Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2014

Η Σύναξη των μαθητών-Αναγνωστών της Ιεράς Μητροπόλεως Χίου στο "Κουκουνάρειο" Πνευματικό Κέντρο Παναγίας Λατομιτίσσης

E-mail Εκτύπωση PDF
SynaxiAnagnvstvn2014Στην φιλόξενη ενοριακή αίθουσα του «Κουκουναρείου» Πνευματικού Κέντρου του Ιερού Ναού Κοιμήσεως Θεοτόκου Λατομιτίσσης πραγματοποιήθηκε η φετινή σύναξη των μαθητών-Αναγνωστών της Ιεράς Μητροπόλεως Χίου, τη Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2014.
Η σύναξη πραγματοποιήθηκε ύστερα από πρόσκληση του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Χίου, Ψαρών και Οινουσσών κ. Μάρκου, για την οποία ενημερώθηκαν οι Αναγνὠστες από τους Εφημερίους των Ενοριών τους και από το Διαδίκτυο.
Ο Σεβαμιώτατος Ποιμενάρχης μας κ. Μάρκος ευλόγησε τη σύναξη και απευθυνόμενος στους παρευρισκόμενους τους προέτρεψε πατρικά να συμμετέχουν στη λατρευτική και μυστηριακή ζωή της Αγίας μας Εκκλησίας, να συμμετέχουν στην ενοριακή δραστηριότητα, να τιμούν τους γονείς τους με την υπακοή τους και τον οφειλόμενο σεβασμό και να είναι συνεπείς στις μαθητικές τους υποχρεώσεις, ώστε να έχουν καλές επιδόσεις.
Ο Σεβασμιώτατος μαζί με τις πατρικές του ευχές για το Ιερό Δωδεκαήμερο και το επερχόμενο νέο έτος, προσέφερε ως ευλογία από ένα βιβλίο. Κεράσματα προσφέρθηκαν από την ενορία, ενώ η σύναξη ολοκληρώθηκε με μια αναμνηστική φωτογραφία.

Σάββατο 27 Δεκεμβρίου 2014

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 26 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2014

ΙΕΡΑ ΠΑΝΗΓΥΡΙΣ  ΕΠΙ  ΤΗ  ΣΥΝΑΞΕΙ
ΤΗΣ  ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ 
 ΤΗΣ  ΟΔΗΓΗΤΡΙΑΣ



















       Με  λαμπρότητα και εκκλησιαστική μεγαλοπρέπεια τελέσθηκαν οι ιερές ακολουθίες  στην ενορία μας,   την παραμονή και την ημέρα των Χριστουγέννων,  καθώς και  ο Πανηγυρικός Όρθρος και η Θεία Λειτουργία  την Παρασκευή  26 Δεκεμβρίου 2014, εορτή επί τη συνάξει της Υπεραγίας Θεοτόκου  της Οδηγητρίας.

       Η εικόνα της Παναγίας η οποία δεσπόζει εδώ και πάρα  πολλά χρόνια εντός του Ιερού μας Ναού είναι ολοφάνερη και θαυματουργή. Κόσμος πολύς προσήλθε την Παρασκευή το πρωί να λειτουργηθεί και να προσευχηθεί στην Υπεραγία Θεοτόκο. Μεταξύ αυτών και όλοι οι ανιοδιοτελείς συνεργάτες – καθηγηταί που προσφέρουν τις γνώσεις τους εις τους μαθητάς καθημερινά στο Κουκουνάρειο  Πνευματικό Κέντρο της ενορίας μας.
      Ο εφημέριος του Ιερού μας Ναού Πρωτοπρεσβύτερος Βασίλειος Ν. Φιλιππάκης φροντίζοντας τα πάντα με κάθε λεπτομέρεια, λειτούργησε με ευλάβεια και κατάνυξη  τις  Αγιες ημέρες των εορτών.  Tην ενορία μας τίμησε με την παρουσία του την κυριώνυμον ημέραν ο Πρωτοσύγκελος της Ιεράς Μητροπόλεως Χίου Αρχιμανδρίτης π. Νεκτάριος Επιτροπάκης μαζί με τον Οικονόμο π. Αργύριο Μυλωνά.

 «Ἡ Παρθένος σήμερον, τὸν υπερούσιον τίκτει, ἐν Σπηλαίῳ ἔρχεται, ἀποτεκεῖν ἀποῤῥήτως. 
Χόρευε ἡ οἰκουμένη ἀκουτισθεῖσα, δόξασον μετὰ Ἀγγέλων καὶ ...”
   
  Εις την Πανηγυρική Θεία Λειτουργία έψαλλαν και οι μαθητές  της Βυζαντινής μουσικής του Κουκουναρείου Πνευματικού Κέντρου της ενορίας μας υπό την διεύθυνση  του Χοράρχου  τους και Πρωτοψάλτη του Ιερού Ναού κ. Θεοδώρου Κουτσούδη.

Στην ομιλία του  ο π. Βασίλειος απευθυνόμενος  στο εκκλησίασμα  τόνισε ότι θα πρέπει όλοι μας να βρισκόμαστε  κάτω από τη σκέπη της Υπεραγίας Θεοτόκου για να μας βοηθάει και να μας σκεπάζει αυτές τις δύσκολες ημέρες που διανύομε. Μας ευχήθηκε και του χρόνου να είμαστε όλοι καλά και υγιείς να ξαναεορτάσομε, προσκαλώντας όλους να παραβρεθούν  και να συμμετάσχουν εις την λατρευτικήν σύναξη  της 1ης Ιανουαρίου 2013  επί τη εορτή  της περιτομής του Ιησού Χριστού,  και του Αγίου Βασιλείου, όπου στο τέλος της Θείας Λειτουργίας θα ευλογήσει και θα κόψει την καθιερωμένη  Βασιλόπιττα.  Την Θεία Λειτουργία έκλεισαν οι ιερείς, ψέλνοντας τα Απολυτίκια, και τα ωραιότατα μεγαλυνάρια της Υπεραγίας Θεοτόκου της Οδηγητρίας προστάτιδα του Ιερού μας Ναού κάνοντας το εκκλησίασμα να συγκινηθεί και να δακρύσει.


Απολυτίκια
«Η γέννησις Σου Χριστέ ο Θεός υμών ανέτειλε τω κόσμω το φως το της γνώσεως. 
Εν αυτή γαρ οι τοις άστροις λατρεύοντες υπό αστέρος εδιδάσκοντο.
 Σε προσκυνείν τον ήλιον της δικαιοσύνης και σε γιγνώσκειν εξ ύψους ανατολήν. Κύριε δόξα Σοι».

"Ὡς βρέφος βαστάζουσα, ἐν ταὶς ἀγκάλαις Ἁγνή, τὸν πάντων δεσπόζοντα, σάρκα λαβόντα ἔκ σοῦ, χαρᾶς ὤφθης πρόξενος,
 ὅθεν πᾶσα ἡ κτίσις, ἀνυμνεῖ χαρμοσύνως, 
σήμερον Θεοτόκε, τὴν φρικτήν σου λοχείαν πηγὴν γὰρ ἀθανασίας, κόσμω ἐκύησας."
Μεγαλυνάρια
«Ηκουσας Παρθένε εν Βηθλεέμ ύμνον των Αγγέλων και ποιμένων μακαρισμόν νύν εν Λατομίω
 των Ορθοδόξων αίνον ούς άγεις προς τον πλάστην ως Οδηγήτρια.

Αλαλα τα χείλη των ασεβών την μη προσκυνούντων την εικόνα σου την σεπτήν την ιστοριθείσα
 υπό του αποστόλου Λουκά ιεροτάτου την Οδηγήτριαν».    
  
       Με την καθοδήγηση και την επίβλεψη του εφημερίου μας, όλα προετοιμάστηκαν  όσο το δυνατόν καλύτερα εντός και εκτός του Ιερού Ναού. Η καθαριότητα, ο στολισμός,  το αμέριστο ενδιαφέρον του για την εκκλησία μας, δίνει την απαιτούμενη ζωντάνια  που χρειάζεται κάθε ενορία.
      Αρκετές ημέρες πριν  γυναίκες της ενορίας με πρόγραμμα και με προθυμία βοήθησαν στον καθαρισμό, ευπρεπισμό και στολισμό του Ιερού Ναού.
     Μετά το πέρας της Πανηγυρικής Θείας Λειτουργίας ένα ζεστό ρόφημα με διάφορα γλυκίσματα περίμενε όλο το εκκλησίασμα στο Κουκουνάρειο Πνευματικό Κέντρο.
      Ευχόμαστε και του χρόνου να είμαστε όλοι καλά να ξαναεορτάσομε τις Αγιες ημέρες των Χριστουγέννων.

