Σάββατο 30 Σεπτεμβρίου 2017

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ



ΤΟ ΘΕΙΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 1 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ

ΤΟ  ΚΗΡΥΓΜΑ  ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ
Ἀριθμός 39
Κυριακή 1 Ὀκτωβρίου 2017
Β΄ ΛΟΥΚΑ
(Β΄Κορ. στ΄ 16-ζ΄1)
Βασική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀδελφοί μου, εἶναι ἡ περί τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου  καί τῆς πλάσεως τοῦ ἀνθρώπου. Τοῦτο ἀποδεικνύεται ἀπό τό γεγονός ὅτι, αὐτή ἡ διδασκαλία, συμπεριλαμβάνεται στό Σύμβολον τῆς Πίστεώς μας, ὅπου ὁμολογοῦμε τήν πίστιν μας στόν Ἕνα Θεόν, ὁ Ὁποῖος εἶναι ὁ ποιητής τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, « ὁρατῶν τε πάντων καί ἀοράτων». Αὐτός, ὁ πλάστης μας, μᾶς ἔπλασε «κατ’ εἰκόνα», καί ἡ προσπάθειά μας, ὁ πνευματικός ἀγώνας μας, ὅσον ὑπάρχομε ἐδῶ στήν γῆ, θά πρέπῃ νά κατατείνῃ εἰς τό «καθ’ ὁμοίωσιν», δηλαδή νά ὁμοιάσωμε στήν ἁγιότητα στόν Θεόν. Τοῦτο, βεβαίως, μέ τήν σχετικήν ἔννοιαν τοῦ ὅρου, διότι μέ τήν ἀπόλυτον ἔννοιαν ΑΓΙΟΣ εἶναι μόνον ὁ Θεός. «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός ». Καί σέ ἄλλο σημεῖον τῆς Θείας Λειτουργίας, στήν εὐχήν τοῦ Χερουβικοῦ ὕμνου, ὁ Ἱερεύς λέγει: «…Σύ γάρ μόνος, Κύριε ὁ Θεός ἡμῶν, δεσπόζεις τῶν ἐπουρανίων καί τῶν ἐπιγείων, …ὁ μόνος ἅγιος…».
Σχετικό μέ αὐτήν τήν διδασκαλίαν εἶναι τό ἀποστολικόν ἀνάγνωσμα πού ἀνεγνώσαμε σήμερα, καί τό ὁποῖον μᾶς εἶναι γνωστόν ἀπό τό Ἱερόν Μυστήριον τοῦ Εὐχελαίου, ἀφοῦ ἀποτελεῖ ἕνα ἀπό τά ἀποστολικά ἀναγνώσματα τά ὁποῖα ἀναγιγνώσκονται κατά τήν τέλεσιν αὐτοῦ τοῦ Ἱεροῦ Μυστηρίου. Ἄς προσέξωμεν τήν κατακλείδα τοῦ ἱεροῦ κειμένου: «…Καθαρίσωμεν ἑαυτούς ἀπό παντός μολυσμοῦ σαρκός καί πνεύματος, ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ». Νά, λοιπόν, ὁ σκοπός γιά τόν ὁποῖον μᾶς ἔπλασε ὁ Θεός.
Ὅμως, ἐάν ρίξομεν μιά ματιά στήν καθημερινή μας ζωή, θά διαπιστώσωμεν ὅτι πολλοί ἄνθρωποι ἀγνοοῦν τόν πραγματικόν σκοπόν τῆς ζωῆς, ἤ, καί ἄν τόν γνωρίζουν, τόν θέτουν στό περιθώριον, τόν παραγκωνίζουν, ἐπιδιώκουν κάτι ἄλλο στήν ζωήν τους.
Γιά παράδειγμα, κάποιοι νομίζουν ὅτι τό πᾶν στήν ζωήν εἶναι ὁ πλοῦτος καί ὅτι ἐκεῖ βρίσκεται ἡ εὐτυχία. Πόσον, ὅμως,πλανῶνται! Δέν σκέπτονται ὅτι ἔρχεται ἡ στιγμή τοῦ θανάτου, καί τότε «οὐ παραμένει ὁ πλοῦτος, οὐ συνοδεύει ἡ δόξα· ἐπελθών γάρ ὁ θάνατος, ταῦτα πάντα ἐξηφάνισται», ὅπως μᾶς λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός. Ἔρχεται ἡ ὥρα τοῦ θανάτου, καί τότε ὅλα τά ἀφήνομε ἐδῶ. Καί ἐάν δέν ἔχομε τακτοποιήσει τά πράγματά μας, τά περιουσιακά μας στοιχεῖα, τότε οἱ κληρονόμοι τσακώνονται γιά τήν μοιρασιά, τί θά πάρῃ καί πόσα ὁ καθένας.
