ προ­σώ­που του ὁ ἄν­θρω­πος θά τρώ­ει τό ψω­μί του. Ὁ γε­ωρ­γός λοι­πόν ἀλ­λά καί ὁ βο­σκός καί ὁ ψα­ράς κι ὁ μα­ραγ­κός, ὁ ναυ­τι­κός, ὁ δά­σκα­λος ὅ­λοι πρέ­πει νά ἀ­γα­ποῦν τήν ἐρ­γα­σί­α τους καί νά τήν ἐ­κτε­λοῦν μέ πολ­λή ἐ­πι­μέ­λεια. Εὐ­λο­γί­α Θε­οῦ ὑ­πάρ­χει στά μέ­ρη ὅ­που ὅ­λοι οἱ ἄν­θρω­ποι ἐρ­γά­ζον­ται ἀ­νά­λο­γα μέ τίς δυ­νά­μεις τους καί κα­νέ­νας δέν τεμ­πε­λιά­ζει.
Ὅ­που ὅ­μως οἱ ἄν­θρω­ποι δέν ἐρ­γά­ζον­ται μέ ζῆ­λο καί ἐ­πι­μέ­λεια, ἐ­κεῖ πα­ρα­τη­ρεῖ­ται ἀ­τα­ξί­α καί σύγ­χυ­ση. Ὅ­πως ἔ­λε­γαν οἱ ἀρ­χαῖ­οι μας πρό­γο­νοι: «ἀρ­γί­α μή­τηρ πά­σης κα­κί­ας». Ἄν γιά πα­ρά­δειγ­μα ὁ μη­χα­νι­κός αὐ­το­κι­νή­των δέν εἶ­ναι ἐ­πι­με­λής στήν ἐρ­γα­σί­α του καί ἡ ἐ­λατ­τω­μα­τι­κή μη­χα­νή θά κα­τα­στρα­φεῖ καί δυ­στύ­χη­μα θά γί­νει. Ἄν ὁ φύ­λα­κας τῆς σι­δη­ρο­δρο­μι­κῆς γραμ­μῆς ἀ­με­λή­σει τό κα­θῆ­κον του, θά γί­νει αἰ­τί­α σύγ­κρου­σης τραί­νων μέ δυ­σά­ρε­στα ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα. Πό­σα δυ­στυ­χή­μα­τα δέν ἔ­χουν συμ­βεῖ γιά ἕ­να λε­πτό ἀ­προ­σε­ξί­ας!
Ἄς προ­χω­ρή­σου­με ὅ­μως λί­γο πε­ρισ­σό­τε­ρο. Ὑ­πάρ­χει ἀ­μέ­λεια στά ἔρ­γα πού ἀ­φο­ροῦν τήν ὑ­λι­κή καί σω­μα­τι­κή ζω­ή τοῦ ἀν­θρώ­που, ἀλ­λά ὑ­πάρ­χει καί βα­ρύ­τε­ρη πού ἀ­φο­ρᾶ κά­τι ἀ­πεί­ρως ἀ­νώ­τε­ρο ἀ­πό τό σῶ­μα, τήν ψυ­χή. Ἀλ­λοί­μο­νο ἄν ὅ­λη τή δρα­στη­ρι­ό­τη­τά του ὁ ἄν­θρω­πος τήν ἐ­ξαν­τλεῖ γιά τό σῶ­μα καί ἀ­με­λεῖ τό ὕ­ψι­στο θέ­μα τῆς σω­τη­ρί­ας τῆς ψυ­χῆς του, ἡ ὁ­ποί­α ἔ­χει ἀ­νε­κτί­μη­τη ἀ­ξί­α. Καί μό­νο τό γε­γο­νός ὅ­τι ὁ Θε­ός κα­τέ­βη­κε ἀ­πό τόν οὐ­ρα­νό καί ἔ­γι­νε ἄν­θρω­πος καί ὑ­πέ­στη τήν σταύ­ρω­ση γιά νά σώ­σει τόν ἄν­θρω­πο, αὐ­τό καί μό­νο τό γε­γο­νός ἄν τό σκε­φθεῖ ὁ ἄν­θρω­πος, ἀρ­κεῖ γιά νά ἀ­πο­δεί­ξει τήν ἀ­ξί­α τῆς ψυ­χῆς.
Ὁ Χρι­στός μᾶς τό­νι­σε αὐ­τή τήν ἀ­λή­θεια κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κά: «Τί γάρ ὠ­φε­λή­σει ἄν­θρω­πον ἐ­άν κερ­δή­σῃ τόν κό­σμον ὅ­λον, καί ζη­μι­ω­θῇ τήν ψυ­χήν αὐ­τοῦ;» (Μάρκ. η, 36). Τό νά χά­σει κα­νείς τή σω­τη­ρί­α τῆς ψυ­χῆς του εἶ­ναι ἡ πιό με­γά­λη συμ­φο­ρά. Τό νά σώ­σει κα­νείς τήν ψυ­χή του εἶ­ναι τό πιό με­γά­λο ἐ­πί­τευγ­μα.
Ὁ Θε­ός θέ­λει τή σω­τη­ρί­α μας. Μέ ἕ­ναν ὅ­ρο: νά προ­σφέ­ρει καί ὁ ἄν­θρω­πος τή θέ­λη­σή του. Νά πι­στέ­ψει στό Χρι­στό καί νά ἐρ­γά­ζε­ται πνευ­μα­τι­κά. Νά προ­σεύ­χε­ται, νά νη­στεύ­ει τίς μέ­ρες πού ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας ὁ­ρί­ζει, νά συμ­με­τέ­χει στά Μυ­στή­ρια τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας καί προ­πάν­των στή Θεί­α Εὐ­χα­ρι­στί­α μέ τήν κα­τάλ­λη­λη προ­ε­τοι­μα­σί­α καί τήν ὑ­πα­κο­ή στόν Πνευ­μα­τι­κό. Μέ τήν προ­σφο­ρά ἠ­θι­κῆς καί ὑ­λι­κῆς βο­ή­θειας στό συ­νάν­θρω­πο.
 Ὁ λό­γος τοῦ Θε­οῦ, ἀ­δελ­φοί μου, δέν μᾶς ἀ­πει­λεῖ. Μᾶς προ­ει­δο­ποι­εῖ ὅ­μως ὅ­τι τά ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα τῆς ἀ­μέ­λειας γιά τή σω­τη­ρί­α μας θά εἶ­ναι κα­τα­στρε­πτι­κά γιά τό πα­ρόν καί γιά τό αἰ­ώ­νιο μέλ­λον μας. Ἄς προ­σπα­θή­σου­με νά μοι­ά­σου­με μέ τίς φρό­νι­μες παρ­θέ­νες καί μέ ἐ­κεῖ­νον πού ἐρ­γα­ζό­με­νος τά πέν­τε τά­λαν­τα τά δι­πλα­σί­α­σε, γιά νά κλη­ρο­νο­μή­σου­με τή Βα­σι­λεί­α τῶν Οὐ­ρα­νῶν. Ἀ­μήν.  Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Χίου

