Σάββατο 27 Ιανουαρίου 2018

Αριθμός 4


ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ
( Λουκ. ιη’ 18-24 )
28 Ἰανουαρίου 2018
«Οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων» (Λουκ. 18,11).
Ἡ σημερινὴ Κυριακὴ εἶναι ἡ πρώτη ἀπὸ τὶς τέσσερεις Κυριακὲς, ποὺ μᾶς προετοιμάζουν γιὰ τὴν Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Ἡ Κυριακὴ αὐτὴ θὰ μποροῦσε νὰ θεωρηθεῖ ὡς πύλη. Ἡ πύλη ἀπὸ τὴν ὁποία θὰ περάσουμε στὴν ἱερὴ περίοδο, ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ στὸ Πάσχα. Ἡ πύλη ποὺ διευκολύνει τὴν πρόσβασή μας στὴν ἀτμόσφαιρα τῆς μετανοίας, ὅπου θὰ πρέπει νὰ μᾶς ὁδηγήσει ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή.
Τὴν Κυριακὴ αὐτὴ, ποὺ στὴν ἐκκλησιαστικὴ γλώσσα ὀνομάζεται «Κυριακή του Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου», ἡ Ἐκκλησία, γιὰ νὰ μᾶς ὠθήσει πρὸς τὴν ἀληθινὴ μετάνοια, θέτει γιὰ ἄλλη μία φορὰ, μπροστὰ μας τὴν εἰκόνα δύο ἀνθρώπων, ποὺ ἀνεβαίνουν στὸν ναὸ γιὰ νὰ προσευχηθοῦν.
Ὁ Φαρισαῖος, εἶναι ὁ εὐσεβὴς καὶ δίκαιος στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων. Ἕνας «καλὸς χριστιανὸς» μὲ τὰ σημερινὰ δεδομένα. Ὁ τελώνης, ἀντίθετα, στὴ συνείδηση ὁλόκληρης τῆς κοινωνίας εἶναι ὁ ἔσχατος τῶν ἁμαρτωλῶν. Ὁ ἕνας ὑπερήφανος κι ὁ ἄλλος συντετριμμένος. Ἂς δοῦμε ὅμως τὴν εἰκόνα τοῦ Φαρισαίου.
Δὲν ὑπάρχει πιὸ ἀποκρουστικὸς τύπος ἀπὸ τὸν ἀλαζόνα καὶ ὑπερήφανο. Ξεχωρίζει μὲ ἀλαζονικὸ τρόπο τὸν ἑαυτό του ἀπὸ ὅλους τούς ἄλλους ἀνθρώπους. Φτιάχνει ἕνα φανταστικὸ, ἐπηρμένο θρόνο, στὸν ὁποῖο κάθεται μὲ ἀγέρωχο ὕφος καὶ βλέπει ὅλους τούς ἄλλους μὲ περιφρόνηση. Ἂν ἔχει κάτι καλὸ τὸ μεγαλοποιεῖ, τὸ ὑπερεκτιμᾶ, τὸ παριστάνει μὲ τὴν φαντασία του σὰν ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο δικό του κατόρθωμα καὶ προνόμιο. Δίπλα σ’ αὐτὸ προσθέτει καὶ ἄλλα φανταστικὰ καὶ ἀνύπαρκτα κατορθώματα, γιὰ νὰ κάνει, ὅπως νομίζει, ἀκόμη λαμπρότερο τὸ θρόνο τῆς ματαιοδοξίας του. Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ βρίσκεται σὲ μία τέτοια κατάσταση, μπορεῖ μὲ ἀσέβεια νὰ ὑπερηφανεύεται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ περιφρόνηση νὰ μιλάει γιὰ τὸν συνάνθρωπό του: «Οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων».
Ἂν παρατηρήσουμε προσεκτικὰ τὸν φαρισαῖο τῆς παραβολῆς θὰ δοῦμε, ὅτι εἶναι ἀσεβὴς καὶ ἱερόσυλος. Χρησιμοποιεῖ ὅ,τι ἱερὸ ὑπάρχει γιὰ νὰ ἐπιδείξει τὸν ἑαυτό του. Προσεύχεται στὸ ναό, ὄχι ὅμως γιὰ νὰ λατρεύσει τὸν Θεό, ἀλλὰ γιὰ νὰ τοποθετήσει καὶ νὰ προβάλει τὸν ἑαυτό του, τὸ δικό του εἴδωλο. Σταμάτησε στὸ κέντρο τοῦ ναοῦ, «καθ’ ἑαυτόν», ἀγέρωχος, δηλαδὴ, ἄκαμπτος, ὑπερήφανος καὶ μεγαλοπρεπής, μὲ τὸ κεφάλι ψηλά, χωρὶς νὰ καταδεχθεῖ νὰ σκύψει μὲ εὐλάβεια ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὴν συμπεριφορὰ του παραμερίζει τὸν Θεὸ καὶ χρησιμοποιεῖ τὸν ναὸ ὡς τόπο καὶ εὐκαιρία νὰ ἐπιδείξει στοὺς προσκυνητὲς τὸ ἑαυτό του. Ἐκείνη τὴν στιγμὴ ἦταν σὰν νὰ ἔλεγε στοὺς προσκυνητὲς τοῦ ναοῦ: «Σὲ μένα στρέψετε τὴν προσοχὴ καὶ τὰ μάτια σας· ὄχι στὸ ναὸ καὶ στὸν οὐρανό. Ἐγὼ εἶμαι ἐδῶ».