Ἄλλοι ἐπιδιώκουν στήν ζωήν τους τά ἀξιώματα. Θέλουν νά ἀνεβοῦν, ὅπως λέμε, καί πρός τόν σκοπόν αὐτόν μετέρχονται κάθε τρόπον ἤ καί ἀθέμιτα μέσα , παραγκωνίζοντας ἀξίους συναδέλφους των, προκειμένου νά ἱκανοποιήσουν τίς ἐπιθυμίες τους, νά ἐπιτύχουν αὐτό πού θέλουν.
Γιά τόν Χριστιανόν, πρώτιστος σκοπός θά πρέπῃ νά εἶναι ἡ ἁγιωσύνη.  Γι’ αὐτήν μίλησε ὁ Θεός στόν Μωυσῆ λέγοντάς του «ἅγιοι ἔσεσθε».  Γι’ αὐτήν παρακαλεῖ ὁ Χριστός μας τόν Θεόν Πατέρα Του, στήν λεγομένην ἀρχιερατικήν προσευχήν, λέγοντας: «Πάτερ Ἅγιε, ἁγίασον αὐτούς ἐν τῷ ὀνόματί Σου». Ἀλλά καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅπως προείπαμε, μᾶς καλεῖ νά καθαρίσωμεν τούς ἑαυτούς μας «ἀπό παντός μολυσμοῦ σαρκός καί πνεύματος, ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ».
Ὅμως, τί σημαίνει ἁγιωσύνη, τί σημαίνει ἁγιότης, γιά μᾶς τούς χριστιανούς; Εἶναι ὁ ὕψιστος σκοπός τῆς ὑπάρξεώς μας σ’αὐτήν ἐδῶ τήν ζωήν. Νά ὁμοιάσωμεν στόν Θεόν, μέ τήν σχετικήν  ἔννοιαν. Διότι, ἐπαναλαμβάνομεν ὅτι, ΑΓΙΟΣ μέ τήν ἀπόλυτον ἔννοιαν εἶναι μόνον ὁ Θεός. Τί σημαίνει, λοιπόν, γιά μᾶς νά γίνωμεν ἅγιοι; Σημαίνει νά ἀκολουθήσωμεν τήν πορείαν τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ ὁποῖοι δέν γεννήθηκαν Ἅγιοι, ἦσαν ἄνθρωποι ἁμαρτωλοί,  μέ πάθη, ἀδυναμίες, ἐλαττώματα, ὅμως ἡ ὅλη τους ἐπί γῆς ζωή ἦτο ἕνας συνεχής καί ἀδιάκοπος ἀγώνας γιά νά ξερριζώσουν τά ἀγκάθια τῶν παθῶν μέσα ἀπό τήν ψυχήν τους καί νά ἀφήσουν, ὅπως σημειώνει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, μόνον τό κάλλος, τήν ὀμορφιά τῆς ψυχῆς. Καί τό κατόρθωσαν μέ τήν Χάριν τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτό καί βλέπομε τό πρόσωπόν τους νά περιβάλλεται ἀπό τόν στέφανον τῆς δόξης, τόν στέφανον τῆς ἁγιότητος, ὡς ἐπιβράβευσις γιά τόν πνευματικόν τους ἀγῶνα.
Ἀδελφοί μου!
Ἀπό τό ἀναρίθμητον πλῆθος τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας κανείς δέν ἐγεννήθη «ἐκ κοιλίας μητρός αὐτοῦ» ἅγιος. Ὅλοι ἦσαν ἁμαρτωλοί, ἀτελεῖς, ὁ καθένας μέ τά δικά του πάθη. Ὅμως ἀγωνίσθηκαν. Τί σημαίνει αὐτό; Ὅτι προσεπάθησαν νά περιορίσουν ἤ καί νά ἐξαλείψουν  τά πάθη καί τά ἐλαττώματά τους. Προσεπάθησαν νά βιώσουν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τόν Νόμον Του, τίς ἐντολές Του. Ἔτσι ἔφθασαν σέ ὕψος ἀρετῆς καί ἁγιότητος.
Εἴθε, νά τούς μιμηθοῦμε, «ἐπιτελοῦντες» καθημερινῶς, κάθε ὥρα, κάθε στιγμή «ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ». ΑΜΗΝ Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Χίου

Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2017

ΤΟ ΘΕΙΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 24 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ

Ἀριθμός 38
Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2017
Α΄ ΛΟΥΚΑ
( Β΄ Τιμ. γ΄10-15 )
Δύο ἐπιστολές τοῦ Ἀποστόλου Παύλου πρός τόν Τιμόθεον  ἔχομε στήν Καινήν Διαθήκην, ἀδελφοί μου, τήν Α΄ καί τήν Β΄. Τό ἀποστολικόν ἀνάγνωσμα, τό ὁποῖον ἀκούσαμε σήμερα, εἶναι ἕνα τμῆμα ἀπό τήν Β΄ πρός Τιμόθεον ἐπιστολήν. Τί μᾶς λέγει;  Ποιό τό περιεχόμενον τοῦ ἱεροῦ κειμένου πού ἀκούσαμε;
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀπευθύνεται πρός τόν μαθητήν του καί συνεργάτην του στό ποιμαντικό ἔργον καί κυρίως στό κηρυκτικόν, αὐτό πού ἀποσκοπεῖ στήν διάδοσιν τοῦ εὐαγγελικοῦ μηνύματος καί τοῦ φωτισμοῦ τῶν ἀνθρώπων μέ τό φῶς τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ, καί τόν διδάσκει.
Τόν διδάσκει καί τοῦ τονίζει τήν ἀξίαν κάποιων χριστιανικῶν ἀρετῶν. Τήν ἀξίαν τῆς πίστεως, τῆς ἀγάπης, τῆς μακροθυμίας, οἱ ὁποῖες ἀρετές εἶναι ταυτοχρόνως καί κάποια ἀπό τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τά ὁποῖα κατονομάζει στήν πρός Γαλάτας ἐπιστολήν του, ὅπου μεταξύ τῶν ἄλλων γράφει: «Ὁ καρπός τοῦ πνεύματος ἐστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πρᾳότης,  ἐγκράτεια» (Γαλ. ε΄22).
Κατόπιν, μνημονεύει τά παθήματά του στά Λύστρα, στό Ἰκόνιον καί στήν Ἀντιόχειαν. Γιατί; Μήπως προβάλλει ἑαυτόν;  Μήπως θέλει νά κερδήσῃ τόν ἔπαινον τῶν ἄλλων; Ὄχι βεβαίως. Κάνει αὐτήν τήν ἀναφοράν στά παθήματά του, γιατί θέλει νά προετοιμάσῃ τόν μαθητήν του Τιμόθεον γιά ὅσα θά ἐπιτρέψῃ ὁ Θεός καί θά πάθῃ γιά τόν Χριστόν. Καί τοῦ παραγγέλλει νά μή λυγίσῃ, ἀλλά νά παραμείνῃ σταθερός, ἀμετακίνητος, ἀκλόνητος στήν χριστιανικήν του πίστιν.
Τά παθήματα, οἱ δοκιμασίες, ὁ πόνος στήν οἱανδήποτε μορφήν του εἶναι γνωρίσματα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Ἀλλά καί  ἡ σταθερότης στήν πίστιν μας πρός τόν Χριστόν. Τοῦτο σημαίνει πώς, ὅ,τι καί ἄν συμβῇ στή ζωή μας (ἀρρώστιες, οἰκονομικά ἀδιέξοδα, θάνατος, ὅ,τι ἐπιτρέψει ὁ Θεός), πρέπει, ἐφόσον εἴμεθα πιστοί δοῦλοι τοῦ Θεοῦ καί ὑποτάσσομε τό θέλημά μας στό δικό Του θέλημα, νά μή λυγίσωμε, νά μή γογγίσωμε, νά παραμείνωμε πιστοί στόν Θεόν, νά δεχθοῦμε τόν πόνον καί τήν θλῖψιν ὡς ἐπίσκεψιν τοῦ Θεοῦ καί νά ἐπαναλαμβάνωμεν τά λόγια τοῦ πολυάθλου Ἰώβ: «Εἰ τά καλά ἐδεξάμεθα παρά Κυρίου, τά κακά οὐχ ὑπείσωμεν; Εἴη τό ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον εἰς τούς αἰῶνας».