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ

Ἀ­ριθ­μός 52
Κυ­ρια­κὴ με­τὰ τὴν Χρι­στοῦ Γέν­νη­σιν
28 Δε­κεμ­βρί­ου 2014
Ματ­θαί­ου β΄ 13 – 23
Τὰ γε­γο­νό­τα ποὺ ση­μα­το­δο­τοῦν τὴ Γέν­νη­ση τοῦ Κυ­ρί­ου, ἀ­γα­πη­τοί μου ἀ­δελ­φοί, ὅ­πως αὐ­τὰ προ­βάλ­λουν μέ­σα ἀ­πὸ τὴ γρα­φί­δα τοῦ Εὐ­αγ­γε­λι­στῆ Ματ­θαί­ου, δί­νουν τὸ στίγ­μα τῆς πο­ρεί­ας ποὺ θὰ ἀ­κο­λου­θοῦ­σε ὁ Μεσ­σί­ας μέ­σα στὸν κό­σμο. Τὸ νε­ο­γέν­νη­το βρέ­φος τῆς Βη­θλε­ὲμ γνω­ρί­ζει ἀ­πὸ τὴν ἀρ­χὴ τὸ μέ­γε­θος τῆς κα­κί­ας τῶν ἀν­θρώ­πων καὶ γεύ­ε­ται μὲ τὸν πιὸ πι­κρὸ τρό­πο τὴν ἐ­χθρό­τη­τα ποὺ ἐκ­δη­λώ­νουν οἱ ἄρ­χον­τες ἀ­πέ­ναν­τί του.
Τὰ  γε­γο­νό­τα τὰ ὁ­ποί­α δι­α­δρα­μα­τί­στη­καν μὲ πρω­τα­γω­νι­στή τὸ βα­σι­λιὰ Ἡ­ρώ­δη, ὁ ὁ­ποῖ­ος μὲ τὸν πιὸ ἀ­δί­στα­κτο καὶ αἱ­μο­στα­γῆ τρό­πο ἐκ­δή­λω­σε τὶς θη­ρι­ω­δί­ες του, ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νουν τοῦ λό­γου τὸ ἀ­λη­θὲς ποὺ μαρ­τυ­ρεῖ­ται ἄλ­λω­στε καὶ ἀ­πὸ τοὺς ἱ­στο­ρι­κούς τῆς ἐ­πο­χῆς ἐ­κεί­νης.
Ἡ πα­ρου­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ στὸν κό­σμο δη­μι­ούρ­γη­σε νέ­ους καὶ ἀ­λη­θι­νοὺς δεῖ­κτες ζω­ῆς γιὰ τὸν ἄν­θρω­πο, οἱ ὁ­ποῖ­οι πα­ρα­πέμ­πουν σὲ μί­α πο­ρεί­α ποὺ τὸν ἀ­νε­βά­ζει ψη­λά. Ἐ­κεῖ ὅ­που συν­τε­λεῖ­ται μί­α σω­τή­ρια συ­νάν­τη­ση μὲ τὴν κα­τερ­χό­με­νη ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ. Εἶ­ναι μί­α πο­ρεί­α στὴν ἐ­ξέ­λι­ξη τῆς ὁ­ποί­ας συν­θλί­βον­ται οἱ δαι­μο­νι­κὲς δυ­νά­μεις καὶ ὁ ἄν­θρω­πος μπο­ρεῖ νὰ ἐγ­κολ­πω­θεῖ αὐ­θεν­τι­κὰ τὰ αἰ­ώ­νια μη­νύ­μα­τα ποὺ ἐκ­πέμ­πει τὸ Θεῖ­ο Βρέ­φος τῆς Βη­θλε­έμ. Βέ­βαι­α, μπο­ρεῖ νὰ φαί­νε­ται ὅ­τι ἡ δύ­να­μη τοῦ σα­τα­νᾶ κυ­ρια­ρχεῖ ἀ­κό­μα πά­νω στὴν ἀν­θρω­πό­τη­τα, μὲ ὅ­λα τὰ ὀ­δυ­νη­ρὰ συ­νε­πα­κό­λου­θα. Ὡ­στό­σο, ἡ ἐ­πι­κρά­τη­σή τους εἶ­ναι φαι­νο­με­νι­κὴ καὶ προ­σω­ρι­νή. Καὶ αὐ­τὸ για­τί μέ­σα στὴν ἱ­στο­ρί­α πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται τὸ σω­τή­ριο σχέ­διο τῆς Θεί­ας Οἰ­κο­νο­μί­ας, τὸ ὁ­ποῖ­ο κα­νέ­νας δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἀ­να­τρέ­ψει ἢ νὰ μα­ται­ώ­σει. Οὔ­τε ἡ ἀ­γρι­ό­τη­τα καὶ θη­ρι­ω­δί­α τοῦ Ἡ­ρώ­δη ποὺ ἐκ­δη­λώ­θη­καν μὲ τὸν πιὸ ἀ­πε­χθῆ τρό­πο, μὲ τὴν ἀ­πάν­θρω­πη σφα­γὴ τῶν νη­πί­ων στὴ Βη­θλε­ὲμ καὶ στὴ γύ­ρω πε­ρι­ο­χή, δὲν ἦ­ταν δυ­να­τὸ νὰ μα­ται­ώ­σουν τὸ ἔρ­γο τοῦ νε­ο­γέν­νη­του βρέ­φους τῆς Βη­θλε­ὲμ ποὺ βρι­σκό­ταν κά­τω ἀ­πὸ τὴν προ­στα­τευ­τι­κὴ πρό­νοι­α τοῦ Θε­οῦ.
Μέ­σα ἀ­πὸ τὸ σχέ­διο τῆς Θεί­ας Οἰ­κο­νο­μί­ας τί­πο­τε δὲν μπο­ρεῖ νὰ θε­ω­ρη­θεῖ τυ­χαῖ­ο. Ὅ­λα ἔ­χουν τὸ νό­η­μα καὶ τὸ σκο­πό τους. Ὅ­λα δεί­χνουν ὅ­τι ἡ Πρό­νοι­α τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι ἐ­κεί­νη ποὺ κα­θο­δη­γεῖ τὰ πάν­τα στὴ ζω­ὴ καὶ δὲν ἐ­πι­τρέ­πει στὶς δυ­νά­μεις τοῦ κα­κοῦ νὰ κυ­ρι­αρ­χή­σουν πά­νω στὸν ἄν­θρω­πο καὶ νὰ τὸν ἀ­φή­σουν ἐγ­κα­τα­λειμ­μέ­νο στὴν κα­τα­στρο­φὴ καὶ τὸ θά­να­το. Τὸ ὅ­τι ἡ πρό­νοι­α τοῦ Θε­οῦ προ­στα­τεύ­ει τὸ θεῖ­ο βρέ­φος ἀ­πὸ τὴν ἀ­πει­λη­τι­κὴ μα­νί­α ἑ­νὸς κο­σμι­κοῦ ἄρ­χον­τα, τὸ ὅ­τι τὸ κα­θο­δη­γεῖ σὲ ἀ­σφα­λὲς μέ­ρος καὶ τὸ προ­ει­δο­ποι­εῖ τε­λι­κὰ γιὰ τὴ δυ­να­τό­τη­τα ἐ­πι­στρο­φῆς στὴν πα­τρί­δα του, τί ἄλ­λο μπο­ρεῖ νὰ φα­νε­ρώ­νει πα­ρὰ τὴν ἐ­πι­βε­βαί­ω­ση τῶν πιὸ πά­νω; Εἶ­ναι τό­σο φα­νε­ρὰ τὰ ση­μεῖ­α ποὺ δί­νον­ται γύ­ρω ἀ­πὸ τὴν ἰ­σχυ­ρὴ πα­ρου­σί­α τῆς Θεί­ας Πρό­νοι­ας, ὥ­στε νὰ μὴ­ν χω­ροῦν ὁ­ποι­εσ­δή­πο­τε ἀμ­φι­βο­λί­ες, ἐ­πι­φυ­λά­ξεις ἢ ἀμ­φι­σβη­τή­σεις. Ἄλ­λω­στε, ὁ κα­θέ­νας ἀ­πὸ ἐ­μᾶς προ­σω­πι­κά, μέ­σα ἀ­πὸ βι­ώ­μα­τα καὶ ἐμ­πει­ρί­ες, θὰ πρέ­πει νὰ ἔ­χει ἀν­τι­λη­φθεῖ πολ­λὲς φο­ρὲς στὴ ζω­ὴ του τὴν πα­ρου­σί­α τῆς Θεί­ας Πρό­νοι­ας, ἡ ὁ­ποί­α ἐκ­δη­λώ­νε­ται ὁ­πο­τε­δή­πο­τε καὶ ὁ­που­δή­πο­τε. Εἶ­ναι ἐ­κεί­νη ποὺ κα­θο­δη­γεῖ κά­θε βῆ­μα στὴ ζω­ή μας καὶ μᾶς πα­ρέ­χει τὴν πιὸ ἀ­σφα­λῆ προ­στα­σί­α. Ἀ­κό­μα καὶ μέ­σα ἀ­πὸ γε­γο­νό­τα ποὺ μπο­ρεῖ νὰ σκορ­ποῦν θλί­ψη στὴ ζω­ή, ἡ εὐ­ερ­γε­τι­κὴ πα­ρου­σί­α τῆς Θεί­ας Πρό­νοι­ας ἀ­πο­τε­λεῖ ἰ­σχυ­ρὸ ἐ­χέγ­γυ­ο γιὰ τὴν πο­ρεί­α ποὺ ἀ­κο­λου­θοῦ­με. Ἀ­γα­πη­τοὶ μου ἀ­δελ­φοί, τὰ γε­γο­νό­τα ποὺ μᾶς πε­ρι­γρά­φει ἡ ση­με­ρι­νὴ εὐ­αγ­γε­λι­κὴ δι­ή­γη­ση δὲν ἀ­φή­νουν τὴν πα­ρα­μι­κρὴ ἀμ­φι­βο­λί­α ὅ­τι ὁ ἄν­θρω­πος θὰ πρέ­πει νὰ πο­ρεύ­ε­ται μὲ αἰ­σι­ο­δο­ξί­α πρὸς τὸ μέλ­λον. Πα­ρὰ τὸ φαι­νο­με­νι­κὸ θρί­αμ­βο τοῦ κα­κοῦ, τοῦ μί­σους καὶ τῆς θη­ρι­ω­δί­ας μέ­σα στὴν ἱ­στο­ρί­α, τε­λι­κὰ ἐ­κεῖ­νο ποὺ ἐ­πι­κρα­τεῖ εἶ­ναι ἡ δύ­να­μη τῆς ἀ­γά­πης. Καὶ ἡ δύ­να­μη αὐ­τὴ εἶ­ναι τε­ρά­στια, για­τί ἔ­χει ἀ­λη­θι­νὴ πη­γὴ της τὸν Κύ­ριο Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό. Τὸ ὅ­τι ὁ Θε­ὸς προσ­λαμ­βά­νει τὴν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση καὶ σαρ­κώ­νε­ται, ἀ­πο­κα­λύ­πτει τὸ μέ­γε­θος τῆς ἀ­γά­πης καὶ φι­λαν­θρω­πί­ας του ἀλ­λὰ καὶ τὴν κα­τάρ­γη­ση τῶν δυ­νά­με­ων τοῦ κα­κοῦ. Ἂς ἐγ­κολ­πω­θοῦ­με, λοι­πόν, αὐ­τὸ τὸ σω­τή­ριο μή­νυ­μα μέ­σα ἀ­πὸ τὸ νέ­ο ἦ­θος ποὺ φα­νε­ρώ­νε­ται στὴ θεί­α Φάτ­νη καὶ δι­α­πο­τί­ζει ὁ­λό­κλη­ρο τὸ εἶ­ναι μας. Μό­νον ἔ­τσι μπο­ρεῖ νὰ κα­τα­ξι­ω­θεῖ ὁ ἄν­θρω­πος ὡς χα­ρι­τω­μέ­νη καὶ χρι­στο­ει­δὴς ὕ­παρ­ξη.  Ἀ­μήν.    Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Χίου

Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2014

ΕΝ ΟΨΕΙ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

Η  ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΚΗ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ 
ΤΟΥ ΦΙΛΟΠΤΩΧΟΥ ΤΑΜΕΙΟΥ ΤΗΣ ΕΝΟΡΙΑΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΛΑΤΟΜΙΤΙΣΣΗΣ 
ΕΝ ΟΨΕΙ ΤΩΝ  ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ, 
ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΤΩΝ ΕΟΡΤΩΝ
 ΤΗΣ  ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣΥΝΗΣ




       Στα πλαίσια της ποιμαντικής   διακονίας της  ενορίας, ο Ιερός Ναός Παναγίας  Λατομιτίσσης δια του  Φιλοπτώχου Ταμείου της, καθημερινά δίνει  το  δικό  του αγώνα, τη  δική  του παρουσία,  για προσφορά αγάπης, γνήσια αγάπη, έμπρακτη αγάπη  και συμπαράσταση σε πολλούς αναξιοπαθούντες και εμπερίστατους  συνανθρώπους  της ενορίας μας και όχι μόνο (πτωχούς, αρρώστους, ανέργους, αστέγους)  αρκετές φορές το χρόνο και ειδικότερα  τα Χριστούγεννα και  το Πάσχα.
      Δύσκολο το έργο της και μεγάλες  οι ανάγκες για να επουλωθούν οι πληγές της φτώχειας, της  δυστυχίας, της αρρώστιας, της μοναξιάς.
      Η Εκκλησία μας όμως   ποτέ δεν λησμονεί  το  χρέος της αγάπης. Ένα χρέος  που μένει ανεξόφλητο όσο υπάρχει δίπλα μας η φτώχεια, η αρρώστια, ο πόνος,  τα οποία δυστυχώς  κτυπούν όλο και περισσότερο   στις σημερινές δύσκολες συνθήκες, τούς ελάχιστους  αδελφούς  του  Χριστού μας
       Οι υπεύθυνοι όμως του έργου αυτού αγωνίζονται με όσες δυνάμεις διαθέτουν. Προπάντων  όμως  στηρίζονται  στη φιλανθρωπική διάθεση των πλούσιων σε χριστιανικά συναισθήματα ενοριτών  μας. 
       Ετσι λοιπόν  και φέτος  με την ευκαιρία της γιορτής  των Χριστουγέννων, στάθηκε δίπλα  στη φτώχια, στην αγωνία και  τον πόνο των  πολλών ενοριτών   μας και μη, που αντιμετωπίζουν εφιαλτικές καταστάσεις και  τους ανακούφισε με τρόφιμα  και με  χρήματα,  που τους  επρόσφερε.
     Σε μια εποχή απομόνωσης και ατομισμού, το αγκάλιασμα  της  φτώχειας,  της αγωνίας και  του πόνου του διπλανού μας είναι  υποχρεώσή μας.
    Ευχαριστούμε όλους, επώνυμους και ανώνυμους που έστω και από το υστέρημά τους, ενισχύουν το Ενοριακό Φιλόπτωχο Ταμείο και τους ευχόμεθα ο Θεός να τους ανταμείβει δια πρεσβειών της Υπεραγίας  Δεσποίνης ημών Θεοτόκου προστάτιδος της ενορίας μας.
Ευχόμαστε σε όλους ένα ευλογημένο Δωδεκαήμερο.