Ὡς ἱερόσυλος ὁ Φαρισαῖος, ἔτσι χρησιμοποιεῖ τὴν προσευχή. Διότι τί εἶναι ἡ προσευχή; Εἶναι ἡ ἐπικοινωνία τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεό. Ἡ προσευχὴ εἶναι τὸ προνόμιο ἐκεῖνο, ποὺ μᾶς δίνει ὁ Πανάγαθος Κύριος νὰ ἐπικοινωνοῦμε μαζί Του. Νὰ Τὸν δοξάζουμε γιὰ τὸ ἄπειρο μεγαλεῖο Του, νὰ Τοῦ ἐκφράζουμε τὴν εὐγνωμοσύνη μας γιὰ τὶς ἀνεκτίμητες δωρεές Του, νὰ Τοῦ ἐκθέτουμε μὲ σεβασμὸ τὶς ἀνάγκες μας, νὰ ζητοῦμε μὲ πίστη τὴ χάρη Του καὶ τὴ βοήθειά Του. Ὁ Φαρισαῖος, ὅμως, ἀσεβὴς πρὸς τὸν Θεό, χρησιμοποίησε τὸν ἱερὸ αὐτὸ θεσμὸ τῆς προσευχῆς ὄχι γιὰ νὰ δοξάσει τὸν Θεό, ἀλλὰ γιὰ νὰ δοξάσει τὸν ἑαυτό του. Γιὰ νὰ ἐξαπατήσει τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ὅτι, δῆθεν, προσεύχεται καὶ νὰ τοὺς παρασύρει νὰ ἀκούσουν τὸ αὐτολιβάνισμά του.
Ποιὸ ἦταν τὸ περιεχόμενο τῆς προσευχῆς του; Τί ἔλεγε πρὸς τὸν Θεό; Στὸν Θεὸ δὲν ἔλεγε τίποτε, ἔλεγε μόνο πρὸς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διαλαλοῦσε τὴν φανταστικὴ ὑπεροχὴ καὶ ἀνωτερότητά του σὲ σύγκριση μὲ ὅλους τούς ἄλλους. Ἡ προσευχὴ του εἶναι μία ἀποκρουστικὴ καὶ ἐξοργιστικὴ διαφήμιση τῆς «ἀναμαρτησίας» του, ποὺ στὴν πραγματικότητα δὲν ὑπῆρχε. Κατηγοροῦσε τοὺς πάντες. Ἔλεγε: «οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοὶ ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης».
Ποῦ γνώριζε ὅμως αὐτὸς τί ἦταν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι; Κι ἂν εἶδε μερικοὺς νὰ εἶναι ἅρπαγες, ἄδικοι καὶ μοιχοί, μὲ ποιὰ λογικὴ γενικεύει αὐτὴ τὴν διαπίστωση καὶ χαρακτηρίζει ὅλους τούς ἀνθρώπους ὡς ἁμαρτωλούς; Ποιὸς τοῦ ἔδωσε τὸ δικαίωμα νὰ κρίνει καὶ νὰ κατακρίνει τοὺς πάντες;
Καὶ σὰν νὰ μὴν ἔφθανε ἡ γενικὴ καταδίκη ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν ἀνθρώπων, στράφηκε μὲ καταφρόνηση πρὸς τὸν τελώνη. Τὸν ἔδειξε μὲ τὸ χέρι του σὲ ὅλους καὶ μὲ ἐγωισμὸ πρόσθεσε στὰ λεγόμενά του: «οὐκ εἰμί…ὥσπερ οὗτος ὁ τελώνης». Ποῦ γνώριζε ὁ φαρισαῖος τί γινόταν στὴν καρδιὰ τοῦ τελώνου καὶ τί ἔλεγε ὁ Θεὸς τὴν ὥρα ἐκείνη στὸν εἰλικρινὰ μετανοημένο τελώνη; Ὑπῆρξε πραγματικὰ μεγάλος ἁμαρτωλὸς ὁ τελώνης ἀλλὰ δὲν ἦταν πλέον. Ἕνας ἦταν ἐκεῖ ὁ μεγάλος ἁμαρτωλός, ὁ ὑπερήφανος καὶ ἀλαζονικὸς φαρισαῖος, τὸν ὁποῖο ὁ ἑωσφορικὸς ἐγωισμὸς τὸν παρέσυρε, ὅπως συμβαίνει πολὺ συχνὰ μὲ τοὺς ἐγωπαθεῖς, νὰ καταδικάζει ὅλους τούς ἄλλους καὶ νὰ παρουσιάζει τὸν ἑαυτὸ του ὁλόλευκο κρίνο, μοναδικὸ φαινόμενο ἀναμαρτησίας στὸν κόσμο.