Καί κάτι ἄλλο θά πρέπῃ νά προσέξωμεν. Ἡ χριστιανική πίστις δέν ἐπιτρέπει συμβιβασμούς. Τί σημαίνει αὐτό; Ὅτι ὡς χριστιανοί, πιστοί καί συνειδητοί χριστιανοί, μένομε σταθεροί καί ἀμετακίνητοι στίς ἀρχές μας, σέ ὅ,τι μᾶς διδάσκει ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία, καί δέν κάνωμε ὑποχωρήσεις καί συμβιβασμούς, δέν παρεκλείνομεν τῆς γραμμῆς τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὅταν δέ βρεθοῦμε στό δίλημμα, τί νά κάνωμε, ἀφοῦ ἄλλο μᾶς ζητάει ὁ Νόμος τοῦ Θεοῦ, καί κάτι ἄλλο, ἀντίθετο πρός τόν θεῖον Νόμον, ὁ νόμος τῶν ἀνθρώπων, ὁ νόμος τῆς πολιτείας, τότε χωρίς πολλήν σκέψιν ἀκολουθοῦμε τόν Νόμον τοῦ Θεοῦ, σύμφωνα μέ τήν ἐντολήν τῆς Ἐκκλησίας μας «πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἤ ἀνθρώποις» (Πράξ. ε΄29). Ὡς παράδειγμα νά ἀναφέρωμεν τοῦτο, ὁ χριστιανός ἐπιλέγει τόν θρησκευτικόν γάμον, ὁ ὁποῖος εἶναι Εὐλογία, καί ὄχι τόν πολιτικόν ἤ τό σύμφωνον συμβιώσεως, τά ὁποῖα συνιστοῦν πορνείαν.
Στίς ἡμέρες μας, δέν εἶναι λίγοι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι προσπαθοῦν νά μᾶς «ἐκτροχιάσουν», νά μᾶς «ξεγελάσουν», νά μᾶς ἀπομακρύνουν ἀπό τόν Θεόν καί τήν Ἐκκλησίαν Του, εἴτε αὐτοί εἶναι αἱρετικοί, εἴτε εἶναι ἄπιστοι πολιτικοί, εἴτε…, λέγοντάς μας, λ.χ.: Μά, ὑπάρχει  ἄλλη ζωή; Γύρισε κανείς νά μᾶς τό ἐπιβεβαιώσῃ; Ἤ, γιατί οἱ τίμιοι ὑποφέρουν,  καί οἱ ἄδικοι προκόπτουν στήν ζωήν τους; Τί ἀπάντησιν ἔχομε νά δώσωμεν; Τήν ἀπάντησιν τῆς Ἁγίας μας  Ἐκκλησίας: «Πάντες οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διωχθήσονται » (Α΄Τιμ. γ΄12). Ὁ καλός χριστιανός δοκιμάζεται στό καμίνι τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἐδοκιμάσθηκαν ὅλοι οἱ Ἅγιοι. Νά θυμηθοῦμε τόν ἁγιογραφικόν λόγον: «Ὁ Θεός ἐπείρασεν αὐτούς καί εὗρεν αὐτούς ἀξίους ἑαυτοῦ». Καί «ὡς χρυσόν ἐν χωνευτηρίῳ ἐδοκίμασεν αὐτούς» (Σοφ. Σολ. β΄5,6).
Ἀδελφοί μου!
Ἡ ὀρθόδοξος πίστις μας εἶναι θησαυρός, εἶναι τό πολύτιμο μαργαριτάρι μας. Ἀναγνωρίζοντας τήν ἀξίαν αὐτοῦ τοῦ θησαυροῦ, ἄς μένωμε σταθεροί στήν πίστιν μας στόν Χριστόν, ἔστω καί ἄν κάποιες στιγμές πονᾶμε στή ζωή μας, καί ἄς προκόπτωμε σέ κάθε ἔργο θεάρεστον, σέ ἔργα πίστεως καί ἀρετῆς. ΑΜΗΝ.   Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Χίου