ΙΕΡΑ ΠΑΝΗΓΥΡΙΣ


Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2014

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ

Ἀ­ριθ­μὸς 51
Κυ­ρια­κὴ πρὸ τῆς Χρι­στοῦ Γεν­νή­σε­ως
21 Δε­κεμ­βρί­ου 2014
Ματ­θαί­ου α΄ 1 – 25
Λί­γες μό­λις ὧ­ρες πρὶν ἀ­πὸ τὴ με­γά­λη ἑ­ορ­τὴ τῆς Χρι­στι­α­νο­σύ­νης, ἀ­γα­πη­τοί μου ἀ­δελ­φοί, καὶ ὁ κό­σμος ἀ­να­μέ­νει νὰ ἀν­τλή­σει ἀ­πὸ αὐ­τὴν μη­νύ­μα­τα ἐλ­πί­δας καὶ ζω­ῆς. Τὰ ἀ­δι­έ­ξο­δα ποὺ βι­ώ­νει τό­σο ἐ­φι­αλ­τι­κὰ στρέ­φουν τὴν προ­σο­χὴ στὴ Γέν­νη­ση τοῦ Θε­αν­θρώ­που ὡς τὸ κα­τ’ ἐ­ξο­χὴν γε­γο­νὸς ποὺ τὸν ἀ­νε­βά­ζει ἀ­πὸ τὰ ἔ­σχα­τα ση­μεῖ­α κα­τά­πτω­σης στὰ ὁ­ποῖ­α ἔ­χει βρε­θεῖ σή­με­ρα. Χρι­στού­γεν­να! Μιὰ μο­να­δι­κὴ εὐ­και­ρί­α νὰ ἀ­να­βα­πτί­σου­με τὴν ὕ­παρ­ξή μας στὸ μυ­στή­ριο τοῦ Θε­οῦ, μέ­σα ἀ­πὸ τὸ ὁ­ποῖ­ο ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται καὶ φω­τί­ζε­ται τὸ μυ­στή­ριο τοῦ ἀν­θρώ­που.
Τὸ πλη­σί­α­σμα στὴν ἑ­ορ­τὴ τῶν Χρι­στου­γέν­νων προ­ϋ­πο­θέ­τει ἀλ­λα­γὴ στά­σης, ἀλ­λα­γὴ νοῦ, ξε­ρί­ζω­μα τοῦ ἐ­γω­ι­σμοῦ καὶ κυ­ρί­ως ἄ­νοιγ­μα τῆς προ­ο­πτι­κῆς γιὰ νέ­α θέ­α­ση τῶν πραγ­μά­των στὴν ἄ­πει­ρη προ­ο­πτι­κή τοῦ Θε­οῦ.
Πρέ­πει νὰ ἀν­τι­λη­φθοῦ­με ἐ­πι­τέ­λους ὅ­τι αὐ­τὸ ποὺ συν­τε­λέ­στη­κε στὴ Βη­θλε­ὲμ δὲν εἶ­ναι μί­α ρο­μαν­τι­κὴ ἱ­στο­ρί­α συμ­βο­λι­κοῦ πε­ρι­ε­χο­μέ­νου, γιὰ νὰ τρέ­φει στὴν ἐ­πι­φά­νεια τῶν πραγ­μά­των ἁ­πλῶς τὴν φαν­τα­σί­α μας, ἀλ­λὰ ἕ­να πραγ­μα­τι­κὸ γε­γο­νός, τὸ κα­τ’ ἐ­ξο­χὴν γε­γο­νὸς μέ­σα στὴν ἱ­στο­ρί­α τοῦ ἀν­θρώ­που. Μέ­σα στὸ σπή­λαι­ο τῆς Βη­θλε­ὲμ ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται τὸ με­γά­λο μυ­στή­ριο τοῦ Σαρ­κω­μέ­νου Θε­οῦ, ὡς τὸ μυ­στή­ριο τῆς ἀ­γά­πης, τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας, τῆς ἀ­να­καί­νι­σης. Ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται ὅ­τι ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι μα­ζί μας. «Ἰ­δού, ἡ Παρ­θέ­νος θὰ γεν­νή­σει υἱ­ὸ καὶ θὰ τὸν ὀ­νο­μά­σουν Ἐμ­μα­νου­ήλ, ποὺ ση­μαί­νει, ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι μα­ζί μας».
Ἡ με­γά­λη ἑ­ορ­τὴ τῶν Χρι­στου­γέν­νων, ἡ ὁ­ποί­α, σύμ­φω­να μὲ τὸν ἅ­γιο Γρη­γό­ριο τὸν Θε­ο­λό­γο, ἀ­πο­τε­λεῖ «σει­σμὸν γῆς», βρί­σκε­ται στὸ κέν­τρο τῆς Θεί­ας Οἰ­κο­νο­μί­ας. Εἶ­ναι ὁ ἄ­ξο­νας, ἡ πε­ρι­στρο­φὴ τοῦ ὁ­ποί­ου ἐ­πα­να­συν­δέ­ει τὴν ὕ­παρ­ξη τοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τὸν Θε­ό. Γι’ αὐ­τὸ καὶ ὁ Μέ­γας Βα­σί­λει­ος, ἀ­να­φε­ρό­με­νος στὰ Χρι­στού­γεν­να, θὰ δι­α­κη­ρύ­ξει ὅ­τι πα­νη­γυ­ρί­ζον­ται σὰν «τὰ σω­τή­ρια τοῦ κό­σμου, ἡ γε­νέ­θλια ἡ­μέ­ρα τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τας, ἡ κοι­νὴ ἑ­ορ­τὴ πά­σης τῆς κτί­σε­ως». Ὁ «ἐ­πι­δη­μή­σας Λό­γος τοῦ Θε­οῦ ἐ­κέ­νω­σεν ἑ­αυ­τόν, ἵ­να τῷ κε­νώ­μα­τι αὐ­τοῦ πλη­ρω­θεῖ ὁ κό­σμος». Ὁ Θε­ὸς γί­νε­ται ἄν­θρω­πος, «ἄν­θρω­πος ἐν πλη­γῇ», «ἐν δού­λου μορ­φὴ» καὶ εἶ­ναι συ­νά­μα τέ­λει­ος καὶ ἀ­λη­θι­νὸς Θε­ός, γιὰ νὰ κα­τα­στή­σει τὸν ἄν­θρω­πο πλή­ρη καὶ τέ­λει­ο υἱ­ὸ τοῦ Θε­οῦ καὶ Θε­ὸ κα­τὰ χά­ρη.
Ἡ με­γά­λη ἑ­ορ­τὴ τῶν Χρι­στου­γέν­νων, ἡ μη­τρό­πο­λη ὅ­λων τῶν ἑ­ορ­τῶν, κα­τὰ τὸν ἱ­ε­ρὸ Χρυ­σό­στο­μο, λει­τουρ­γεῖ καὶ ὡς μί­α με­γά­λη πρό­κλη­ση γιὰ τὸν ἄν­θρω­πο. Νὰ ἐ­πα­να­συν­δέ­σει τὴν ὕ­παρ­ξή του μὲ τὸν Θε­ὸ καὶ ὅ­λη ἡ ζω­ή του νὰ δι­α­πο­τί­ζε­ται ἀ­πὸ τὴν ἀ­γά­πη Του. Αὐ­τὸ προ­ϋ­πο­θέ­τει τὸ τα­πει­νὸ φρό­νη­μα καὶ τὴν «κέ­νω­ση» τοῦ ἑ­αυ­τοῦ μας. Βλέ­που­με ὅ­μως ὅ­τι στὶς μέ­ρες μας πολ­λοὶ ἀ­γω­νί­ζον­ται γιὰ τὴν αὐ­το­νο­μί­α καὶ τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α ἔ­ξω ἀ­πὸ τὴν προ­ο­πτι­κή τῆς πα­ρου­σί­ας τοῦ Θε­αν­θρώ­που Χρι­στοῦ. Ὁ ἄν­θρω­πος ὅ­μως χω­ρὶς τὸν Χρι­στὸ ἀρ­νεῖ­ται οὐ­σι­α­στι­κὰ τὸν ἴ­διο τὸν ἑ­αυ­τό του καὶ ἐ­ρη­μώ­νει τὴν ὕ­παρ­ξή του ἀ­πὸ τὴν αὐ­θεν­τι­κὴ ἀν­θρω­πό­τη­τά του, ἀ­φή­νει με­τέ­ω­ρο τὸν ἑ­αυ­τό του καὶ ὑ­πο­δου­λώ­νε­ται στὴν ἁ­μαρ­τί­α, τὴ φθο­ρὰ καὶ τὸν θά­να­το.
Ἀ­γα­πη­τοὶ μου ἀ­δελ­φοί, σὲ λί­γες μό­νο ἡ­μέ­ρες ποὺ θὰ γι­ορ­τά­σου­με τὸ με­γά­λο γε­γο­νὸς τῆς Γέν­νη­σης τοῦ Σω­τῆ­ρα καὶ Θε­αν­θρώ­που Χρι­στοῦ ἂς ἀ­παγ­κι­στρω­θοῦ­με ἀ­πὸ τὸν κλοι­ὸ τῆς φι­λαυ­τί­ας μας, ἂς ἀ­να­κα­λύ­ψου­με μέ­σα στὸ σκο­τά­δι τοῦ ἑ­αυ­τοῦ μας τὸ πρό­σω­πο τοῦ συ­ναν­θρώ­που μας καὶ ἂς τὸ ψη­λα­φή­σου­με μὲ συμ­πά­θεια. Τό­τε μό­νο μπο­ρεῖ νὰ ἀ­νοί­ξει χῶ­ρος καὶ στὴ δι­κή μας ὕ­παρ­ξη γιὰ νὰ γεν­νη­θεῖ καὶ ἐ­κεῖ τὸ βρέ­φος τῆς θεί­ας Φάτ­νης. Γιὰ νὰ μπο­ροῦ­με κι ἐ­μεῖς νὰ ψάλ­λου­με: «Χρι­στὸς γεν­νᾶ­ται δο­ξά­σα­τε, Χρι­στὸν ἐξ οὐ­ρα­νῶν ἀ­παν­τή­σα­τε, Χρι­στὸς ἐ­πὶ γῆς ὑ­ψώ­θη­τε…». Ἀ­μήν.     Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Χίου

Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2014

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ

Ἀ­ριθ­μὸς 50
Κυ­ρια­κὴ ΙΑ΄ Λου­κᾶ
14 Δε­κεμ­βρί­ου 2014
Λου­κᾶ ιδ΄ 16 – 24, Ματ­θαί­ου κβ΄ 14
Σ’ ἕ­να δεῖ­πνο ἀλ­λι­ώ­τι­κο, ἀ­γα­πη­τοί μου ἀ­δελ­φοί, σ’ ἕ­να δεῖ­πνο τὸ ὁ­ποῖ­ο πα­ρο­μοι­ά­ζε­ται μὲ τὴ Βα­σι­λεί­α τῶν Οὐ­ρα­νῶν, προ­σκα­λεῖ τὸν ἄν­θρω­πο ἡ ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ. Στὴν τι­μη­τι­κὴ πρό­σκλη­ση ποὺ τοὺς ἀ­πευ­θύ­νει γιὰ συμ­με­το­χὴ στὸ ξε­χω­ρι­στὸ αὐ­τὸ δεῖ­πνο, οἱ προ­σκε­κλη­μέ­νοι μὲ εὔ­σχη­μο τρό­πο προ­φα­σί­ζον­ται καὶ ἐ­πι­κα­λοῦν­ται τὶς μέ­ρι­μνες τῆς κα­θη­με­ρι­νῆς ζω­ῆς γιὰ ν’ ἀρ­νη­θοῦν νὰ πα­ρα­στοῦν. Τὸ χω­ρά­φι, ἡ ἀ­γο­ρὰ βο­δι­ῶν καὶ ὁ γά­μος, ἀ­πὸ εὐ­λο­γί­α τοῦ Θε­οῦ με­τα­τρά­πη­καν σὲ προ­φά­σεις γιὰ ν’ ἀ­πορ­ρί­ψει ὁ ἄν­θρω­πος τὸ με­γα­λεῖ­ο ποὺ τοῦ πρό­σφε­ρε ἡ θε­ϊ­κὴ ἀ­γά­πη.
Δι­και­ο­λο­γη­μέ­να, λοι­πόν, ὁ οἰ­κο­δε­σπό­της μό­λις ἀ­κού­ει τὶς φτη­νὲς δι­και­ο­λο­γί­ες ποὺ προ­βλή­θη­καν, ἐ­ξορ­γί­ζε­ται. Αὐ­τὸ συμ­βαί­νει για­τί ἡ τι­μὴ ποὺ κά­νει ὁ Θε­ὸς στὸν ἄν­θρω­πο νὰ τὸν κα­λέ­σει σὲ κοι­νω­νί­α μα­ζί του, συ­νι­στᾶ ἕ­να ἀ­νε­πα­νά­λη­πτο με­γα­λεῖ­ο, γιὰ τὴν ἄρ­νη­ση τοῦ ὁ­ποί­ου δὲν χω­ρεῖ κα­μί­α δι­και­ο­λο­γί­α. Πό­σο μᾶλ­λον οἱ τό­σο φθη­νὲς ποὺ ἐ­πι­κα­λοῦν­ται οἱ προ­σκε­κλη­μέ­νοι τῆς πε­ρι­κο­πῆς. Πα­ρό­μοι­ες αἰ­τιά­σεις ὅ­μως προ­βάλ­λον­ται καὶ σή­με­ρα γιὰ ν’ ἀρ­νοῦν­ται κά­ποι­οι νὰ συμ­με­τά­σχουν στὴν κοι­νω­νί­α ἀ­γά­πης ποὺ ἀ­νοί­γει ἐ­νώ­πιόν τους ἡ μη­τέ­ρα μας Ἐκ­κλη­σί­α. Δι­και­ο­λο­γί­ες γιὰ ἀ­σχο­λί­ες, οἱ ὁ­ποῖ­ες ἀ­φή­νουν τὸν ἄν­θρω­πο κα­θη­λω­μέ­νο καὶ ἐγ­κλω­βι­σμέ­νο στὰ ὑ­λι­κὰ ἀ­γα­θά, προ­τάσ­σον­ται συ­νή­θως γιὰ νὰ μᾶς ἀ­φή­νουν μα­κριὰ ἀ­πὸ τὸ Εὐ­χα­ρι­στια­κὸ Δεῖ­πνο, μα­κριά ἀ­πὸ τὸν Ἄρ­το τῆς Ζω­ῆς, τὸ Οὐ­ρά­νιο Μάν­να, ποὺ μᾶς τρέ­φει πνευ­μα­τι­κὰ καὶ μᾶς ἐν­τάσ­σει στὸ χῶ­ρο τῆς θεί­ας ζω­ῆς. Οἱ ἀ­σφυ­κτι­κοὶ ρυθ­μοὶ τῆς κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα­ς ποὺ πε­ρι­σφίγ­γουν τὸν ἄν­θρω­πο σή­με­ρα, τὸν ἔ­χουν με­τα­τρέ­ψει δυ­στυ­χῶς σ’ ἕ­να κα­τευ­θυ­νό­με­νο μη­χά­νη­μα. Δὲν τοῦ ἐ­πι­τρέ­πουν νὰ ἔ­χει οὔ­τε πρό­σω­πο οὔ­τε ταυ­τό­τη­τα. Ἡ ἐρ­γα­σί­α ἀ­πὸ εὐ­λο­γί­α ἔ­χει με­τα­τρα­πεῖ σὲ δου­λεί­α, πα­ρα­μέ­νον­τας καὶ αὐ­τὴ ἀ­πο­ψι­λω­μέ­νη ἀ­πὸ τὸ βα­θύ­τε­ρο νό­η­μα καὶ πε­ρι­ε­χό­με­νό της. Καὶ ὄ­χι μό­νο αὐ­τό. Ἀ­φή­νου­με τὴν ἐρ­γα­σί­α νὰ λει­τουρ­γεῖ ὡς πρό­φα­ση γιὰ νὰ ἀ­πορ­ρί­ψου­με ἀ­πὸ τὴ ζω­ή μας τὸ με­γα­λεῖ­ο τῶν θεί­ων δω­ρε­ῶν καὶ εὐ­λο­γι­ῶν ποὺ ξε­δι­πλώ­νει ἐ­νώ­πιόν μας ἡ ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ.
Ὅ­λες οἱ δι­και­ο­λο­γί­ες καὶ οἱ προ­φά­σεις, οἱ ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κές μας ἐ­να­σχο­λή­σεις καὶ ἄλ­λα πολ­λὰ ποὺ μπο­ρεῖ νὰ ἐ­πι­κα­λού­μα­στε, με­τα­τρέ­πον­ται ἀ­πὸ εὐ­λο­γί­α σὲ κα­τά­ρα, ὄ­τα­ν  ἐ­πι­τρέ­που­με νὰ πα­ρεμ­βάλ­λον­ται ὡς τρο­χο­πέ­δη στὸν πνευ­μα­τι­κό μας ἀ­γῶ­να καὶ στὴ δυ­να­τό­τη­τα νὰ ἔλ­θου­με σὲ κοι­νω­νί­α μὲ τὸν Θε­ό. Αὐ­τὸ ἀ­κρι­βῶς τὸ βι­ώ­νου­με ὡς ἐ­φιά­λτη σή­με­ρα μέ­σα ἀ­πὸ τὰ ἀ­δι­έ­ξο­δα ποὺ προ­κα­λεῖ ἡ οἰ­κο­νο­μι­κὴ κρί­ση, ἡ ὁ­ποί­α στὸ βά­θος της εἶ­ναι πνευ­μα­τι­κὴ κρί­ση, κρί­ση προ­σώ­πων.
Πα­ρὰ τὰ ὅ­ποι­α ἐμ­πό­δια καὶ τὶς ὅ­ποι­ες ἀν­θρώ­πι­νες αἰ­τιά­σεις, τὸ δεῖ­πνο δὲν ἀ­να­βάλ­λε­ται. Ἡ ἀν­θρώ­πι­νη κα­κί­α συν­θλί­βε­ται μπρο­στὰ στὸ με­γα­λεῖ­ο τῆς ἀ­πε­ρι­ό­ρι­στης θε­ϊ­κῆς ἀ­γά­πης. Τὸ σχέ­διο τοῦ Θε­οῦ γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α τοῦ ἀν­θρώ­που δὲν μπο­ρεῖ νὰ μα­ται­ω­θεῖ, ὅ­σο καὶ ἂν τὸ κα­κὸ θε­ρι­εύ­ει καὶ ὑ­ψώ­νε­ται στὴν κα­θη­με­ρι­νὴ ζω­ή. Εἶ­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ ὅ­τι ὁ οἰ­κο­δε­σπό­της πα­ραγ­γέλ­λει στὸν ὑ­πη­ρέ­τη του νὰ κα­λέ­σει στὸ δεῖ­πνο ὅ­σους οἱ φα­ρι­σαῖ­οι ἄ­φη­ναν ἔ­ξω ἀ­πὸ αὐ­τὸ καὶ τοὺς ἀ­πέ­κλειαν ὡς ἀ­νά­ξιους τῆς ἀ­γά­πης τοῦ Θε­οῦ. Ἀ­κρι­βῶς, ἡ δεύ­τε­ρη ἀ­πο­στο­λὴ τοῦ δού­λου ἔ­ξω ἀ­πὸ τὴν πό­λη, συμ­βο­λί­ζει τὴν πρό­σκλη­ση τοῦ Θε­οῦ πρὸς τοὺς ἐ­θνι­κούς, τὸν εἰ­δω­λο­λα­τρι­κὸ κό­σμο, γιὰ νὰ ἐγ­κολ­πω­θεῖ τὸ εὐ­αγ­γε­λι­κὸ μή­νυ­μα. Ἀ­πὸ μί­α τέ­τοι­α ἐ­ξέ­λι­ξη ἀ­να­δει­κνύ­ε­ται καὶ ἡ οἰ­κου­με­νι­κό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὡς δύ­να­μη καὶ ζω­ὴ ποὺ ἀγ­κα­λιά­ζει δι­ά­πλα­τα ὅ­λον τὸν κό­σμο.
Ἀ­γα­πη­τοὶ μου ἀ­δελ­φοί, τὸ τρα­πέ­ζι τῆς θεί­ας ἀ­γά­πης εἶ­ναι πάν­το­τε ἀ­νοι­κτό. Ὁ Θε­ὸς σὲ κά­θε τό­πο καὶ κά­θε ἐ­πο­χὴ στέλ­νει τοὺς ἐρ­γά­τες τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου γιὰ νὰ κα­λέ­σουν ὅ­λους νὰ συμ­με­τά­σχουν σ’ αὐ­τό. Τὸ Εὐ­χα­ρι­στια­κὸ Δεῖ­πνο, ἡ Θεί­α Κοι­νω­νί­α, τρέ­φει πνευ­μα­τι­κὰ τὸν ἄν­θρω­πο καὶ τὸν ἀ­φή­νει νὰ ἀ­κτι­νο­βο­λεῖ ὡς ὕ­παρ­ξη χρι­στο­ει­δής. Ἡ συμ­με­το­χὴ σ’ αὐ­τὸ ὄ­χι μό­νο δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἐμ­πο­δί­ζε­ται ἀ­πὸ τὶς δι­ά­φο­ρες μέ­ρι­μνες τῆς κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας, ἀλ­λὰ προσ­δί­δει καὶ ἕ­να βα­θύ­τε­ρο νό­η­μα καὶ πε­ρι­ε­χό­με­νο σ’ αὐ­τές. Τὸ πα­ρά­δειγ­μα τῶν ἁ­γί­ων ἀ­πο­τε­λεῖ τὴν πιὸ ἰ­σχυ­ρὴ μαρ­τυ­ρί­α. Ὅ­λη τὴ ζω­ὴ τοὺς οἱ ἅ­γιοι τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας τὴν ἀν­τι­πρό­σφε­ρα­ν εὐ­χα­ρι­στια­κὰ στὸν Θε­ὸ καὶ γι’ αὐ­τὸ κα­τα­ξι­ώ­θη­καν τῆς οὐ­ρά­νιας μα­κα­ρι­ό­τη­τας. Ἂς ἀ­κο­λου­θή­σου­με κι ἐ­μεῖς τὸ δι­κό τους πα­ρά­δειγ­μα καὶ ἄς τοὺς μι­μη­θοῦ­με στὴ ζω­ή μας. Ἀ­μήν.          Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Χίου

Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2014

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ

Ἀ­ριθ­μὸς 49
Κυ­ρια­κὴ Ι΄ Λου­κᾶ
7 Δε­κεμ­βρί­ου 2014
Λου­κᾶ ιγ΄ 10 – 17
Ἰ­σχυ­ρὴ πρό­κλη­ση γιὰ μί­α σω­τή­ρια ὑ­πέρ­βα­ση προ­βάλ­λει ἡ ση­με­ρι­νὴ εὐ­αγ­γε­λι­κὴ πε­ρι­κο­πή ποὺ ἀ­κού­σα­με, ἀ­γα­πη­τοί μου ἀ­δελ­φοί, ἡ ὁ­ποί­α ξε­δι­πλώ­νει ἐ­νώ­πιόν μας μη­νύ­μα­τα οὐ­ρά­νιας ἀν­το­χῆς.
Ἡ συγ­κύ­πτου­σα γυ­ναῖ­κα βί­ω­νε τὸ δι­κό της μαρ­τύ­ριο πρὶν νὰ γνω­ρί­σει τὴ λύ­τρω­ση ποὺ προ­σφέ­ρει ἡ ἀ­γά­πη τοῦ Χρι­στοῦ στὶς προ­ο­πτι­κές της θαυ­μα­τουρ­γί­ας Του. Πρὶν νὰ λυ­τρω­θεῖ ὅ­μως ἡ τα­λαί­πω­ρη ἐ­κεί­νη γυ­ναῖ­κα ἔ­κα­νε τὸ ἀ­πο­φα­σι­στι­κὸ βῆ­μα, τὸ ὁ­ποῖ­ο ζη­τεῖ πάν­το­τε ἀ­πὸ ἐ­μᾶς ὁ Χρι­στός. Ἡ κα­τά­στα­σή της ἦ­ταν ὄν­τως τρα­γι­κή. Τὴν εἶ­χε κυ­ρι­εύ­σει πο­νη­ρὸ πνεῦ­μα, σύμ­φω­να μὲ τὴν πε­ρι­γρα­φὴ τοῦ εὐ­αγ­γε­λι­στῆ Λου­κᾶ. Τὴν κρα­τοῦ­σε κα­θη­λω­μέ­νη γιὰ δε­κα­ο­κτὼ ὁ­λό­κλη­ρα χρό­νια χω­ρὶς νὰ μπο­ρεῖ νὰ ὀρ­θώ­σει τὸ κορ­μί της καὶ ἦ­ταν κα­τα­δι­κα­σμέ­νη νὰ βλέ­πει μό­νο πρὸς τὸ ἔ­δα­φος, ἀ­φοῦ ἦ­ταν συγ­κύ­πτου­σα.
Ἀ­λή­θεια, τὶ με­γα­λεῖ­ο ψυ­χῆς καὶ πό­ση πνευ­μα­τι­κὴ δύ­να­μη χρει­ά­ζε­ται κά­ποι­ος κά­τω ἀ­πὸ τέ­τοι­ες συν­θῆ­κες νὰ σέρ­νει τὸ κορ­μί του, φο­βε­ρὰ τα­λαι­πω­ρη­μέ­νο ὅ­πως ἦ­ταν καὶ νὰ πα­ρευ­ρί­σκε­ται κά­θε Σάβ­βα­το στὴ Συ­να­γω­γή; Νὰ συμ­με­τέ­χει στὴ λα­τρεί­α καὶ κυ­ρί­ως νὰ δι­α­τη­ρεῖ τὴν ἐλ­πί­δα της;
Πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρο ὅ­μως, προ­κα­λεῖ σί­γου­ρα θαυ­μα­σμὸ τὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι σὲ κα­μιὰ πε­ρί­πτω­ση ἡ γυ­ναῖ­κα ἐ­κεί­νη δὲν δι­α­μαρ­τυ­ρό­ταν γιὰ τὴν κα­τά­στα­ση στὴν ὁ­ποί­α εἶ­χε πε­ρι­έλ­θει. Ἀν­τί­θε­τα, ἐ­κεῖ­νο στὸ ὁ­ποῖ­ο πε­ρι­ο­ρι­ζό­ταν ἦ­ταν νὰ ἐ­πι­κα­λεῖ­ται τὴ βο­ή­θεια τοῦ Θε­οῦ καὶ νὰ ἐ­πι­ζη­τεῖ τὴ Χά­ρη του. Ἄλ­λω­στε καὶ ὁ ἴ­διος ὁ Χρι­στὸς μπρο­στὰ σ’ αὐ­τὸ τὸ με­γα­λεῖ­ο τῆς ψυ­χῆς, ὀ­νο­μά­ζει τὴ γυ­ναῖ­κα «θυ­γα­τέ­ρα τοῦ Ἀ­βρα­άμ», δη­λα­δὴ παι­δὶ τοῦ Θε­οῦ.
Πραγ­μα­τι­κὰ, πολ­λὰ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ μᾶς δι­δά­ξει ἡ στά­ση τῆς συγ­κύ­πτου­σα­ς  γυ­ναί­κας, ἡ πί­στη τῆς ὁ­ποί­ας μπρο­στὰ στὶς φο­βε­ρὲς δο­κι­μα­σί­ες τῆς ζω­ῆς τὴν ἀ­να­δει­κνύ­ει πρό­τυ­πο πρὸς μί­μη­ση. Ὁ πό­νος, οἱ θλί­ψεις, οἱ ἀ­σθέ­νει­ες καὶ οἱ ὅ­ποι­ες δο­κι­μα­σί­ες μέ­σα στὶς ἀγ­κά­λες τῆς ἀ­γά­πης τοῦ Θε­οῦ με­τα­βάλ­λον­ται σὲ εὐ­λο­γη­μέ­νες γέ­φυ­ρες σω­τη­ρί­ας. Αὐ­τὸ μᾶς δι­δά­σκει καὶ ἡ σο­φί­α τῶν πα­τέ­ρων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, οἱ ὁ­ποῖ­οι πο­λὺ εὔ­στο­χα ση­μει­ώ­νουν ὅ­τι ὁ ἄν­θρω­πος μὲ τὶς δο­κι­μα­σί­ες καὶ τὶς θλί­ψεις φω­τί­ζε­ται, για­τί ὁ πό­νος τὸν ὁ­δη­γεῖ στὴν τα­πεί­νω­ση, ἡ ὁ­ποί­α μὲ τὴ σει­ρὰ της μᾶς ἐ­πα­να­φέ­ρει στὴ φυ­σι­κὴ ψυ­χι­κή μας κα­τά­στα­ση. Ὁ Ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης τῆς Κλί­μα­κας ἀ­να­φέ­ρει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά: «Οἱ πνευ­μα­τι­κὰ ἀ­δύ­να­τοι ἂς γνω­ρί­ζουν ὅ­τι ὁ Θε­ὸς τοὺς ἐ­πι­σκέ­πτε­ται, ὅ­ταν πα­ρου­σι­ά­ζον­ται σω­μα­τι­κὲς τα­λαι­πω­ρί­ες καὶ κίν­δυ­νοι καὶ ἐ­ξω­τε­ρι­κοὶ πει­ρα­σμοί. Ἐ­νῶ οἱ τέ­λει­οι ἂς Τὸν γνω­ρί­ζουν ἀ­πὸ τὴν πα­ρου­σί­α τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος καὶ ἀ­πὸ τὴν προ­σθή­κη τῶν χα­ρι­σμά­των».
Ἡ συγ­κύ­πτου­σα πα­ρ’ ὅ,τι ἦ­ταν ἀ­σθε­νὴς καὶ ἡ σω­μα­τι­κή της κα­τά­στα­ση δὲν τῆς ἐ­πέ­τρε­πε νὰ με­τα­κι­νεῖ­ται δὲν ἔ­λει­ψε κα­νέ­να Σάβ­βα­το ἀ­πό τὴ συ­να­γω­γή. Ἀ­πο­τε­λεῖ λοι­πόν πα­ρά­δειγ­μα γιὰ κά­θε ἕ­ναν ἀ­πὸ ἐ­μᾶς αὐ­τὴ ἡ γυ­ναῖ­κα, γιὰ τὴν πί­στη της καὶ τὸν πό­θο της νὰ ἀ­κού­σει τὸν λό­γο τοῦ Θε­οῦ. Ἄ­ρα­γε ἔ­χου­με τὸν ἴ­διο πό­θο καὶ μεῖς; Ἐρ­χό­μα­στε πρό­θυ­μα στὸν Ἱ­ε­ρό Να­ό γιὰ ἐκ­κλη­σια­σμό; Αὐ­τὲς οἱ ἀ­πο­ρί­ες γεν­νι­οῦν­ται σή­με­ρα, σὲ μί­α ἐ­πο­χὴ ὅ­που κά­ποι­οι προ­σπα­θοῦν νὰ μᾶς ἀ­πο­χρι­στι­α­νο­ποι­ή­σουν. Σή­με­ρα, ποὺ κά­ποι­οι δη­μο­σί­ως χω­ρὶς ντρο­πὴ ζη­τᾶ­νε τὴν κα­τάρ­γη­ση τῆς ἀρ­γί­ας τῆς Κυ­ρια­κῆς. Τῆς ἡ­μέ­ρας αὐ­τῆς ποὺ εἶ­ναι ἐξ ὁ­λο­κλή­ρου ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νη στὸ Θε­ὸ καὶ εἶ­ναι γιὰ ἐκ­κλη­σια­σμὸ καὶ εὐ­και­ρί­α ψυ­χι­κῆς ἀ­να­τά­σε­ως. Ὁ ἐκ­κλη­σια­σμὸς εἶ­ναι βα­σι­κὸ κα­θῆ­κον μας. Μέ­σα στὸν οἶ­κο τοῦ Θε­οῦ θὰ βροῦ­με τὴ βο­ή­θεια, τὴν προ­στα­σί­α, τὴν λύ­ση τῶν προ­βλη­μά­των μας, ἀλ­λὰ καὶ τὴν γα­λή­νη μέ­σα στὴν ψυ­χή μας. Ὅ­πως βλέ­που­με ἡ συγ­κύ­πτου­σα μέ­σα στὸ να­ὸ βρῆ­κε τὴ θε­ρα­πεί­α της.
Ἂς μι­μη­θοῦ­με λοι­πὸν, ἀ­γα­πη­τοί μου ἀ­δελ­φοί, καὶ μεῖς μὲ τὴν σει­ρὰ μας αὐ­τὴ τὴ γυ­ναῖ­κα. Ἂς μι­μη­θοῦ­με τὴν εὐ­γνω­μο­σύ­νη της πρὸς τὸν Θε­ὸ καὶ ἄς εὐ­χα­ρι­στοῦ­με ἀ­δι­α­λεί­πτως τὸν Πα­νά­γα­θο γιὰ ὅ­λα ὅ­σα μᾶς προ­σφέ­ρει σ’ αὐ­τὴ τὴ ζω­ή. Βλέ­πε­τε ἡ ἔκ­φρα­ση εὐ­γνω­μο­σύ­νης συ­σφίγ­γει τὶς σχέ­σεις τοῦ εὐ­ερ­γέ­τη καὶ εὐ­ερ­γε­του­μέ­νου καὶ ἀ­πο­τε­λεῖ ἄ­ρι­στο κί­νη­τρο γιὰ πρά­ξεις εὐ­ερ­γε­σί­ας. Καὶ ὁ με­γα­λύ­τε­ρος τρό­πος εὐ­χα­ρι­στί­ας εἶ­ναι ἡ προ­σέ­λευ­σή μας του­λά­χι­στον κά­θε Κυ­ρια­κὴ μέ­σα στὸν Ἱ­ε­ρὸ Να­ὸ τοῦ Θε­οῦ καὶ κυ­ρί­ως ἡ με­το­χή μας στὰ Ἄ­χραν­τα Μυ­στή­ρια τοῦ Κυ­ρί­ου. Ἀ­μήν.     Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Χίου

Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2014

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ

Ἀ­ριθ­μὸς 48
Τοῦ Ἁ­γί­ου Ἀ­πο­στό­λου Ἀν­δρέ­ου
30 Νο­ε­βρί­ου 2014
Ἰ­ω­άν­νου α΄ 35 - 52
Μὲ τὸ κλεί­σι­μο τοῦ φθι­νο­πώ­ρου, ἀ­γα­πη­τοί μου ἀ­δελ­φοί, σή­με­ρα 30 Νο­εμ­βρί­ου, γι­ορ­τά­ζου­με τὴ μνή­μη τοῦ ἁ­γί­ου Ἀ­πο­στό­λου Ἀν­δρέ­α. Μα­ζὶ μὲ τὸν ἀ­δελ­φὸ του Ἀ­πό­στο­λο Πέ­τρο ἦ­ταν οἱ πρῶ­τοι μα­θη­τὲς τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ. Ψα­ρά­δες ἀ­πὸ τὴν πό­λη Βη­σθα­ϊ­δά, με­σαί­ου οἰ­κο­νο­μι­κοῦ ἐ­πι­πέ­δου, προ­φα­νῶς σε­βα­στὰ μέ­λη τῆς το­πι­κῆς κοι­νω­νί­ας, πι­στοὶ ἀ­κό­λου­θοι καὶ γνῶ­στες τοῦ νό­μου τοῦ Θε­οῦ.
Ὁ Χρι­στὸς μπῆ­κε στὴ ζω­ή τους σὰν θύ­ελ­λα καὶ σά­ρω­σε τὰ πάν­τα. Ἄλ­λα­ξε τὴ σχέ­ση τους μὲ τοὺς οἰ­κεί­ους τους, μὲ τοὺς συγ­χω­ρια­νούς τους, μὲ τὴν το­πι­κὴ συ­να­γω­γή, μὲ τὸ Νό­μο. Ἄλ­λα­ξε τὴ στά­ση τους ἀ­πέ­ναν­τι στὴ ζω­ή, στὸ συ­νάν­θρω­πο, ἀ­πέ­ναν­τι στὶς σχέ­σεις τους. Ἄλ­λα­ξε τὶς ἀν­τι­λή­ψεις τους γιὰ τὴν ἐρ­γα­σί­α, τὴ δι­και­ο­σύ­νη, τὴν ἀλ­λη­λεγ­γύ­η. Ἄλ­λα­ξε τὰ πάν­τα! Ἡ πο­ρεί­α τους, καὶ ἰ­δι­αί­τε­ρα αὐ­τή τοῦ Ἀ­πο­στό­λου Ἀν­δρέ­α, ὑ­πῆρ­ξε στα­θε­ρή, ἀ­τα­λάν­τευ­τη καὶ ἀ­με­τα­κί­νη­τη, ἀ­νά­με­σα σὲ δύ­ο ἄ­ξο­νες.
Πο­λὺ λί­γα γνω­ρί­ζου­με ἀ­πὸ τὴν Και­νὴ Δι­α­θή­κη γιὰ τὸν Ἀ­πό­στο­λο Ἀν­δρέ­α. Εἶ­ναι μί­α μορ­φὴ ποὺ πρω­τα­γω­νι­στεῖ δι­α­κρι­τι­κά, τι­μᾶ­ται μὲ σε­μνό­τη­τα καὶ ἀλ­λά­ζει τὸν κό­σμο σι­ω­πη­ρά. Τὰ πε­ρισ­σό­τε­ρα στοι­χεῖ­α τοῦ βί­ου του τὰ κα­τέ­χου­με ἀ­πὸ τὴν πα­ρά­δο­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας. Τὸ πέ­ρα­σμά του ἀ­πὸ τὴ Μι­κρὰ Ἀ­σί­α, τὸ Βυ­ζάν­τιο καὶ τὴν Ἑλ­λά­δα ἔ­θε­σε, μα­ζὶ μὲ τὸ πέ­ρα­σμα τοῦ Ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου, τὰ θε­μέ­λια γιὰ τὴν ἀ­νά­πτυ­ξη τοῦ Χρι­στι­α­νι­σμοῦ σὲ αὐ­τὲς τὶς πε­ρι­ο­χές. Ἡ δι­ά­δο­ση τοῦ εὐ­αγ­γε­λί­ου ἀ­πο­τε­λεῖ τὸν κύ­ριο στό­χο τῶν προ­σπα­θει­ῶν του. Τη­ρεῖ μὲ ἀ­κρί­βεια τὴν τε­λευ­ταί­α ἐν­το­λὴ τοῦ Κυ­ρί­ου, μὲ τὴν ὁ­ποί­α ἀ­πέ­στει­λε τὸν ἴ­διο καὶ τοὺς ἄλ­λους Ἀ­πο­στό­λους σὲ ὅ­λους τοὺς λα­οὺς τῆς οἰ­κου­μέ­νης γιὰ νὰ κα­τη­χή­σουν καὶ νὰ βα­πτί­σουν τοὺς ἀν­θρώ­πους στὸ ὄ­νο­μά Του. Οἱ δι­η­γή­σεις μᾶς λέ­γουν ὅ­τι ἡ ἀ­πο­στο­λὴ του στέ­φθη­κε μὲ ἐ­πι­τυ­χί­α. Τὸ πέ­ρα­σμά του με­τα­μόρ­φω­νε τοὺς ἀν­θρώ­πους καὶ ξε­κού­ρα­ζε τοὺς κου­ρα­σμέ­νους, κα­θὼς τοὺς προ­σέ­φε­ρε λό­γο ζω­ῆς καὶ ἀ­λή­θειας.
Ὁ­λό­κλη­ρη ἡ ζω­ὴ του ἦ­ταν μί­α μαρ­τυ­ρια γιὰ τὸν Λό­γο τῆς ζω­ῆς, γιὰ τὸν Σαρ­κω­μέ­νο Λό­γο, γιὰ τὸν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό. Μί­α μαρ­τυ­ρί­α, ἡ ὁ­ποί­α σφρα­γί­στη­κε ἀ­πὸ τὸ μαρ­τύ­ριο. Ἡ ζω­ή μαρ­τυ­ρί­α­ς καὶ μαρ­τυ­ρί­ου εἶ­ναι οἱ δύ­ο ἄ­ξο­νες ἀ­νά­με­σα στοὺς ὁ­ποί­ους κι­νεῖ­ται ἡ ζω­ὴ τοῦ ἁ­γί­ου Ἀ­πο­στό­λου Ἀν­δρέ­α. Μί­α ζω­ὴ ἡ κα­τά­λη­ξη τῆς ὁ­ποί­ας εἶ­ναι ἡ πό­λη τῆς Πά­τρας καὶ ἕ­νας σταυ­ρός. Ἕ­νας σταυ­ρὸς σὲ σχή­μα Χ.
Ἡ πε­ρί­πτω­ση τοῦ Ἀ­πο­στό­λου Ἀν­δρέ­α πε­ρι­έ­χει δύ­ο στοι­χεῖ­α τὰ ὁ­ποί­α εἶ­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά τῆς ζω­ῆς τοῦ κά­θε χρι­στια­νοῦ. Τὸ πρῶ­το εἶ­ναι ἡ ἐ­πι­θυ­μί­α τοῦ χρι­στια­νοῦ νὰ δί­νει μαρ­τυ­ρί­α τοῦ Λό­γου, ὅ­που στα­θεῖ καὶ ὅ­που βρε­θεῖ εἴ­τε μὲ τὰ λό­για εἴ­τε μὲ τὰ ἔρ­γα του. Καὶ τὸ δεύ­τε­ρο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τῆς ζω­ῆς τοῦ χρι­στια­νοῦ εἶ­ναι ἡ συ­νει­δη­το­ποί­η­ση ὅ­τι μί­α ζω­ὴ μαρ­τυ­ρί­ας δὲν μπο­ρεῖ πα­ρὰ νὰ τὴν ἀ­κο­λου­θεῖ τὸ μαρ­τύ­ριο.
Ὁ­πωσ­δή­πο­τε, ὁ Ἀ­πό­στο­λος Ἀν­δρέ­ας δὲν εἶ­ναι ὁ μό­νος ἅ­γιος ποὺ ἀ­κο­λού­θη­σε αὐ­τὴ τὴ στε­νὴ καὶ δύ­σκο­λη ὁ­δό. Κα­τέ­χει, ὅ­μως, μί­α μο­να­δι­κὴ θέ­ση στὴν πα­ρά­δο­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, κα­θὼς εἶ­ναι ὁ πρῶ­τος ἀ­πὸ τοὺς μα­θη­τὲς τοῦ Χρι­στοῦ ὁ ὁ­ποῖ­ος κα­τά­φε­ρε μὲ τὸ βί­ο του νὰ κά­νει πρά­ξη τὴν ἀ­πο­στο­λή του.
Δὲν χρει­ά­ζε­ται νὰ εἶ­ναι κα­νεὶς πο­λὺ πα­ρα­τη­ρη­τι­κὸς γιὰ νὰ δι­α­πι­στώ­σει ὅ­τι καὶ τὰ δύ­ο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά στοι­χεῖ­α ποὺ ἀ­να­φέ­ρα­με -ἡ δι­ά­θε­ση μαρ­τυ­ρί­ας καὶ μαρ­τυ­ρί­ου- λεί­πουν πλέ­ον ἀ­πὸ τὴν κα­θη­με­ρι­νό­τη­τά μας καὶ πρέ­πει, δί­χως ἄλ­λο, νὰ κα­τα­βά­λου­με ση­μαν­τι­κὴ προ­σπά­θεια γιὰ νὰ τὰ ἐ­πα­νεύ­ρου­με, γιὰ νὰ τὰ κά­νου­με καὶ πά­λι στό­χο τῆς ζω­ῆς μας.
Ὁ ἅ­γιος Ἀ­πό­στο­λος Ἀν­δρέ­ας ἀ­πο­τε­λεῖ, λοι­πόν, ἀ­γα­πη­τοί μου ἀ­δελ­φοί, μί­α χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὴ πε­ρί­πτω­ση χρι­στια­νοῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος πραγ­μα­το­ποί­η­σε μὲ τὴ ζω­ὴ τοῦ τὸ λό­γο τοῦ Κυ­ρί­ου γιὰ τὸν εὐ­αγ­γε­λι­σμὸ τοῦ κό­σμου καὶ τὴ με­τα­μόρ­φω­σή του, ἀ­κό­μη καὶ ἂν αὐ­τὸ εἶ­χε ὡς συ­νέ­πεια τὸν βί­αι­ο δι­κό του θά­να­το. Ἄς μι­μη­θοῦ­με κι ἐ­μεῖς ὅ­σο μπο­ροῦ­με τὸ πα­ρά­δειγ­μά του. Ἀ­μήν.    Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Χίου

Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2014

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ

Ἀ­ριθ­μὸς 47
Κυ­ρια­κὴ Θ΄ Λου­κᾶ
23 Νο­ε­βρί­ου 2014
Λου­κᾶ ιβ΄ 16 - 21
Ὁ ζῆ­λος τοῦ ἀν­θρώ­που, ἀ­γα­πη­τοί μου ἀ­δελ­φοί, ὄ­χι γιὰ τὸν ἀ­λη­θι­νὸ πλοῦ­το ποὺ κα­τα­ξι­ώ­νει τὴν ὕ­παρ­ξή του ὡς «εἰ­κό­να τοῦ Θε­οῦ» ἀλ­λὰ γιὰ τὴν ἐ­ξα­σφά­λι­ση ὑ­λι­κῶν στη­ριγ­μά­των, τὸν ἀ­φή­νει πολ­λὲς φο­ρὲς με­τέ­ω­ρο καὶ ξε­κρέ­μα­στο μὲ φο­βε­ρὲς πα­ρε­νέρ­γει­ε­ς  ὡς πρὸς τοὺς προ­σα­να­το­λι­σμούς του. Ἡ εὐ­αγ­γε­λι­κὴ πε­ρι­κο­πὴ τῆς ἡ­μέ­ρας εἶ­ναι ἀ­πο­κα­λυ­πτι­κὴ ἀλ­λὰ καὶ δι­α­φω­τι­στι­κὴ σ’ αὐ­τὸ τὸ ζή­τη­μα. Ἡ ἀ­φορ­μὴ δί­νε­ται ἀ­πὸ τὴ φι­λο­νι­κί­α δύ­ο ἀ­δελ­φῶν πά­νω σὲ κλη­ρο­νο­μι­κὰ ζη­τή­μα­τα. Ἡ πλε­ο­νε­ξί­α τοὺς εἶ­χε κυ­ρι­εύ­σει σὲ βαθ­μὸ ποὺ ἔ­γι­ναν ἀ­γνώ­ρι­στοι. Ὁ Κύ­ριος γιὰ νὰ μᾶς βο­η­θή­σει ν’ ἀ­να­κα­λύ­ψου­με τὸν αὐ­θεν­τι­κὸ ἑ­αυ­τό μας, μᾶς πα­ρα­δί­δει τὴν πα­ρα­βο­λὴ τοῦ ἄ­φρο­να πλου­σί­ου, μὲ τὰ τό­σα πε­ρι­ε­κτι­κὰ μη­νύ­μα­τα, ἰ­δι­αί­τε­ρα γιὰ τὴν ἐ­πο­χή μας.
Βλέ­που­με ἀ­κρι­βῶς ὅ­τι ὁ Χρι­στὸς μι­λᾶ γιὰ τὴν πλε­ο­νε­ξί­α τοῦ πλου­σί­ου καὶ ὄ­χι βέ­βαι­α γιὰ τὸν πλοῦ­το του. Αὐ­τὴ ἀ­κρι­βῶς ἡ πλε­ο­νε­ξί­α εἶ­ναι ποὺ τὸν ὁ­δή­γη­σε στὴν ἀ­φρο­σύ­νη. Εἶ­ναι ὄν­τως πά­θος φο­βε­ρὸ ποὺ κα­θη­λώ­νει τὸν ἄν­θρω­πο καὶ τὸν ἐγ­κλω­βί­ζει στὴν ὀ­δύ­νη τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, τὸν εἰ­σά­γει στὸν χῶ­ρο τῆς εἰ­δω­λο­λα­τρί­ας. Γνω­ρί­ζει μί­α φο­βε­ρὴ μορ­φὴ δου­λεί­ας καὶ δὲν αἰ­σθά­νε­ται νὰ εἶ­ναι πρό­σω­πο ἐ­λεύ­θε­ρο.
Καὶ ὅ­μως, ἡ ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ τὸν ἔ­τα­ξε νὰ εἶ­ναι κυ­ρί­αρ­χος καὶ δι­α­χει­ρι­στὴς τῶν ὑ­λι­κῶν ἀ­γα­θῶν. Ὁ ἴ­διος ὅ­μως ὁ ἄν­θρω­πος ἀ­πο­μα­κρύν­θη­κε ἀ­π’ αὐ­τὴ τὴν ἀ­γά­πη μὲ ἀ­πο­τέ­λε­σμα νὰ βυ­θι­σθεῖ δου­λι­κὰ στὶς βι­ο­τι­κὲς μέ­ρι­μνες καὶ νὰ λη­σμο­νή­σει τὸν ἀ­νώ­τε­ρο προ­ο­ρι­σμό του.
Ἡ ἁ­μαρ­τί­α σ’ αὐ­τὴν τὴν πε­ρί­πτω­ση ἐκ­δη­λώ­νε­ται ὡς ἀ­σθέ­νεια τῆς βού­λη­σης ποὺ μὲ τὴ σει­ρὰ της προ­κα­λεῖ σο­βα­ρὲς δι­α­τα­ρα­χὲς στὶς σχέ­σεις τοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τὸν Θε­ό, μὲ τὸ συ­νάν­θρω­πό του ἀλ­λὰ καὶ μὲ τὰ ἀ­γα­θὰ τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας. Γνω­ρί­ζου­με ὅ­τι στὰ χέ­ρια τοῦ σω­στοῦ ἀν­θρώ­που τὸ σί­δε­ρο γί­νε­ται ἀ­λέ­τρι καὶ προ­σφέ­ρε­ται γιὰ τὴν καλ­λι­έρ­γεια τῆς γῆς. Στὰ χέ­ρια ὅ­μως ἑ­νὸς ἐμ­πα­θοῦς ἀν­θρώ­που με­τα­τρέ­πε­ται συ­νή­θως σὲ φο­νι­κὸ ὄρ­γα­νο ποὺ σκο­τώ­νει. Βλέ­που­με ἔ­τσι ὅ­τι ἡ χρή­ση ὁ­ρι­ζον­τι­ώ­νε­ται στὴν ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ ἐ­νῶ ἡ κα­τα­χρη­ση  βυ­θί­ζει στὸ σκο­τά­δι τῆς ἁ­μαρ­τί­ας καὶ τοῦ ἀ­παν­θρω­πι­σμοῦ.
Ὁ πλε­ο­νέ­κτης ἄν­θρω­πος μό­νο στὴ σφαῖ­ρα τῆς ψευ­δαί­σθη­σης μπο­ρεῖ νὰ αἰ­σθά­νε­ται εὐ­τυ­χι­σμέ­νος καὶ χα­ρού­με­νος. Ἡ πα­θο­γέ­νεια αὐ­τὴ ἀ­πο­κα­λύ­πτει φτώ­χεια, ἀ­να­σφά­λεια καὶ δυ­στυ­χί­α. Ὁ πλού­σιος τῆς πα­ρα­βο­λῆς εἶ­χε τό­σα ἀ­γα­θά, ἀλ­λὰ συλ­λαμ­βά­νε­ται νὰ εἶ­ναι συ­νε­χῶς ἀ­νή­συ­χος καὶ τα­ραγ­μέ­νος. «Τί νὰ κά­νω; Ἔ­χω τό­σα ἀ­γα­θὰ καὶ δὲν ἔ­χω ποῦ νὰ τὰ ἀ­πο­θη­κεύ­σω». Ὅ­λες αὐ­τὲς οἱ μέ­ρι­μνες, οἱ ἀ­νη­συ­χί­ες, οἱ ἀ­γω­νί­ες φθεί­ρουν τε­λι­κὰ τὸν ἄν­θρω­πο καὶ ψυ­χι­κὰ ἀλ­λὰ καὶ σω­μα­τι­κά. Ἀν­τί­θε­τα, ἰ­σχυ­ρὸ εἶ­ναι τὸ πα­ρά­δειγ­μα ποὺ μπο­ρεῖ νὰ μᾶς δί­νουν φτω­χοὶ ἄν­θρω­ποι, τῶν ὁ­ποί­ων ὅ­μως ἡ καρ­διὰ εἶ­ναι γε­μά­τη ὑ­πο­μο­νὴ καὶ ἀ­γά­πη. «Δό­ξα τῷ Θε­ῷ», λέ­νε ἐκ βά­θους καρ­δί­ας καὶ τοὺς βλέ­που­με μὲ με­γά­λες ἀν­το­χὲς νὰ πλου­τί­ζουν μέ­σα ἀ­πὸ τὴν ὀ­λι­γάρ­κειά τους.
Ὅ­ταν ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι κύ­ριος τοῦ ἑ­αυ­τοῦ του καὶ ἐ­λέγ­χει τὶς ὀ­ρέ­ξεις καὶ ἀ­παι­τή­σεις του, τό­τε γί­νε­ται αὐ­τάρ­κης καὶ ἀ­πο­φεύ­γει τὴν κα­κί­α τῆς πλε­ο­νε­ξί­ας. Ἀν­τί­θε­τα, ὁ πλε­ο­νέ­κτη­ς  δὲν χορ­ταί­νει μὲ τί­πο­τε καὶ ἐ­πι­ζη­τεῖ ὁ­λο­έ­να καὶ πε­ρισ­σό­τε­ρα, ἐ­κτρο­χι­ά­ζον­τας τὸν ἑ­αυ­τό του ἀ­πὸ τὸν ἀ­λη­θι­νὸ προ­ο­ρι­σμό του. Γι’ αὐ­τὸ ἄλ­λω­στε καὶ ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος μᾶς συμ­βου­λεύ­ει: «Νε­κρώ­σα­τε τὰ μέ­λη ὑ­μῶν…καὶ τὴν πλε­ο­νε­ξί­αν, ἥ­τις ἐ­στὶν εἰ­δω­λο­λα­τρί­α».
Ἡ πρό­κλη­ση γιὰ ὑ­πέρ­βα­ση εἶ­ναι εὐ­δι­ά­κρι­τη, ὅ­πως μᾶς τὴ θέ­τει ὁ ἴ­διος ὁ Κύ­ριος. Ὁ ἄν­θρω­πος δὲν ἀν­τι­με­τω­πί­ζει τὸν θά­να­το –ποὺ εἶ­ναι ὁ ἔ­σχα­τος ἐ­χθρός του– μὲ τὰ χρή­μα­τα καὶ τὰ ὑ­λι­κὰ ἀ­γα­θά. Ἡ αὐ­το­νό­μη­σή τους πα­ρα­πέμ­πει σὲ σπέρ­μα­τα τῆς φθο­ρᾶς καὶ τοῦ θα­νά­του. Αὐ­τὴν ἀ­κρι­βῶς τὴν ἀ­λή­θεια ὑ­πεν­θυ­μί­ζει ὁ Χρι­στὸς στὸν πλού­σιο τῆς πα­ρα­βο­λῆς, ὅ­ταν τοῦ λέ­ει: «Ἄ­φρον, ταύ­τῃ τῇ νυ­κτὶ τὴν ψυ­χή­ν σου ἀ­παι­τοῦ­σιν ἀ­πὸ σοῦ, ἃ δὲ ἡ­τοί­μα­σας τί­νι ἔ­σται;».
Ἀ­γα­πη­τοὶ μου ἀ­δελ­φοί, ὁ Κύ­ριος μέ­σα ἀ­πὸ τὴν ἀ­γά­πη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μᾶς προ­σκα­λεῖ γιὰ νὰ ἐγ­κολ­πω­θοῦ­με τοὺς ἀ­λη­θι­νοὺς καὶ αἰ­ώ­νιους θη­σαυ­ροὺς ποὺ συ­νι­στοῦν τὸν «κα­τὰ Θε­ὸν πλοῦ­το». Ἡ ἀ­γά­πη καὶ ἡ ἐ­λε­η­μο­σύ­νη στὸν ἀν­τί­πο­δα τῆς πλε­ο­νε­ξί­ας, δι­ευ­ρύ­νουν ἀ­πε­ρι­ό­ρι­στα τὸ με­γα­λεῖ­ο τοῦ ἀν­θρώ­που ὡς εἰ­κό­να τοῦ Θε­οῦ. Σ’ αὐ­τὴν ἀ­κρι­βῶς τὴν εὐ­λο­γη­μέ­νη προ­ο­πτι­κή, ὁ ἄν­θρω­πος γί­νε­ται χρι­στο­ει­δὴς καὶ γεύ­ε­ται τῆς αἰ­ώ­νιας πλη­ρό­τη­τας καὶ ζω­ῆς. Ἀ­μήν.               Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Χίου

Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2014

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ

Ἀ­ριθ­μὸς 46
Τοῦ Εὐ­αγ­γε­λι­στοῦ Ματ­θαί­ου
16 Νο­ε­βρί­ου 2014
Ματ­θαί­ου η΄ 9 - 13
 
Συγ­κι­νη­τι­κὴ καὶ ἀ­πο­κα­λυ­πτι­κὴ πα­ρου­σι­ά­ζε­ται, ἀ­γα­πη­τοί μου ἀ­δελ­φοί, ἡ πε­ρι­γρα­φὴ τῆς κλή­σε­ως τοῦ ἁ­γί­ου ἀ­πο­στό­λου καὶ εὐ­αγ­γε­λι­στὴ Ματ­θαί­ου ποὺ σή­με­ρα ἡ ἁ­γί­α Ἐκ­κλη­σί­α μας ἑ­ορ­τά­ζει τὴ μνή­μη του.
Λί­γα εἶ­ναι τὰ στοι­χεῖ­α ἐ­κεῖ­να τὰ ὁ­ποί­α γνω­ρί­ζου­με γιὰ τὴ ζω­ή του. Ἡ μό­νη λέ­ξη ποὺ χρη­σι­μο­ποι­εῖ ὁ ἴ­διος στὸ εὐ­αγ­γέ­λιό του γιὰ τὸν ἑ­αυ­τὸ του εἶ­ναι ὁ ὑ­πο­τι­μη­τι­κὸς χα­ρα­κτη­ρι­σμὸς «τε­λώ­νης». Ὅ­μως ἀ­πὸ ἁ­μαρ­τω­λὸς τε­λώ­νης καὶ ἄν­θρω­πος τοῦ ψεύ­δους καὶ τῆς ἀ­πά­της με­τα­τρέ­πε­ται σὲ κή­ρυ­κα τοῦ Χρι­στοῦ, τῆς ἀ­γά­πης καὶ τῆς ἀ­λή­θειας. Ὀ­νο­μα­ζό­ταν Ματ­θαῖ­ος καὶ Λευ­ὶς καὶ τὸ ὄ­νο­μά του προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὸ Ἑ­βρα­ϊ­κὸ «Ματ­θα­νί­ας» καὶ ση­μαί­νει «Δῶ­ρο Θε­οῦ, Θε­ό­δω­ρος». Ἐ­κεῖ­νο ποὺ ξαφ­νιά­ζει εἶ­ναι τὸ ἐ­πάγ­γελ­μά του: ὁ Ματ­θαῖ­ος εἶ­ναι τε­λώ­νης, δη­λα­δὴ φο­ρο­ει­σπρά­κτο­ρας, καὶ δὲν ἔ­χει κα­μί­α σχέ­ση μὲ τοὺς ση­με­ρι­νοὺς τε­λω­νεια­κούς. Προ­πλη­ρώ­νει τοὺς δη­μό­σιους φό­ρους στὸ Ρω­μα­ϊ­κὸ κρά­τος καὶ κα­τό­πιν τοὺς εἰ­σπράτ­τει ἀ­πὸ τοὺς ὀ­φει­λέ­τες μὲ κά­θε τρό­πο σκλη­ρό, ἐκ­βι­α­στι­κὸ ἢ ἀ­πάν­θρω­πο. Ἀ­σκεῖ δη­λα­δὴ ἕ­να ἀ­πὸ τὰ πιὸ ἀ­νέν­τι­μα καὶ ἁ­μαρ­τω­λὰ γιὰ τὴν ἐ­πο­χὴ του ἐ­παγ­γέλ­μα­τα. Ἐ­ξαι­τί­ας αὐ­τοῦ οἱ τε­λῶ­νες ἦ­ταν κα­τα­πι­ε­στὲς καὶ πο­λὺ μι­ση­τοὶ στὴν κοι­νω­νί­α.
Ὁ Ἰ­η­σοῦς βρῆ­κε τὸν Ματ­θαῖ­ο «κα­θή­με­νον ἐ­πὶ τὸ τε­λώ­νει­ον» καὶ τοῦ εἶ­πε «ἀ­κο­λού­θει μοί». Καὶ ἐ­κεῖ­νος ὄ­χι μό­νο ἐγ­κα­τέ­λει­ψε τὸ ἁ­μαρ­τω­λὸ καὶ προ­σο­δο­φό­ρο ἐ­πάγ­γελ­μα τοῦ τε­λώ­νη, ἀλ­λὰ καὶ μὲ χα­ρὰ φι­λο­ξέ­νη­σε τὸν Κύ­ριο στὸ σπί­τι του, πα­ρα­θέ­τον­τάς του γεῦ­μα, μα­ζὶ μὲ ἄλ­λους ἁ­μαρ­τω­λοὺς καὶ τε­λῶ­νες. Καὶ ὅ­ταν πολ­λοὶ ρώ­τη­σαν «δια­τὶ με­τὰ τῶν τε­λω­νῶν καὶ ἀ­σώ­των ἐ­σθί­ει ὁ δι­δά­σκα­λος ὑ­μῶν;», πῆ­ραν ἀ­πὸ τὸν Ἰ­η­σοῦ τὴν αὐ­το­νό­η­τη ἀ­πάν­τη­ση ὅ­τι «δὲν ἔ­χουν ἀ­νάγ­κη τὸ για­τρὸ οἱ ὑ­γι­εῖς ἀλ­λὰ οἱ ἀ­σθε­νεῖς». Καὶ ἐ­ξη­γεῖ: «Οὐ γὰρ ἦλ­θον κα­λέ­σαι δι­καί­ους, ἀλ­λὰ ἁ­μαρ­τω­λοὺς εἰς με­τά­νοι­αν».
Ἡ εὐ­αγ­γε­λι­κὴ δι­ή­γη­ση γιὰ τὴν κλή­ση τοῦ τε­λώ­νη στὸ ἀ­πο­στο­λι­κὸ ἀ­ξί­ω­μα μᾶς δεί­χνει τὸν ἀ­νε­ξι­χνί­α­στο τρό­πο, μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ο ὁ Θε­ὸς κα­λεῖ τοὺς ἀν­θρώ­πους, κα­θὼς καὶ πό­ση εἶ­ναι ἡ ἀ­να­και­νι­στι­κὴ δύ­να­μη τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στὸς δὲν κά­λε­σε γιὰ νὰ κά­μει ἀ­πο­στό­λους μό­νο ἀ­γράμ­μα­τους ψα­ρά­δες, ἀλ­λὰ καὶ ἁ­μαρ­τω­λοὺς τε­λῶ­νες. Καὶ τί ἔ­γι­ναν ἐ­κεῖ­νοι τοὺς ὁ­ποί­ους ἐ­ξέ­λε­ξε καὶ κά­λε­σε ὁ Θε­ός, γιὰ νὰ τοὺς κά­μει Ἀ­πο­στό­λους τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου; Οἱ τε­λῶ­νες καὶ οἱ ψα­ρά­δες ἔ­γι­ναν ἅ­γιοι καὶ σο­φοί, οἱ ἀ­δύ­να­τοι καὶ ἄ­ση­μοι ἄν­θρω­ποι νί­κη­σαν τὸν κό­σμο, οἱ δει­λοὶ καὶ οἱ φο­βι­σμέ­νοι ἔ­γι­ναν ἀ­τρό­μη­τοι μάρ­τυ­ρες τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως. Οἱ ἄν­θρω­ποι ποὺ κά­λε­σε ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στὸς γιὰ νὰ γί­νουν Ἀ­πό­στο­λοι ἄλ­λα­ξαν καὶ δὲν ἔ­μει­ναν ἐ­κεῖ­νοι ποὺ ἦ­ταν πρῶ­τα· τὸ βε­βαι­ώ­νουν οἱ ἴ­διοι μὲ τὴ ζω­ή τους καὶ μὲ τὸ θά­να­τό τους. Δὲν εἶ­ναι μό­νο ἡ ἐ­ξω­τε­ρι­κὴ παι­δευ­τι­κὴ ἐρ­γα­σί­α τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ νὰ ἑ­τοι­μά­σει τοὺς Ἀ­πο­στό­λους, κα­θὼς τὴ βλέ­πο­με στὰ ἱ­ε­ρὰ Εὐ­αγ­γέ­λια, εἶ­ναι καὶ ἡ μυ­στι­κὴ ἐ­νέρ­γεια τῆς Θεί­ας Χά­ρης, ἡ ὁ­ποί­α τοὺς ἄλ­λα­ξε καὶ τοὺς ἔ­κα­με νέ­ους ἀν­θρώ­πους κα­τὰ τὴν ἡ­μέ­ρα τῆς Πεν­τη­κο­στῆς. Οἱ πύ­ρι­νες γλῶσ­σες, ἡ φω­τιὰ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, ποὺ ἦρ­θε πά­νω στοὺς μα­θη­τές, πρῶ­τα τοὺς κα­θά­ρι­σε καὶ τοὺς ἔ­κα­με και­νούρ­γιους ἀν­θρώ­πους, κι ὕ­στε­ρα τοὺς θέρ­μα­νε καὶ τοὺς φώ­τι­σε, γιὰ νὰ βγοῦν στὸν κό­σμο καὶ νὰ κη­ρύ­ξουν «ἐ­νώ­πιον ἐ­θνῶν καὶ βα­σι­λέ­ων» ἐ­κεῖ­να ποὺ εἶ­δαν καὶ ἄ­κου­σαν κον­τὰ στὸ θεῖ­ο Δι­δά­σκα­λο καὶ Σω­τῆ­ρα Χρι­στό.
Δὲ γνω­ρί­ζου­με, ἀ­δελ­φοί μου, ἂν μᾶς ἔ­χει πε­ρά­σει ἀ­πὸ τὸ νοῦ ἡ σκέ­ψη ὅ­τι πα­ρό­μοι­α πρό­σκλη­ση ἀ­πὸ τὸν Ἰ­η­σοῦ, ἔ­χου­με λά­βει καὶ ἐ­μεῖς οἱ ἴ­διοι. Δὲν ἔ­χου­με λά­βει βέ­βαι­α τὴ μο­να­δι­κὴ καὶ ἀ­νε­πα­νά­λη­πτη κλή­ση τῶν Ἀ­πο­στό­λων, ἔ­χου­με ὅ­μως δε­χθεῖ τὴν προ­σω­πι­κή μας κλί­ση ὡς εὐ­ερ­γε­σί­α οὐ­ρά­νια μὲ τὸ Ἅ­γιο Βά­πτι­σμα, τὸ Ἅ­γιο Χρῖ­σμα, τὰ Ἱ­ε­ρὰ γε­νι­κῶς μυ­στή­ρια τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, ὅ­που μέ­σω αὐ­τῆς τῆς χά­ρι­τος ποὺ μᾶς πα­ρέ­χουν, κα­λού­μα­στε νὰ ἀ­γω­νι­στοῦ­με, ὥ­στε νὰ κρα­τή­σου­με καὶ νὰ αὐ­ξή­σου­με στὴ ζω­ή μας τὶς δω­ρε­ὲς τοῦ Θε­οῦ.
Μέ­σα στὸ μυ­στή­ριο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας κα­λού­μα­στε νὰ χω­ρέ­σου­με ὅ­λοι, κλει­στοὶ καὶ ἀ­νοι­χτοὶ τύ­ποι χα­ρα­κτή­ρων, πρό­σχα­ροι καὶ σο­βα­ροί, ἐ­πι­ει­κεῖς καὶ αὐ­στη­ροί, εὐ­αί­σθη­τοι καὶ δυ­να­μι­κοί, ὅ­ποι­οι κι ἂν εἴ­μα­στε ἐ­μεῖς, ὅ­ποι­οι καὶ ἂν εἶ­ναι οἱ ἄλ­λοι, οἱ δι­α­φο­ρε­τι­κοὶ ἀ­πὸ ἐ­μᾶς. Οἱ μα­θη­τὲς δέ­χτη­καν ἀ­μέ­σως τὴν κλή­ση τοῦ Χρι­στοῦ, ἀν­τα­πο­κρί­θη­καν αὐ­θόρ­μη­τα καὶ ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κά. Ἡ ἀ­πάν­τη­σή τους στὴν κλή­ση τοῦ Χρι­στοῦ ἦ­ταν πρά­ξη ὑ­πα­κο­ῆς. Ἐμ­πι­στεύ­θη­καν τὸν Χρι­στὸ καὶ πα­ρα­δό­θη­καν στὸ θέ­λη­μά Του. Ὁ δρό­μος λοι­πὸν πρὸς τὸν Χρι­στὸ εἶ­ναι ἕ­νας καὶ μο­να­δι­κός, ἡ ὑ­πα­κο­ὴ στὴν κλή­ση Του.
Ἡ κλή­ση τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι πάν­τα βα­θύ­τα­τα προ­σω­πι­κή. Ἀγ­γί­ζει τὸ κέν­τρο τοῦ ἑ­αυ­τοῦ μας, τὸν πυ­ρῆ­να τῆς ὕ­παρ­ξής μας. Ὁ λό­γος τοῦ Χρι­στοῦ δὲν εἶ­ναι μί­α νε­φε­λώ­δης φι­λο­σο­φί­α οὔ­τε μί­α ἀ­κα­τα­νό­η­τη, ὑ­ψη­λὴ καὶ φλύ­α­ρη θε­ο­λο­γί­α, ὅ­πως δυ­στυ­χῶς κά­πο­τε τὸν πα­ρα­μορ­φώ­νου­με καὶ τὸν κα­κο­ποι­οῦ­με ἐ­μεῖς. Ὁ λό­γος τοῦ Χρι­στοῦ ἔ­χει πάν­το­τε ἀ­με­σό­τη­τα μὲ τὰ ἐν­δι­α­φέ­ρον­τα καὶ τὴ ζω­ὴ τῶν ἀν­θρώ­πων, ὅ­πως ἀ­να­φέ­ρει πολ­λὲς φο­ρὲς τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο. Ἀρ­κεῖ νὰ θυ­μη­θοῦ­με ὅ­τι στοὺς ἀ­κρο­α­τές Του ποὺ σκέ­φτον­ται τὸν θε­ρι­σμό, μι­λᾶ γιὰ τὸν πνευ­μα­τι­κὸ θε­ρι­σμό. Στὴ Σα­μα­ρεί­τι­δα ποὺ πῆ­γε γιὰ νε­ρὸ στὸ πη­γά­δι, κά­νει λό­γο γιὰ τὸ «ὕ­δωρ τὸ ζῶν». Στοὺς ψα­ρά­δες ποὺ τοὺς ἀ­πα­σχο­λεῖ ἡ ἐρ­γα­σί­α τους, τοὺς μι­λᾶ γιὰ μί­α δι­α­φο­ρε­τι­κὴ πα­ρά­δο­ξη καὶ θαυ­μα­στὴ ἁ­λι­εί­α.
«Οἱ δὲ ἀ­φέν­τες ἅ­παν­τα ἠ­κο­λού­θη­σαν τὸν Χρι­στό». Ἐγ­κα­τέ­λει­ψαν τὰ πάν­τα καὶ ἀ­κο­λού­θη­σαν τὸν Χρι­στό. Δὲν ἦ­ταν μὲ κα­νέ­ναν καὶ μὲ τί­πο­τε στὸν κό­σμο τό­σο δε­μέ­νοι κι ἔ­τσι μπό­ρε­σαν νὰ δε­θοῦν μὲ τὸν Χρι­στὸ καὶ νὰ πα­ρα­δο­θοῦν στὴν ἀ­γά­πη Του. Γι’ αὐ­τὸ καὶ ὅ­ποι­ος ἀ­κο­λου­θεῖ πραγ­μα­τι­κὰ τὸν Χρι­στὸ δὲν προ­τρέ­χει οὔ­τε στέ­κε­ται μα­κριά του, ἀλ­λὰ ἀ­πε­λευ­θε­ρώ­νε­ται ἀ­πὸ κά­θε δέ­σμευ­ση μὲ πρό­σω­πα, πράγ­μα­τα καὶ κα­τα­στά­σεις καὶ ζεῖ μί­α και­νού­ρια πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Βι­ώ­νει τὴν ἐ­σω­τε­ρι­κὴ ἐ­λευ­θε­ρί­α, ποὺ πη­γά­ζει ἀ­πὸ τὴν ἀ­κλό­νη­τη πί­στη καὶ βε­βαι­ό­τη­τα ὅ­τι ἔ­χει βρεῖ τὴν ἀ­λή­θεια ποὺ ἐ­λευ­θε­ρώ­νει ἀ­πὸ ὅ­λα ὅ­σα κα­θη­με­ρι­νὰ τὸν πε­ρι­κυ­κλώ­νουν.
Καὶ ἀ­φοῦ ἔ­τσι ἔ­χουν τὰ πράγ­μα­τα, τί­θε­ται σο­βα­ρὰ τώ­ρα τὸ ἐ­ρώ­τη­μα: Ἐ­μεῖς ποὺ ἤ­δη ἔ­χου­με δε­χθεῖ καὶ ἔ­χου­με λά­βει τὴν πρό­σκλη­ση, τὸ χά­ρι­σμα τῆς υἱ­ο­θε­σί­ας καὶ τὶς δω­ρε­ὲς τοῦ Πα­να­γί­ου Πνεύ­μα­τος, ἀ­φή­νου­με ὅ­λα αὐ­τὰ ποὺ εἶ­ναι ἀν­τί­θε­τα μὲ τὸν Ἰ­η­σοῦ καὶ τὸ Πα­νά­γιο θέ­λη­μά Του; Ἢ μή­πως ἡ καρ­διά μας καὶ ὁ νοῦς μας εἶ­ναι κολ­λη­μέ­να σὲ πρό­σω­πα καὶ κα­τα­στά­σεις ποὺ θλί­βουν τὸ Ἅ­γιο Πνεῦ­μα; Στὴν ὕ­παρ­ξή μας, μορ­φώ­νου­με τὴν προ­σω­πι­κό­τη­τα τοῦ Κυ­ρί­ου Ἰ­η­σοῦ μὲ τὸν κα­θη­με­ρι­νὸ ἀ­γῶ­να ἐ­ναν­τί­ον τοῦ ποι­κί­λου κα­κοῦ ποὺ μᾶς πε­ρι­βά­λει ἢ ἡ θέ­λη­σή μας εἶ­ναι τό­σο ἐ­ξα­σθε­νη­μέ­νη, μὲ ἀ­πο­τέ­λε­σμα, ἐ­νῶ γνω­ρί­ζου­με τὸ ὀρ­θό, δὲν προ­σπα­θοῦ­με νὰ τὸ ἐ­φαρ­μό­σου­με; Εἴ­μα­στε ἕ­τοι­μοι γιὰ τὴν ἀ­γά­πη καὶ τὴ δό­ξα τοῦ Χρι­στοῦ νὰ ἀ­πο­κό­ψου­με ὁ­τι­δή­πο­τε κρα­τᾶ τὴν ψυ­χή μας ἀ­πὸ ὑ­ψη­λὰ πε­τάγ­μα­τα; Ἤ, ἀλ­λοί­μο­νο, κα­ταν­τοῦ­με σὰν τοὺς ἀ­ε­τοὺς ποὺ εἶ­ναι κλει­σμέ­νοι μέ­σα στὰ κλου­βιά;
Ἡ ἐ­κλο­γὴ καὶ ἡ κλή­ση τῶν Ἀ­πο­στό­λων εἶ­ναι ἕ­να ἀ­πὸ τὰ μυ­στή­ρια τοῦ Θε­οῦ, καὶ τὸ ἔρ­γο καὶ τὸ κα­τόρ­θω­μα τῶν Ἀ­πο­στό­λων εἶ­ναι ἕ­να ἀ­πὸ τὰ θαύ­μα­τα τοῦ Θε­οῦ. Ὁ Ματ­θαῖ­ος, εἶ­ναι ὁ τε­λώ­νης, ποὺ ἔ­γι­νε ὁ Ἀ­πό­στο­λος τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ κι ἔ­γρα­ψε τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο, ποὺ εἶ­ναι τὸ πρῶ­το βι­βλί­ο τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης, ἕ­να βι­βλί­ο τὸ ὁ­ποῖ­ο δι­α­βά­στη­κε πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ κά­θε ἄλ­λο στὸν κό­σμο. Ἀ­ξί­ζει νὰ κλεί­σου­με τὶς σκέ­ψεις μας, στὴν ἱ­ε­ρὴ μνή­μη τοῦ εὐ­αγ­γε­λι­στῆ Ματ­θαί­ου, μὲ τὶς λέ­ξεις μὲ τὶς ὁ­ποῖ­ες κλεί­νει καὶ τὸ ἱ­ε­ρὸ Εὐ­αγ­γέ­λιό του. Εἶ­ναι ἡ θεί­α καὶ γλυ­κύ­τα­τη φω­νὴ τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ τὴν ἀ­νά­στα­ση, μὲ τὴν ὁ­ποί­α βε­βαι­ώ­νει τοὺς μα­θη­τές Του καὶ τὴν Ἐκ­κλη­σί­α ὅ­τι θὰ εἶ­ναι πάν­τα μα­ζί μας ὡς τὴ συν­τέ­λεια τῶν αἰ­ώ­νων. Εἶ­ναι ἡ ὑ­πό­σχε­ση καὶ βε­βαί­ω­ση τοῦ Χρι­στοῦ, ποὺ οἱ πι­στοί, «ἄγ­κυ­ραν ἐλ­πί­δος κα­τέ­χον­τες ἀ­γαλ­λό­με­θα», κα­θὼς τὸ ψάλ­λο­με στὸν Κα­νό­να τοῦ Πά­σχα. Ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στὸς εἶ­πε στοὺς μα­θη­τὲς Του κα­θὼς τὸ πα­ρα­δί­δει ὁ εὐ­αγ­γε­λι­στὴς Ματ­θαῖ­ος «...ἐ­γὼ με­θ’ ὑ­μῶν εἰ­μι πά­σας τὰς ἡ­μέ­ρας ἕ­ως τῆς συν­τέ­λειας τοῦ αἰ­ῶ­νος». Ἀ­μήν.
 Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Χίου

Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2014

ΚΥΡΙΑΚΗ 9 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2014

Η  ΙΕΡΑ ΠΑΝΗΓΥΡΙΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ 
ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΛΑΤΟΜΙΤΙΣΣΗΣ

         Εορτάστηκε και φέτος με  εκκλησιαστική    μεγαλοπρέπεια η Ιερά Μνήμη του Αγίου Νεκταρίου στο παρεκκλήσιο που βρίσκεται πλησίον της Παναγίας Λατομιτίσσης.
Το Σάββατο το απόγευμα, παραμονή της εορτής  με κάθε λατρευτική κατάνυξη μετεφέρθη  το Ιερό λείψανο του Αγίου Νεκταρίου  από την Παναγία Λατομίτισσα όπου φυλάσσεται όλο τον χρόνο, εις το παρεκκλήσιον του Αγίου Νεκταρίου.
Αφ’ εσπέρας ο εφημέριος του Ιερού μας Ναού π. Βασίλειος Φιλιππάκης, πλαισιούμενος από τους  ιερείς Πρωτοπρεσβύτερο Γεώργιο Λούρο και Οικονόμο Βασίλειο Μανάρα έψαλλαν τα εγκώμια του  Αγίου την παραμονή  του πανηγυρικού Εσπερινού.
 Την Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2014 ημέρα εορτής του Αγίου, ετελέσθη ο Ορθρος   και η Πανηγυρική Θεία Λειτουργία.
Την εορτή τίμησαν με την παρουσία τους κατόπιν προσκλήσεως του εφημέριου, τα σχολεία της γύρω περιοχής:  - 4ο Γυμνάσιο Λέτσαινας, 9ο Δημοτικό Σχολείο Καρραδείου,  Βούρειο Δημοτικό Σχολείο και το Σχολείο  Ε.Ε.Ε.Ε.Κ.ΧΙΟΥ, συνοδευόμενα από τους Διευθυντάς και τους Εκπαιδευτικούς τους. 
   Στο τέλος  ο εφημέριος  ευχαρίστησε ιδιαίτερα τόσο τους Διευθυντάς των Σχολείων, όσο  και τους δασκάλους   και  μαθητάς  που παρευρέθησαν στον πανηγυρίζοντα Ιερό Ναό.
Πολλοί φιλέορτοι Χριστιανοί  προσήλθαν να τιμήσουν τις Ιερές Ακολουθίες,  την παραμονή,   και την  ημέρα της  εορτής.
Τον  χορό των ιεροψαλτών  αποτελούσε το τμήμα της Βυζαντινής Μουσικής του  Κουκουναρείου  Πνευματικού Κέντρου της  Ενορίας  μας, με τον χοροδιδάσκαλό τους  κ. Θεόδωρο Κουτσούδη.
Και του χρόνου να  είναι όλοι καλά.