Δὲν σταμάτησε ὅμως ἐδῶ. Συνέχισε τὸ ἐγωιστικὸ ὑβρεολόγιό του ἐναντίον τῶν ἄλλων. Συνέχισε νὰ ἐπαινεῖ τὸν ἑαυτό του. Ἄρχισε νὰ ἀπαριθμεῖ τὶς δῆθεν ἀρετές του, γιὰ τὶς ὁποῖες θεωροῦσε ὑποχρεωμένο κατὰ κάποιο τρόπο τὸν Θεὸ νὰ τὸν βραβεύσει καὶ τοὺς ἄλλους νὰ τὸν τιμήσουν καὶ νὰ τὸν δοξάσουν.
Ποιὲς ἦταν αὐτὲς οἱ δῆθεν ἀρετές του; Μήπως ἦταν ἡ ἀγάπη καὶ ἡ καλωσύνη, ἡ πραότητα καὶ ἡ μακροθυμία, ἡ αὐταπάρνηση καὶ ἡ προθυμία γιὰ τὴν ἐξυπηρέτηση ὅσων εἶχαν ἀνάγκη, ὁ σεβασμὸς καὶ ἡ τιμὴ πρὸς τοὺς ἄλλους ὡς τέκνα Θεοῦ; Ἦταν, ὅπως δίδασκε ὁ Νόμος, ἡ ἐξ ὅλης της καρδιᾶς  καὶ ψυχῆς καὶ διανοίας ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ πρὸς τὸν πλησίον καὶ τὰ καλὰ ἔργα, πού ἡ ἀγάπη ἐπιβάλει; Τίποτε ἀπὸ ὅλα αὐτά. Ἁπλῶς ὅλες οἱ ἀρετὲς του ἦταν ἡ τήρηση δύο τυπικῶν καὶ ἀνώδυνων μᾶλλον καθηκόντων. Ἡ νηστεία του δύο φορὲς τὴν ἑβδομάδα καὶ ἡ προσφορὰ στὸ ναὸ τοῦ ἑνὸς δεκάτου ἀπὸ τὰ εἰσοδήματά του.
Ἔτσι συμβαίνει πάντοτε μὲ κάθε ἐγωιστή. Ἂν τύχει καὶ κάνει κανένα καλὸ ἔργο τὸ ὑπερβάλλει καὶ τὸ διαφημίζει, γιατί τὸ κάνει ὄχι γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἐξυπηρέτηση τοῦ ἀδελφοῦ, ἀλλὰ «εἰς τὸ θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις». Ἀλλὰ κι ἀκόμη ὁ Φαρισαῖος ἐφάρμοζε πλήρως τὸ Μωσαϊκὸ νόμο κι ἂν τηροῦσε «πᾶσαν δικαιοσύνην», πάλι ἡ ἀρετή του θὰ ἦταν ἕνα τίποτε μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος ἔλεγε γιὰ τὸν ἑαυτό του ὅτι εἶναι ἕνα τίποτε. Κι ἂν εἶχε κάνει κάποιο καλὸ ἔργο, αὐτὸ εἶναι, ἔλεγε τοῦ Θεοῦ. Ποῦ νὰ φανεῖ ὅμως τέτοια εὐαισθησία στοὺς φαρισαίους. Ὁ φαρισαῖος λατρεύει τὸν ἑαυτὸ του ἐνῶ καταφρονεῖ τὸ Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους. Γι’ αὐτὸ γίνεται μισητὸς στὸν Θεό. Ἀποκρουστικὸς στοὺς ἀνθρώπους. Πολὺ σωστὰ τὸ Κοντάκιο τῆς ἑορτῆς μᾶς συμβουλεύει: «Φαρισαίου φύγομεν ὑψηγορίαν».
Ἀγαπητοί μου, Ἂς ξεκινήσουμε, λοιπὸν, τὸ ταξίδι μας πρὸς τὸ Πάσχα, συνειδητοποιώντας,  ὅτι εἴμαστε φαρισαῖοι. Εἴμαστε φαρισαῖοι ποὺ καλούμαστε νὰ γίνουμε τελῶνες. Κι ἂν, ἔστω καὶ γιά λίγο, κατορθώσουμε νὰ δοῦμε, ὅτι δὲν εἴμαστε τίποτε παραπάνω ἀπὸ «ἀχρεῖοι δοῦλοι», τότε θὰ ἔχουμε κάνει μία ἀρχή. Θὰ ἔχουμε πάρει τὸν δρόμο, ποὺ, μέσα ἀπὸ τὴν προσευχὴ τοῦ τελώνη, «ὁ Θεὸς ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ», καὶ τὴ μετάνοια, ὁδηγεῖ στὴν ἀποδοχὴ τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ καὶ στὴ χαρὰ τοῦ ἀναστάσιμου θριάμβου Του. Ἀμήν.     Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Χίου