Σάββατο 16 Σεπτεμβρίου 2017

ΤΟ ΘΕΙΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 17 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ

Ἀριθμός 37

Κυριακή 17 Σεπτεμβρίου 2017
ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΥΨΩΣΙΝ
( Γαλ. β΄16-20 )
Ὅλοι μας, ἀδελφοί μου, αἰσθανόμεθα τήν δίψα γιά ζωήν, τήν ἀκατανίκητη δίψα γιά ζωήν. Ὅπως λέγει καί ἡ σοφία τοῦ ἁπλοῦ λαοῦ, «ἡ ζωή εἶναι γλυκιά παρά τά χίλια βάσανά της». Ὁ ἄνθρωπος θέλει νά ζήσῃ,  θέλει νά ζῇ, δέν θέλει νά πεθάνῃ. Ἐξ ἄλλου,  γνωρίζομεν ὅτι ὁ Θεός μᾶς ἔπλασε γιά νά ζοῦμε αἰώνια,  γνωρίζομεν ὅτι ὁ σωματικός θάνατος εἶναι συνέπεια τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, εἶναι καρπός τῆς ἁμαρτίας. Συχνά ἀκοῦμε κάποιους νά λένε: «θέλω νά ζήσω τή ζωή μου». Ἤ, νά λένε «αὐτός ζῆ καλά τή ζωή του». Ἀντίληψις δέ τῆς ἐποχῆς μας εἶναι νά τρῶμε καλά, νά πίνωμε, νά διασκεδάζωμε, νά κάνωμε τά ταξιδάκια μας, νά ἔχωμε χρήματα, νά ἱκανοποιοῦμε τίς ἐπιθυμίες μας.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς μιλάει γιά διαφορετικόν τρόπον ζωῆς, γιά τό πῶς πρέπει νά ζῇ ὁ χριστιανός. Τονίζει στό σημερινό ἀνάγνωσμα: «Χριστῷ συνεσταύρωμαι, ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός».
Καί γεννᾶται τό ἑξῆς ἐρώτημα: Ποιά τά βασικά στοιχεῖα τῆς ζωῆς τοῦ χριστιανοῦ;
1ον. Ἡ σταύρωσις. Ὅπως ὁ Χριστός σταυρώθηκε, ἔτσι καί ὁ χριστιανός θά πρέπῃ νά σταυρωθῇ. Τί σημαίνει αὐτό; Σημαίνει νά σταυρώσωμε τόν «παλαιόν ἄνθρωπον», τά πάθη μας,  ὅ,τι βρίσκεται σέ ἀντίθεσι μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ,  ὅ,τι μᾶς ἀπομακρύνει ἀπό τόν Θεόν,  ὅ,τι δέν μᾶς ἐπιτρέπει νά δεχθοῦμε τήν χάριν τοῦ Θεοῦ.Νά θυμηθοῦμε τί συμβολίζει ἡ τριττή κατάδυσις καί ἀνάδυσις στό εὐλογημένο νερό τοῦ Ἱεροῦ Μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος. Συμβολίζει τήν ἀναγέννησιν τοῦ βαπτιζομένου ἀνθρώπου. Γι’ αὐτό καί ὁ Ἱερεύς προσεύχεται «ὑπέρ τοῦ γενέσθαι σύμφυτον καί κοινωνόν τοῦ θανάτου καί τῆς ἀναστάσεως Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ».
2ον. Ἡ ἀναγέννησις. Σταυρώνοντας τά πάθη του ὁ ἄνθρωπος, ὁδηγεῖται σέ μιά καινούρια ζωή, τήν ἐν Χριστῷ ζωήν. Νιώθει μέσα του τήν παρουσίαν τοῦ Χριστοῦ, τό φῶς Του νά τόν φωτίζῃ, τό χέρι Του νά τόν καθοδηγῇ.
Ἄς θυμηθοῦμε τί παρακαλεῖ ὁ Ἱερεύς τόν Θεόν, καθώς τελεῖ τό Ἱερόν Μυστήριον τοῦ Εὐχελαίου: «Τά χείλη αὐτῶν ἄνοιξον πρός δοξολογίαν τοῦ ὀνόματός σου, τάς χεῖρας αὐτῶν ἔκτεινον πρός ἐργασίαν τῶν ἐντολῶν σου, τούς πόδας αὐτῶν πρός τόν δρόμον τοῦ Εὐαγγελίου σου κατεύθυνον, πάντα αὐτῶν τά μέλη καί τήν διάνοιαν τῇ σῇ κατασφαλιζόμενος χάριτι».
Καί 3ον. Ὑποταγή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὅλοι οἱ χριστιανοί εἴμεθα μαθηταί τοῦ Χριστοῦ. Ἄρα ὀφείλομεν νά ἐναρμονίζωμεν τό θέλημά μας στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τοῦτο, ἐξ ἄλλου,  λέμε στήν συνομιλίαν μας μέ τόν Θεόν Πατέρα μας. Τί Τοῦ λέμε; «Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς … γενηθήτω τό θέλημά σου, ὡς ἐν οὐρανῷ, καί ἐπί τῆς γῆς». Ἀγωνιζόμεθα, λοιπόν, γιά νά ἐφαρμόσωμεν τόν Νόμον Του, τίς ἐντολές Του, τήν διδασκαλίαν Του, τό θέλημά Του στήν ζωήν μας. Καί τότε; Τότε ζῆ μέσα μας ὁ Χριστός.
Ζῆ στήν σκέψιν μας. Οἱ σκέψεις μας δέν εἶναι πονηρές, δέν εἶναι ἁμαρτωλές, ἀλλά ἁγνές, ἅγιες, φωτεινές.
Ζῆ στίς ἐπιδιώξεις μας. Εἶναι σύμφωνες μέ τήν χριστιανικήν ἀγάπην, τήν ἠθικήν τοῦ Εὐαγγελίου, τήν δικαιοσύνην τοῦ Θεοῦ, τήν ἀρετήν, τόν Νόμον τοῦ Θεοῦ.
Ζῆ στίς ἐνέργειές μας. Τό στόμα μας, τά χέρια μας, τά πόδια μας ἐνεργοῦν καί πράττουν τά εὐάρεστα τῷ Θεῷ.
Ἀδελφοί μου!
Ὅ,τι πιό ὄμορφο εἶναι ἡ ζωή. Ὄχι, ὅμως, ἡ ζωή ἡ ψεύτικη, ἡ ὁποία ἀποβλέπει στήν ἱκανοποίησιν τῶν αἰσθήσεων, ἐπιθυμιῶν καί ὀρέξεων, διότι στίς περιπτώσεις αὐτές ὁ ἄνθρωπος τρέμει μπροστά στόν θάνατον, φοβᾶται τόν θάνατον.
Ἀπεναντίας, ἡ ζωή ἡ χριστιανική, μέ τήν ἔννοιαν τῆς βιώσεως τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, εἶναι ψυχική ἀγαλλίασις, διότι μᾶς ἑνώνει μέ τόν Θεόν καί μᾶς δίνει ἐλπίδα. Ἀρχίζει ἐδῶ στή γῆ καί συνεχίζεται στήν αἰωνιότητα. Καθώς διδάσκει ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος «Ἰησοῦς ἐστίν ἡ ζωή τῶν πιστῶν». Καί, θάνατος, «ἡ ἄνευ Χριστοῦ ζωή». Εἴθε αὐτήν τήν ἐν Χριστῷ ζωήν νά ζοῦμε καθημερινῶς, ὅσα χρόνια μᾶς χαρίσει ὁ Ζωοδότης Χριστός ἐδῶ στήν γῆν.  ΑΜΗΝ.                 Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Χίου

Σάββατο 9 Σεπτεμβρίου 2017

ΤΟ ΘΕΙΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 10 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ

Ἀριθμός 36

Κυριακή 10 Σεπτεμβρίου 2017
ΠΡΟ ΤΗΣ ΥΨΩΣΕΩΣ
( Γαλ. στ΄11-18 )
Πρός τούς χριστιανούς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Γαλατείας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἀπευθύνεται ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἀδελφοί μου. Καί μεταξύ τῶν ἄλλων γράφει: «Ἐμοί δέ μή γένοιτο καυχᾶσθαι εἰ μή ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Χριστοῦ…». Γιατί τά γράφει αὐτά; Διότι ἀνάμεσα τους ὑπῆρχαν Ἰουδαΐζοντες χριστιανοί. Χριστιανοί οἱ ὁποῖοι προήρχοντο ἀπό τίς τάξεις τῶν Ἰουδαίων καί οἱ ὁποῖοι, παρά τό βάπτισμά τους καί τήν πίστιν τους στόν Χριστόν, ἐξακολουθοῦσαν νά τηροῦν τίς διατάξεις τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου καί τήν περιτομή, διδάσκοντας μάλιστα ὅτι εἶναι ἀπαραίτητη γιά τήν σωτηρίαν. Ὅσοι τήν ἐτηροῦσαν, ἐκαυχῶντο. Σ’ αὐτήν τήν κούφια καύχησιν ἀντιτάσσει, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, τήν καύχησιν γιά τόν σταυρόν τοῦ Χριστοῦ.
Καί, βεβαίως, ἄν οἱ Ἰουδαΐζοντες χριστιανοί ἐκαυχῶντο γιά τήν περιτομήν, σήμερα βλέπομε ὁ ἀνθρωποκεντρισμός νά εἶναι ἡ κυρίαρχη ἀντίληψις πολλῶν ἀνθρώπων, καί μάλιστα χριστιανῶν. Τί σημαίνει αὐτό; Ὁ σημερινός ἄνθρωπος πιστεύει περισσότερον στόν ἑαυτόν του, καί λιγότερο στόν Θεόν. Ἐμπιστεύεται στίς δικές του δυνάμεις καί ἱκανότητες. Στηρίζεται στό χρῆμα καί στά ὑλικά ἀγαθά πού ἔχει. Στήν μόρφωσι, στά πτυχία του, στήν κοινωνική θέσιν τήν ὁποίαν κατέχει καί τά ὅμοια. Ὅλα αὐτά ἐνισχύουν τόν ἐγωισμόν του, τήν ὑπερηφάνειάν του καί τήν ἀλαζονείαν του. Ξεχνᾶ τόν Θεόν, τόν Ὁποῖον θυμᾶται μόνον στίς δυσκολίες τῆς ζωῆς. Ξεχνᾶ ὅτι σήμερα ἔχει πλούτη, αὔριο ἴσως ὄχι.  Νά θυμηθοῦμε τί ψάλλομεν στήν ἀρτοκλασίαν: «Πλούσιοι ἐπτώχευσαν καί ἐπείνασαν...». Ξεχνᾶ ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος ὅτι σήμερα ὅλοι μπορεῖ νά τόν ὑπολογίζουν, αὔριο ἴσως ὄχι. Λ.χ. μπορεῖ νά εἶναι κάποιος ὑπουργός, καί αὔριο νά πάῃ σπίτι του, ὅπως λέμε. Ἄρα, γι’ αὐτά πού προαναφέραμε, τά τόσον ἀσταθῆ, δέν πρέπει νά καυχᾶται ὁ ἄνθρωπος.
Καί τό ἐρώτημα πού προβάλλει εἶναι, ὑπάρχει κάτι γιά τό ὁποῖον ἀξίζει καί πρέπει νά καυχᾶται ὁ χριστιανός;  Ναί, εἶναι ὁ σταυρός τοῦ Χριστοῦ.
Πρῶτον, διότι ἐκφράζει τό μυστήριον τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιά μᾶς. «Μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδείς ἔχει, ἵνα τις τήν ψυχήν αὐτοῦ θῇ ὑπέρ τῶν φίλων αὐτοῦ» (Ἰωάν.ιε΄13). Καί σέ ἄλλο σημεῖον, «Οὕτω γάρ ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωήν αἰώνιον» ( Ἰωάν.γ΄16). Ὁ Ἱερός Χρυσόστομος στό ἐρώτημα γιά  τί πρέπει νά καυχώμεθα, μᾶς λέγει: γιά τό γεγονός ὅτι ὁ Χριστός ἔλαβε δούλου μορφήν καί ἔπαθεν «δι’ ἡμᾶς τούς ἀνθρώπους καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν».
Δεύτερον, ὁ Χριστός εἶναι ἡ ἐλπίδα μας. Στόν σταυρόν τοῦ Χριστοῦ στηρίζονται ὅλες οἱ ἐλπίδες μας, ἀκόμα καί αὐτή τῆς ἀναστάσεώς μας: «προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν...». Χωρίς σταυρόν δέν ὑπάρχει ἀνάστασις. Ὁ χριστιανός καλεῖται νά σηκώσῃ τόν δικόν του σταυρόν, νά βαδίσῃ τήν δικήν του πορείαν πρός τόν Γολγοθᾶ, μέ ὅποιον πόνον τοῦ δώσει ὁ Θεός καί νά προσβλέπῃ στήν χαράν τῆς ἀναστάσεως καί τήν ἀπόλαυσιν τῆς ἐν Χριστῷ μακαριότητος. Οἱ χριστιανοί δέν εἴμεθα « ὥσπερ οἱ μή ἔχοντες ἐλπίδα», ἔχομεν ἐπαναλαμβάνω ἐλπίδα, τόν σταυρόν τοῦ Χριστοῦ.
Καί Τρίτον. Ὁ σταυρός εἶναι τό στήριγμά μας. Ἀπό τήν στιγμήν πού ἐπάνω στό ξύλον θυσιάσθηκε ὁ Θεάνθρωπος, ὁ σταυρός εἶναι πηγή ἁγιασμοῦ, χάριτος, εὐλογίας καί ἐνισχύσεως. «Σύ μου σκέπη κραταιά ὑπάρχεις, ὁ τριμερής σταυρός τοῦ Χριστοῦ, ἁγίασόν  με τῇ δυνάμει σου».
Ἀδελφοί μου!
Καύχημα στή ζωή μας ἄς μήν εἶναι τά γήϊνα, ἐφήμερα καί πρόσκαιρα ὑλικά ἀγαθά.  Ἄς εἶναι ὁ σταυρός τοῦ Χριστοῦ. Καί ὄντας σταυροφόροι, ἀφοῦ ὁ καθένας μας σηκώνει τόν δικόν του σταυρόν, καί καθώς ἡ Ἐκκλησία μας θά μᾶς καλέσῃ νά τόν προσκυνήσωμεν σέ λίγες μέρες, ἄς τόν προσκυνήσωμεν μέ εὐλάβειαν. Εἶναι «ὁ φύλαξ τῆς οἰκουμένης», εἶναι «τῶν πιστῶν τό στήριγμα». Ἄς τελειώσωμε μέ τήν δέησιν τῆς Ἐκκλησίας μας: «Ἡ ἀήττητος καί ἀκατάλυτος καί θεία δύναμις τοῦ Τιμίου καί ζωοποιοῦ Σταυροῦ μή ἐγκαταλείπῃς ἡμᾶς τούς ἁμαρτωλούς». ΑΜΗΝ Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Χίου.