Τρίτη 3 Μαρτίου 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ 1 ΜΑΡΤΙΟΥ 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ 


ΤΟ ΠΑΝΕΝΟΡΙΑΚΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ 

ΣΤΟΝ ΙΕΡΟ ΝΑΟ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΛΑΤΟΜΙΤΙΣΣΗΣ

      Πανηγυρική και λαμπρή η σημερινή ημέρα Kυριακή  της Ορθοδοξίας. Λέγεται Κυριακή της Ορθοδοξίας γιατί γιορτάζομε την αναστήλωση των αγίων Εικόνων και τον θρίαμβο της Ορθοδόξου Πίστεως κατά  της φοβερής αιρέσεως των Εικονομάχων, των αιρετικών δηλαδή εκείνων που δεν εδέχοντο να τιμούν τις άγιες εικόνες.
    Στην  ενορία  μας  έχει καθιερωθεί  εδώ και πολλά χρόνια  να τελείται μνημόσυνο υπέρ αναπαύσεως των ψυχών  των διατελεσάντων Εφημερίων, Επιτρόπων, Ιεροψαλτών, Νεωκόρων, Κτητόρων, μεγάλων Ευεργετών, και Δωρητών και πάντων των διακονησάντων  του ως άνω Ιερού Ναού και των Ναϊδρίων  αυτού.
  Ο εφημέριος του Ιερού  Ναού  Παναγίας Λατομιτίσσης, πατήρ Βασίλειος  Ν. Φιλιππάκης  μερίμνησε  για τον  στολισμό και διάκοσμο  του  Ιερού προσκυνήματος. Η  μοναδική εικόνα της Παναγίας    «Ρόδον το Αμάραντον»  τοποθετημένη  εις το μέσον του Ναού  και με συγκίνηση ο κόσμος  προσκυνούσε.

 Οι χοροί των ιεροψαλτών  με την καθοδήγηση του  χοράρχη κ. Θεόδωρου Κουτσούδη  έψαλλαν  μελωδικότατα και με κατάνυξη τα εξαίρετα τροπάρια  της ημέρας της Ορθοδοξίας.
Η σημερινή λαμπρή  εορτή  έκλεισε με την  περιφορά  των εικόνων  από τα μικρά παιδιά της  εκκλησίας μας  και με τον  ιερέα  να κρατά  με ευλάβεια και  συγκίνηση  την εικόνα  της  Δεήσεως  (Τρίπτυχο), διαβάζοντας τις περικοπές  του συνοδικού της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου, ενώ  έψαλλε το Μέγα Προκείμενο   «Τις Θεός μέγας ως ο Θεός ημών; Συ ει ο Θεός υμών  ο ποιών θαυμάσια μόνος». Δεν υπήρχε  σήμερα πιστός εντός του ναού που να μην δακρύσει και να μην συγκινηθεί. Εορτάσθηκε ο θρίαμβος της Ορθοδοξίας, η νίκη  της Ορθοδόξου χριστιανικής διδασκαλίας και πίστεως.
Μετά το τέλος της  Θείας Λειτουργίας ένα ζεστό καφέ  με  νηστίσιμα εδέσματα προσέφεραν στο Κουκουνάρειο Πνευματικό Κέντρο  οι Κυρίες της Φιλοπτώχου που εδώ και αρκετά  χρόνια  προσφέρουν  αυτή την ημέρα. Πάντα με υγεία και καλή  και Μεγάλη Τεσσαρακοστή να περάσομε. 
















ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ 2015