Σάββατο 20 Ιανουαρίου 2018

Αριθμός 3




ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΕ’ ΛΟΥΚΑ
(Λουκᾶ ιθ’ 1-10)
21 Ἰανουαρίου 2018

«Ζακχαῖε, σπεύσας κατάβηθι!
σήμερον γὰρ ἐν τῷ οἴκῳ σου δεῖ με μεῖναι»(Λουκ 19,15).

Ὁ Ζακχαῖος, ἀγαπητοί μου, ἂν καὶ ἀρχιτελώνης, ἐπειδὴ ἐταπείνωσε τὸν ἑαυτό του, ἀξιώθηκε νὰ φιλοξενήσει τὸν Θεάνθρωπο Χριστό, νὰ γίνει Ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ μας καὶ νὰ πεθάνει μαρτυρικὰ γι’ Αὐτόν. Γι’ αὐτὸ, δὲν πρέπει νὰ κατακρίνουμε κανέναν, γιὰ τὶς ἁμαρτίες του, ἀλλὰ νὰ προσευχώμαστε γι’ αὐτὸν καὶ νὰ ἐνθυμούμεθα τὴν δική μας ἁμαρτωλότητα.

Ὅμως, μᾶς κάνει ἐντύπωση, πώς ὁ Χριστὸς στάθηκε, κοίταξε τὸν Ζακχαῖο καὶ τὸν ἀποκάλεσε μὲ τὸ ὄνομά του: «Ζακχαῖε». Κάθε ἄνθρωπος ἔχει ἕνα ὄνομα, τὸ ὁποῖο λαμβάνει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία στὴν βάπτισή του. Ὁ Θεός, ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, εἶναι ἀνώνυμος καὶ πολυώνυμος. Εἶναι ἁπλὰ ὁ Ὤν, ἡ Πηγὴ τῆς Ζωῆς. Μᾶς γνωρίζει μὲ τὸ ὄνομά μας, μᾶς ἀναγνωρίζει σὰν πρόσωπα, μὲ τὶς ἰδιαιτερότητές μας καὶ τὴν μοναδικότητά μας.  Μᾶς γνωρίζει ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μάνας μας καὶ ὑπήρχαμε στὸν «νοῦ» Του,  πρὶν ὑπάρξει αὐτὸς ὁ κόσμος. Αὐτό, πρέπει νὰ μᾶς παρηγορεῖ καὶ ποτὲ νὰ μὴν αἰσθανόμαστε μόνοι ἢ ἀβοήθητοι, ἀφοῦ ὁ Ἴδιος ὁ Θεὸς μᾶς περιβάλλει μὲ τὴν στοργή Του,  κάθε στιγμὴ τῆς ζωῆς μας. Σέβεται τὴν ἐλευθερία, πού μᾶς ἔδωσε, τὸ αὐτεξούσιό μας καὶ μᾶς ἀγαπᾶ ὑπερβολικά. Σὲ μᾶς ἐναπόκειται νὰ δεχθοῦμε τὴν ἀγάπη Του, νὰ βγοῦμε ἀπὸ τὸν ἐγωκεντρισμό μας καὶ νὰ Τὸν προσκαλέσουμε νὰ ἔλθει καὶ νὰ κατοικήσει μέσα μας «ἐλθὲ καὶ σκήνωσον ἐν ἡμῖν». Ὁ Θεὸς δὲν μᾶς ὑποχρώνει νὰ Τὸν ἀποδεχθοῦμε, θέλει νὰ Τὸν προσκαλέσουμε ἐλεύθερα στὴν καρδιά μας.
Ἡ συνάντηση τοῦ Ζακχαίου μὲ τὸν Θεὸ εἶναι συνάντηση προσώπων. Ἀλλὰ καὶ ἡ προσωπική μας συνάντηση καὶ σχέση μὲ τὸν Θεὸ εἶναι σχέση προσώπων. Ὁ Ζακχαῖος ἐταπείνωσε τὸν ἑαυτὸ του μέχρις ἐξευτελισμοῦ, προκειμένου νὰ ἀντικρύσει τὸν Χριστό. Αὐτή, ἡ αὐτοταπείνωση, ἔκανε τὸν Χριστὸ νὰ πεῖ: στὸ σπίτι σου πρέπει νά μείνω. Μὲ ἕνα τρόπο ὑποχρέωσε τὸν Θεάνθρωπο Χριστὸ νὰ σταθεῖ, νὰ τὸν ἀντικρύσει καὶ νὰ τὸν προσκαλέσει ὁ Ἴδιος προσωπικά. Ἡ ταπείνωση προσκαλεῖ τὸν Θεὸ στὴν ζωή μας καὶ ἀναγκάζει τὸν μὴ ὑποκείμενο σὲ ἀναγκασμοὺς Θεὸ νὰ μᾶς ἐπισκεφθεῖ. Ὁ ἄνθρωπος, προκειμένου νὰ συναντήσει τὸν Θεὸ πρέπει νὰ ἀνέλθει στὴν ἐργασία τῶν ἐντολῶν, ὅπως ὁ Μωυσῆς ἀνῆλθε στὸ Σινᾶ καὶ ὁ Θεὸς νὰ συγκατανεύσει καὶ νὰ κατέλθει, προκειμένου νὰ Τὸν συναντήσει. Ἡ ταπείνωση αὐτὸ ὑπηρετεῖ καὶ διὰ τοῦτο καλεῖται ἀπὸ τοὺς Πατέρες  τῆς Ἐκκλησίας μας «ὑψοποιός» ἀρετή.