Σάββατο 2 Σεπτεμβρίου 2017

ΤΟ ΘΕΙΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 3 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ



Ἀριθμός 35
Κυριακή 3 Σεπτεμβρίου 2017
ΙΓ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(Α΄Κορ. ιστ΄13-24)
Τό σημερινό ἀποστολικόν ἀνάγνωσμα, ἀδελφοί μου, εἶναι ἕνα τμῆμα ἀπό τήν Α΄πρός Κορινθίους ἐπιστολήν τοῦ Ἀποστόλου Παύλου.  Γιά νά κατανοήσωμε τό περιεχόμενό του, θά πρέπῃ νά γνωρίζωμε γιά ποιόν λόγον ἔγραψε αὐτήν ὁ Ἀπ. Παῦλος. Ποιός ὁ λόγος; Ἡ Κόρινθος σήμερα εἶναι μία μικρή σχετικά πόλις. Ἀλλά στήν ἀρχαιότητα, στήν ἐποχήν τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καί ἀκόμα παλαιότερα, ἦτο μία ἀπό τίς μεγαλύτερες πόλεις τῆς οἰκουμένης. Εἶχε ἀναπτυχθῆ πολύ, εἶχε πλοῦτον πολύν.  Ἀλλά εἶναι παρατηρημένον ὅτι, ὅπου πλοῦτος, ἐκεῖ καί διαφθορά. Εἰδικά στήν Κόρινθον, δύο παράγοντες ἔκαναν τήν διαφθοράν μεγάλην.
Πρῶτον, ἡ θρησκεία, ἡ εἰδωλολατρία. Οἱ ἄνθρωποι ἐλάτρευαν μεταξύ τῶν ἄλλων καί τήν θεάν Ἀφροδίτην, θεάν τῆς ἡδονῆς. Πρός τιμήν της οἱ Κορίνθιοι εἶχαν ἀνεγείρει πολυτελέστατον ναόν. Γύρω δέ ἀπό τόν ναόν ὑπῆρχαν λαμπρά οἰκήματα μέ διεφθαρμένες γυναῖκες, πού ὀνομάζονταν ἱέρειες τῆς Ἀφροδίτης. Δηλαδή, ἡ πορνεία ἦτο εἶδος καί τρόπος λατρείας τῆς θεᾶς Ἀφροδίτης.
Καί δεύτερον. Ὁ ἄλλος λόγος, πού συνετέλεσε στήν αὔξησιν τῆς διαφθορᾶς στήν Κόρινθον, ἦτο ἡ παρουσία κάποιων φιλοσόφων καί συγκεκριμένα στήν Κόρινθον τοῦ Ἐπικούρου, ὁ ὁποῖος ἐδίδασκε ὅτι ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου πεθαίνει, ὅπως τό σῶμα. Δέν ἐπίστευε στήν ἀνάστασιν τῶν νεκρῶν, καί ἐδίδασκε ὅτι, πέραν ἀπό τά ὑλικά ἀγαθά καί τίς ἡδονές, δέν ὑπάρχει τίποτα ἄλλο. Σύνθημά του τό «φάγωμεν, πίωμεν, αὔριον γάρ ἀποθνήσκομεν». Στήν πόλιν αὐτήν ἦλθε καί ἐκήρυξεν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Ἐκήρυξεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει θεῖον προορισμόν, ὅτι ἡ ψυχή δέν πεθαίνει, ὅτι οἱ νεκροί θά ἀναστηθοῦν, ἐφόσον «Χριστός ἀνέστη ἐκ νεκρῶν».
Τίς πρῶτες ἡμέρες τοῦ ἐρχομοῦ του στήν Κόρινθον, συνήντησε κάποιον ἀπό τούς ἐλαχίστους ἐκεῖ χριστιανούς, τόν Ἀκύλαν. Ὁ Ἀκύλας ἦτο Ἰουδαῖος. Αὐτός καί ἡ γυναίκα του ἡ Πρίσκιλλα εἶχαν πιστεύσει στόν Χριστόν. Ὁ Ἀκύλας ἦτο σκηνοποιός (ἔφτιαχνε σκηνές). Καί, ἐπειδή καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἦτο σκηνοποιός, γνωρίσθηκε μέ τόν Ἀκύλα καί ἐργαζόταν στό ἐργαστήριόν του. Ὅμως, αὐτό πού τούς συνέδεε ἰδιαίτερα