Ἐκεῖνο, πού πρέπει νὰ τονισθεῖ, εἶναι τὸ γεγονός, ὅτι στὴν ψυχὴ ἑνὸς τέτοιου προσώπου, ὡς ὁ τελώνης, ὑπῆρχε κάποια γωνιά, τὴν ὁποία δὲν εἶχε ἁλώσει ἡ σκληρότητα καὶ ἡ ἀδηφαγία. Αὐτό, τὸν ἔκανε νὰ ἀνεβεῖ στὴν συκομωρέα, γιὰ νὰ ἀντικρύσει Αὐτόν, περὶ τοῦ Ὁποίου ἐλέγοντο τόσα πολλά. Ἕνας μικρὸς τόπος στὴν καρδιὰ του ζητοῦσε τὸν Ἰησοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ἔδειξε ἔμπρακτα τὴν μετάνοιά του, μοιράζοντας τετραπλασίως τὸν πλοῦτο του στοὺς φτωχούς. Ὁ Χριστὸς ἐνθάρρυνε αὐτὴ τὴν ψυχή. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος, πού καὶ ἐμεῖς ὀφείλουμε νὰ προσευχώμεθα γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, πού ζοῦν στὴν ἁμαρτία καὶ νὰ μὴν τοὺς κατακρίνουμε. Ὁ Χριστός καὶ γι’ αὐτοὺς πέθανε καὶ ἡ προσευχὴ μας ἐνεργοποιεῖ τὴν παρέμβαση τοῦ Θεοῦ. Ἂν ἐμεῖς δὲν προσευχηθοῦμε, ποιὸς θὰ ἐνδιαφερθεῖ γιὰ τὶς ψυχὲς αὐτές; Μὲ ἕνα τρόπο, αὐτὲς τὶς ψυχές, τὶς ἔχουμε χρεωμένες ἐπάνω μας, ἐφ' ὅσον τὰ δικά μας μάτια ἔχουν διανοιγεῖ λίγο πρὶν ἀνοιχθοῦν καὶ τὰ δικά τους. Ἄλλωστε, ἡ ἀνθρωπότητα εἶναι ἕνα σῶμα καὶ πορεία πρὸς τὸν Θεὸ καθενός, ὠφελεῖ ὅλους τους ἀνθρώπους.
Ἡ συνάντηση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεὸ γίνεται μέσα στὴν Ἐκκλησία. Στὴν Ἐκκλησία ἐξαίρεται ἡ μοναδικότητα κάθε ἀνθρώπινου προσώπου. Στὴν Ἐκκλησία ὑπάρχουμε σὰν πρόσωπα καὶ  ὄχι σὰν μάζα ἢ σὰν ὄχλος. Γι’ αὐτό, καὶ ἡ Ἐκκλησία εἶναι κοινωνία προσώπων. Σὲ μιὰ ἐποχή, ὅπου ἡ παγκοσμιοποίηση ἰσοπεδώνει τὴν πολιτιστικὴ φυσιογνωμία κάθε λαοῦ καὶ ὑποτάσσει τὶς ἰδιαιτερότητες καὶ τὴν μοναδικότητα κάθε προσώπου, σὲ ἀριθμοὺς, γιὰ τὶς στατιστικὲς ὁ Ἱερεὺς ἀναφωνεῖ: «Μεταλαμβάνει ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ τάδε», καὶ προφέρει τὸ ὄνομά μας, γιὰ καθένα ξεχωριστά. Πουθενὰ δὲν ὑψώνεται ὁ ἄνθρωπος σὰν ὀντότητα παρὰ στὴν Ἐκκλησία, τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ.
Ἀγαπητοί μου,
Ἡ πορεία πρὸς τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν εἶναι δύσκολη. Τὰ ἐμπόδια πολλά, ὁρατὰ καὶ ἀόρατα. Ὅμως, πρέπει νὰ ἔχουμε ὑπόψη μας ὅτι στὸ τέρμα αὐτῆς τῆς πορείας, μᾶς ἀναμένουν τὰ οὐράνια δῶρα τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.
Ἂς κρατήσουμε φυλαγμένη μέσα στὴν καρδιά μας τὴν ἱστορία τοῦ Ζακχαίου. Ἂς ἔχουμε στὸ μυαλό μας, πὼς ὁ Χριστὸς ζητᾶ νὰ μᾶς γνωρίσει καὶ ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἀφήνουμε τίποτα νὰ σταθεῖ ἐμπόδιο σ’ αὐτὴ τὴ συνάντηση. Ἀρκεῖ νὰ ἀναγνωρίσουμε καὶ νὰ διαπιστώσουμε τὰ λάθη καὶ τὶς παρεκτροπές μας. Νὰ ἀποτινάξουμε τὴ νάρκη, ποὺ μᾶς ἐμποδίζει στὴν προσπάθεια, γιὰ ἐνάρετη ζωή. Τὸ κλειδὶ τῆς εὐτυχίας εἶναι στὰ χέρια μας. Ἂς ἀκούσουμε τὴ φωνὴ τῆς καρδιᾶς μας. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ τὸ Εὐαγγέλιό Του εἶναι ἡ λύτρωση. Αὐτὸς ζητάει νὰ συναντήσει τὸν ἄνθρωπο, τὸν καθένα μας. Ζητάει νὰ λούσει τὴ ζωή μας, τὶς ἐπιδιώξεις μας, τὶς Οἰκογένειές μας, τήν Πατρίδα μας, μὲ τὴ χάρη Του. Ἂς ἀνταποκριθοῦμε σ’ αὐτὴ τὴν θεϊκὴ ἐκζήτηση. Ἂς μὴ διστάσουμε. Ἀξίζει νὰ χαρίσουμε στὸν ἑαυτό μας τὴν ἀπόλαυση αὐτή. Ἀμήν.  
  Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Χίου

Σάββατο 13 Ιανουαρίου 2018

ΧΙΑΚΑ ΠΕΝΘΗ



ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΗΣΑΜΕ 
ΤΟΝ ΜΕΓΑΛΟ ΕΥΕΡΓΕΤΗ   
ΓΕΩΡΓΙΟ ΔΗΜ. ΚΟΥΚΟΥΝΑΡΗ



Το απόγευμα της Πέμπτης 11 Ιανουαρίου 2018, η ενορία της Παναγίας Λατομιτίσσης με βαθύτατη  θλίψη αποχαιρέτησε  τον εξαίρετο  συμπατριώτη μας, ευλαβή χριστιανό, φιλεύσπλαχνο, φιλάνθρωπο και μεγάλο ευεργέτη αείμνηστο 


ΓΕΩΡΓΙΟ ΔΗΜ. ΚΟΥΚΟΥΝΑΡΗ


Ο εφημέριος του Ιερού Ναού π. Βασίλειος Φιλιππάκης εμφανώς συγκινημένος έψαλλε την νεκρώσιμο ακολουθία του τρισαγίου ύμνου μαζί με τους Ιεροψάλτες.

Ο πόνος, η θλίψη και η λύπη ήταν ζωγραφισμένη στα πρόσωπα όλων. Περισσότερο όμως στην αξιολάτρευτη αδελφή του κ. Κλαίρη Μισκή η οποία  παρέστη στο Τρισάγιο.

Παρέστησαν επίσης ο Αντιπεριφερειάρχης Βορείου Αιγαίου  κ. Σταμάτης Κάρμαντζης, ο πρ. Δήμαρχος Χίου κ. Πέτρος Παντελάρας, εκ μέρους των Ομογενών της Αμερικής ο κ. Μάρκος Ανδριώτης και ο κ. Παντελής Λαμπρινούδης και  όλοι  οι καθηγηταί και οι  μαθηταί του Κουκουναρείου Πνευματικού Κέντρου.

Εις μνήμη του αείμνηστου το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο της Παναγίας εξέδωσε ψήφισμα το οποίο εδιάβασε ο εφημέριος π. Βασίλειος.  

Τον αποχαιρέτησαν ο Πρωτοψάλτης του Ιερού Ναού κ. Θεόδωρος Κουτσούδης, ο κ. Νίκος Φλάμος, ο κ. Στέλιος Βερβεράκης, και πολλοί καθηγηταί αλλά και μαθηταί αφήνοντας ένα λευκό λουλούδι εμπρός στην φωτογραφία του.

Μετά το τέλος της εξοδίου ακολουθίας με πομπή ο εφημέριος πήρε την φωτογραφία του αειμνήστου μεγάλου ευεργέτη της ενορίας μας ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΟΥΚΟΥΝΑΡΗ και την μετέφερε στην αίθουσα  του Κουκουναρείου Πνευματικού Κέντρου, εκεί όπου  θα είναι η θέση του δίπλα στους αείμνηστους γονείς του.

Οι σημαίες του Ναού έως την εξόδιο ακολουθία κυμάτιζαν μεσίστιες και οι καμπάνες ηχούσαν πένθιμα.

Ας είναι αιωνία η μνήμη του και ελαφρύ το χώμα που τον σκέπασε και ο μεγαλοδύναμος Θεός να χαρίζει δύναμη στην αξιολάτρευτη σύζυγό του Καλλιόπη, καθώς και στα αγαπημένα του  παιδιά και εγγόνια.