ἦτο ἡ πίστις στόν Ἰησοῦν Χριστόν. Ὁ Ἀκύλας καί ἡ Πρίσκιλλα, τό εὐσεβές αὐτό ἀνδρόγυνο, εἶχαν κάνει τό σπίτι τους, καί ἐκεῖ στήν Κόρινθον ἀρχικά, καί ἀργότερα στήν Ἔφεσον τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ὅπου πῆγαν καί συναντήθηκαν πάλι μέ τόν Ἀπόστολον Παῦλον, κέντρον Ἱεραποστολῆς. Τό σπίτι αὐτό ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἄν προσέξαμε, τό ὀνομάζει «κατ’οἶκον ἐκκλησία». Τί σημαίνει αὐτό;
Στήν ἐποχή τῶν πρώτων αἰώνων, πού ἡ πίστις κατεδιώκετο, ναοί δέν ὑπῆρχαν. Οἱ χριστιανοί γιά νά λατρεύσουν τόν Θεόν, κατέφευγαν στίς κατακόμβες καί ἐκεῖ, κρυφά ἀπό τούς εἰδωλολάτρας, ἐτελοῦσαν τήν λατρείαν τους καί βεβαίως τήν θείαν λειτουργίαν. Ἀλλά καί κάποιοι ζηλωτές χριστιανοί  ἔκαναν τά σπίτια τους ἐκκλησίες. Πῶς; Εὐτρέπιζαν ἕνα δωμάτιο, κατά προτίμησιν τό ἀνώγειον, ἔβαζαν στή μέση ἕνα τραπέζι, ἐκεῖ μαζεύονταν, καί μέ σιγανή φωνή ἐλάτρευαν τόν Θεόν. Ἔψαλλαν ὅλοι μαζί κάποιους ψαλμούς, ἐδιάβαζαν τόν λόγον τοῦ Θεοῦ, καί ὁ Ἱερεύς ἐκήρυττε μέ ἁπλᾶ λόγια. Κατόπιν ἐτελοῦσαν τήν θείαν λειτουργίαν καί ἐκοινωνοῦσαν τῶν ἀχράντων Μυστηρίων. Ἔπειτα ὁ Ἱερεύς ὑπενθύμιζε σ’ αὐτούς τό καθῆκον τους νά βοηθοῦν τούς φτωχούς, καί οἱ πιστοί προσέφεραν πρόθυμα τήν ἐλεημοσύνην, διότι δέν ἤθελαν κανένας χριστιανός ἀδελφός τους νά ὑποφέρῃ καί νά δυστυχῇ. Τέλος, ὅλοι παρεκάθηντο σέ μίαν κοινήν τράπεζαν καί ἔτρωγαν. Ὑμνοῦσαν καί εὐχαριστοῦσαν τόν Θεόν, ὁ ὁποῖος καί τίς ψυχές τους ἔτρεφε μέ τήν  θείαν κοινωνίαν, ἀλλά καί τά σώματά τους μέ ὑλικήν τροφήν.
Καί ἄς ἔλθωμε στό σήμερα. Ἔχομε ναούς μεγάλους, ἐπιβλητικούς, μεγαλοπρεπεῖς. Ὅμως, ποῦ ἡ πίστις ἐκείνων τῶν χρόνων; Ποῦ ἐκείνη ἡ ἀγάπη; Ποῦ ἐκεῖνο τό ἐνδιαφέρον γιά τούς δυστυχεῖς συναθρώπους μας; Ποῦ ἐκεῖνος ὁ πόθος γιά τήν Θείαν Κοινωνίαν; Καί ἀκόμα, πόσα σπίτια λειτουργοῦν ὡς κατ’ οἶκον ἐκκλησίες; Στά καινούρια σπίτια δέν ὑπάρχει εἰκονοστάσι, καντήλι δέν ἀνάβει, ἡ νοικοκυρά δέν θυμιάζει. Σέ πόσα δέ χριστιανικά σπίτια γίνεται ἡ προσευχή στό τραπέζι, ἤ πρίν πάει κανείς νά κοιμηθῇ;
Ἀδελφοί μου!
Ἡ ἀναφορά τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στόν Ἀκύλα καί τήν Πρίσκιλλα, σ’αὐτό τό εὐσεβές ἀνδρόγυνον, ἄς ἀποτελέσῃ τό ἔναυσμα, τό ξεκίνημα μιᾶς καλῆς προσπαθείας, ὥστε καί τό δικό μας σπίτι, ἡ δική μας οἰκογένεια νά ἔχῃ τά στοιχεῖα ἐκεῖνα, τά ὁποῖα θά μαρτυροῦν ὅτι λειτουργεῖ ὡς μία κατ’οἶκον ἐκκλησία. ΑΜΗΝ.    Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Χίου