 Εκείνος από εκεί ψηλά θα βλέπει  ήσυχος και ήρεμος, τόσο την όμορφη οικογένειά του όσο και το έργο  που με την σκέπη της Παναγίας μας θα συνεχίζεται στο Κουκουνάρειο Πνευματικό Κέντρο  της Παναγίας Λατομιτίσσης.






























Ἀριθμός 2



ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΩΤΑ
(Ματθ. δ’  12-17)
14  Ἰανουαρίου 2018

«ὁ λαός ὁ καθήμενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα» (Μάτθ. 4, 16).

Ζοῦμε, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,  στὸν ἀπόηχο τῆς μεγάλης ἑορτῆς τῆς Θείας Ἐπιφανείας τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡ Εὐαγγελικὴ περικοπὴ, πού ἀναγνώσαμε σήμερα, μᾶς μιλάει γιὰ τὴν ἀρχὴ τοῦ κηρύγματος τοῦ Χριστοῦ, λίγο μετὰ τὴν Βάπτισή Του.

Ἕνας στίχος, λοιπὸν, ἀπὸ τὴν περικοπὴ, μᾶς μεταφέρει μία προφητεία τοῦ Προφήτου Ἡσαΐα, πού λέει: «Ὁ λαὸς, ὁ καθήμενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα, καὶ τοῖς καθημένοις ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου φῶς ἀνέτειλεν αὐτοῖς». (Μάτθ. δ, 16). Ἀναφέρεται ἐδῶ ὁ Προφήτης σὲ ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπότητα, ἡ ὁποία καθόταν ὄχι σὲ κάποιο αἰσθητὸ σκοτάδι, ἀλλὰ στὸ σκοτάδι, πού προέρχεται ἀπὸ τὴν πλάνη καὶ τὴν ἀσέβεια. Γι’ αὐτὸ, καὶ τονίζει, στὴ συνέχεια, αὐτὸ τὸ νοητὸ σκοτάδι, ἀποκαλώντας το «σκιὰ θανάτου».

Πράγματι, ἀπὸ τὴ στιγμὴ, πού ὁ ἄνθρωπος ἐγκατέλειψε τὸν Θεὸ καὶ ἐκδιώχθηκε ἀπὸ τὸν Παράδεισο, σιγὰ-σιγά, σταδιακά, ἄρχισε νὰ βυθίζεται σὲ ἕνα πνευματικὸ σκότος. Θέλησε νὰ στηριχτεῖ στὶς δικές του δυνάμεις καὶ γνώσεις, ἀρνήθηκε τὸν Θεό, Τὸν λησμόνησε, καὶ ἀπώλεσε τὴν ἐσωτερικὴ πηγὴ τοῦ φωτὸς καὶ τῆς γνώσεως. Ἂν παρατηρήσουμε τὴν ἐποχὴ, κατὰ τὴν ὁποία ἔκανε τὴν ἐμφάνισή του ὁ Κύριος ἠμῶν Ἰησοῦς Χριστός, θὰ διαπιστώσουμε παντοῦ νὰ κυριαρχεῖ τὸ πνευματικὸ καὶ ἠθικὸ σκοτάδι. Ὁ Θεὸς εἶχε ἀντικατασταθεῖ ἀπὸ τὰ ποικίλα εἴδωλα, τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, τὶς ἐφάμαρτες ἡδονὲς καὶ ἀπολαύσεις. Τὸ πολιτειακὸ σύστημα, σεσαθρωμένο δημιούργημα τῆς ρωμαϊκῆς ματαιοδοξίας, προέβαλε καὶ ἐλάτρευε ὡς ὑπέρτατο ἄρχοντα καὶ θεὸ, τὸ πρόσωπο τοῦ αὐτοκράτορα. Ἡ Φιλοσοφία εἶχε ἐκπέσει καὶ μετατραπεῖ σὲ μία στεῖρα σοφιστεία, πού παραθεωροῦσε τὴν ἀλήθεια, τὴν δικαιοσύνη καί τὴν ἀληθινὴ σοφία. Ἡ κοινωνία βρισκόταν σὲ ἄθλιο ἐπίπεδο, τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο δὲν εἶχε ἀξία, ἡ γυναίκα θεωροῦνταν πράγμα, res, ἡ δουλεία ἀποτελοῦσε φυσικὸ φαινόμενο. Ἀκόμα καὶ ὁ περιούσιος λαὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ ἰσραηλιτικός, εἶχε ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸ Φῶς τῆς ἀληθείας, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ἀποδέχθηκε τὸν Χριστό.

Αὐτὸ, τὸ πνευματικὸ σκοτάδι, ἦταν τόσο πυκνό, πού ὁ εὐαγγελιστὴς, θέλοντας νὰ τὸ τονίσει, τὸ ἀποκαλεῖ «σκιὰ θανάτου». Ἦταν τόσο πυκνό, πού οἱ ἄνθρωποι δὲν μποροῦσαν πλέον νὰ βαδίσουν σ’ αὐτό. Μόνον κάθονταν μέσα σὲ αὐτὸ τὸ ἀπόλυτο σκότος, ἀπελπισμένοι ἀπὸ τὶς μάταιες προσπάθειές τους νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ αὐτό. Μέσα σ’ αὐτὴ τὴν ἔσχατη κατάπτωση «φῶς ἀνέτειλεν», ὁ νοητὸς Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης, ὁ Κύριος ἠμῶν Ἰησοῦς Χριστός, καὶ ὅλος αὐτὸς ὁ λαὸς, ὁ ἀπελπισμένος, «εἶδε φῶς μέγα», τὸ νοητὸ Φῶς, τὸ ἀληθινὸ Φῶς, τὸ Φῶς τῆς ἀληθείας καὶ τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ.  Μέσα ἀπὸ τὸ σωτήριο ἔργο τοῦ Κυρίου μας ἀρχίζει νὰ ἀνατέλλει ἡ ἐλπίδα τῆς σωτηρίας, ἡ προοπτική τοῦ ἀπεγκλωβισμοῦ ἀπὸ τὰ πάθη, ἡ ἀνάσα τῆς συγγνώμης, ἡ ἀνακούφιση τῆς ἀποκατάστασης, ἡ ἀγαλλίαση τῆς ἄπειρης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, τῆς χωρὶς ὅρια καὶ φραγμούς.

Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο καὶ ἡ προχθεσινὴ Ἑορτὴ ὀνομάζεται Θεοφάνεια καὶ Φῶτα, ἐπειδὴ,  μὲ τὴν Βάπτιση τοῦ Χριστοῦ φανερώνεται στὸν κόσμο ἡ τρισυπόστατη Θεότητα, ὁ Πατήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ  Ἅγιον Πνεῦμα, καὶ γίνεται αὐτὴ ἡ ἡμέρα, ἡ ἀπαρχὴ τοῦ σωτηρίου κηρύγματος τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο.

Ἔχουν περάσει περίπου δύο χιλιάδες χρόνια καί πλέον ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, πού ὁ Θεὸς φανερώθηκε «ἐν σαρκὶ» καὶ μᾶς προσέφερε τὸ Φῶς τῆς ἐν Χριστῷ Ζωῆς. Ἐν τούτοις, παρατηροῦμε καὶ σήμερα νὰ κυριαρχεῖ τὸ σκοτάδι τῆς ἀγνωσίας τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἁμαρτίας. Δὲν εἶναι λίγοι οἱ ἀδελφοί μας, ἀκόμα καὶ κάποιοι χριστιανοί, πού ζοῦν στὴν πλάνη καὶ τὴν ἀσέβεια. Καὶ αὐτὸ τὸ φαινόμενο οἱ ἐχθροί τῆς πίστεώς μας θέλησαν νὰ τὸ χρεώσουν στὸ Πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ στὴν ἁγία μας πίστη, καὶ νὰ δείξουν, ὅτι, τάχα, ἀπέτυχαν τοῦ σκοποῦ τους. Ἂς προσέξουμε, ὅμως, μία λεπτομέρεια: ὅπως ὁ φυσικὸς ἥλιος λάμπει, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ φωτίσει τὸ ἐσωτερικὸ τῶν οἰκημάτων ἂν δὲν ἀνοίξουμε τὶς πόρτες καὶ τὰ παντζούρια, ἔτσι καὶ ὁ νοητὸς Ἥλιος, ὁ Κύριος καὶ Θεός μας, μὲ τὸν ἐρχομό Του στὸν κόσμο ἀνέτειλε τὸ ἀνέσπερο Φῶς τῆς Βασιλείας Του, ἀφήνοντας ἐμᾶς, μέσα ἀπὸ τὴν ἐλεύθερη βούληση καὶ ἀπόφασή μας, νὰ ἀποδεχθοῦμε τὸν Θεῖο φωτισμὸ καὶ νὰ κινηθοῦμε πρὸς Αὐτόν, τὴν πηγὴ τοῦ φωτὸς καὶ τῆς δικαιοσύνης.

Ἀγαπητοί μου!

Τὸ νόημα ὅλων τῶν ἑορτῶν, πού ἑορτάσαμε κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ Ἁγίου Δωδεκαημέρου εἶναι ἡ φανέρωση τοῦ Θείου Φωτὸς στὴ ζωή μας καὶ ἡ προσωπική τοῦ καθενὸς μας προσέγγιση καὶ τελείωση ἐν Χριστῷ. Καὶ, μάλιστα, μὲ τρόπο πού σέβεται τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου καὶ προϋποθέτει τὴ δική μας συναίνεση καὶ ἀποδοχή, τὴ δική μας συμμετοχή.

Ἀρκεῖ νὰ σηκωθοῦμε ἀπὸ τὸ σκοτάδι τῆς ἀπελπισίας καὶ νὰ κινηθοῦμε πρὸς τὸ Φῶς τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἀληθείας, πού εἶναι ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός μας.

Θὰ  τὸ προσπαθήσουμε; Ὁ Θεὸς νὰ δώσει. Ἀμήν.     Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Χίου