Σάββατο 29 Φεβρουαρίου 2020

ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ




ΛΟΓΟΣ ΚΑΤΗΧΗΤΗΡΙΟΣ

OIKOUMENIKOPATRIARXIO
ΛΟΓΟΣ ΚΑΤΗΧΗΤΗΡΙΟΣ
ΕΠΙ Τῌ ΕΝΑΡΞΕΙ
ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ
+ Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ο Σ
ΕΛΕῼ ΘΕΟΥ
ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ - ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ
ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
ΠΑΝΤΙ Τῼ ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ,
ΧΑΡΙΣ ΕΙΗ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗ
ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ,
ΠΑΡ᾿ HΜΩΝ ΔΕ ΕΥΧΗ, ΕΥΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΣΥΓΧΩΡΗΣΙΣ
* * *
Εὐχαριστήριον ὕμνον ἀναπέμποντες τῷ Θεῷ τῆς ἀγάπης, εἰσερχόμεθα καί πάλιν εἰς τήν Ἁγίαν καί Μεγάλην Τεσσαρακοστήν, εἰς τό στάδιον τῶν ἀσκητικῶν ἀγώνων, τῆς νηστείας καί τῆς ἐγκρατείας, τῆς νήψεως καί τῆς πνευματικῆς ἐγρηγόρσεως, τῆς φυλακῆς τῶν αἰσθήσεων καί τῆς προσευχῆς, τῆς ταπεινώσεως καί τῆς αὐτογνωσίας. Ἄρχεται ἡ νέα εὐλογημένη προσκυνηματική πορεία πρός τό Ἅγιον Πάσχα, τό ὁποῖον «ἤνοιξεν ἡμῖν παραδείσου τάς πύλας». Ἐν Ἐκκλησίᾳ καί ὡς Ἐκκλησία, ἀτενίζοντες τόν Ἀναστάντα Κύριον τῆς δόξης, συμπορευόμεθα ἅπαντες εἰς τήν ὁδόν τῆς κατά χάριν θεώσεως, τήν ὁδηγοῦσαν πρός τά ὑπερουράνια ἀγαθά, «ἅ ἡτοίμασεν ὁ Θεός τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν» (Α’ Κορ. β´, 9).
Ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, ὅπου τελεσιουργεῖται «τό ἀεί μυστήριον» τῆς Θείας Οἰκονομίας, τά πάντα ἔχουν ἄσειστον θεολογικόν θεμέλιον καί ἀκραιφνῆ σωτηριολογικήν ἀναφοράν. Ἡ ἐνανθρώπησις τοῦ Θεοῦ καί ἡ θέωσις τοῦ ἀνθρώπου εἶναι οἱ πυλῶνες τῆς ὀρθοδόξου πίστεως. Πορευόμεθα πρός τόν αἰώνιον ἡμῶν προορισμόν, μέσα εἰς τήν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Θεός ἡμῶν, ὁ «ἀεί ὑπέρ ἡμῶν», δέν εἶναι μία «ἀνωτέρα δύναμις», κεκλεισμένη εἰς τήν ὑπερβατικότητα καί τό μεγαλεῖον τῆς παντοδυναμίας καί τῆς ἁγιότητός της, ἀλλά «ὁ ἡμετέραν μορφήν ἀναλαβών» προαιώνιος Λόγος τοῦ Θεοῦ, διά νά καλέσῃ τήν ἀνθρωπότητα εἰς τήν κοινωνίαν τῆς ἁγιότητός Του, εἰς τήν ἀληθῆ ἐλευθερίαν. Ὁ ἐξ ἀρχῆς «ἐλευθερίᾳ τετιμημένος» ἄνθρωπος, καλεῖται νά ἀποδεχθῇ ἐλευθέρως τήν θείαν ταύτην δωρεάν. Εἰς τό θεανδρικόν μυστήριον τῆς σωτηρίας, ἡ συνεργία τοῦ ἀνθρώπου λειτουργεῖ καί ὡς μαρτυρία ἐν τῷ κόσμῳ περί τῆς βιωθείσης εὐεργεσίας -«τί δέ ἔχεις ὅ οὐκ ἔλαβες;» (Α’ Κορ. δ’, 7)- διά τῆς «οὑ ζητούσης τά ἑαυτῆς» ἀγάπης πρός τόν «ἀδελφόν».
Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή εἶναι κατ᾿ ἐξοχήν καιρός βιώσεως αὐτῆς τῆς Χριστοδωρήτου ἐλευθερίας. Ἡ νηστεία καί ἡ ἄσκησις δέν εἶναι ἔξωθεν ἐπιβληθεῖσα πειθαρχία καί ἑτερονομία, ἀλλά ἑκούσιος σεβασμός τῆς ἐκκλησιαστικῆς πρακτικῆς, ὑπακοή εἰς τήν Παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία δέν ἀποτελεῖ νεκρόν γράμμα, ἀλλά παρουσίαν ζῶσαν καί ζωοποιόν, διαχρονικήν ἔκφρασιν τῆς ἑνότητος, τῆς ἁγιότητος, τῆς καθολικότητος καί τῆς ἀποστολικότητος τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ γλῶσσα τῆς θεολογίας καί τῆς ὑμνολογίας ἀναφέρεται εἰς τό «χαροποιόν πένθος» καί εἰς τό «ἔαρ τῆς νηστείας». Ὁ γνήσιος ἀσκητισμός εἶναι πάντοτε χαροποιός, ἐαρινός καί φωτεινός. Δέν γνωρίζει δυϊσμούς καί διχασμούς, δέν ὑποτιμᾷ τήν ζωήν καί τόν κόσμον. Ἡ «καταθλιπτική ἄσκησις», ἡ ὁποία ὀδηγεῖ εἰς «ἀποξήρανσιν τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως», οὐδεμίαν ἔχει σχέσιν μέ τό πνεῦμα τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπου ἡ ἀσκητική ζωή καί ἡ πνευματικότης διαποτίζονται ἀπό ἀναστάσιμον εὐφροσύνην. Ἐν τῇ ἐννοίᾳ ταύτῃ, ἡ νηστεία καί ἡ ἄσκησις ἐμπεριέχουν μίαν ἐναλλακτικήν πρότασιν ζωῆς ἀπέναντι εἰς τόν ὑποσχόμενον ψευδεῖς παραδείσους εὐδαιμονισμόν καί εἰς τόν μηδενιστικόν πεσιμισμόν.
Οὐσιῶδες στοιχεῖον τῆς ὀρθοδόξου ἀσκητικῆς πνευματικότητος εἶναι καί ὁ κοινωνικός χαρακτήρ της. Ὁ Θεός τῆς πίστεώς μας εἶναι «ὁ πιό κοινωνικός Θεός», «Θεός σχέσεων». Προσφυέστατα ἐλέχθη ὅτι ἡ Ἁγία Τριάς εἶναι «ἡ ἄρνησις τῆς μοναξιᾶς». Ἡ ἐξατομίκευσις τῆς σωτηρίας καί τῆς εὐσεβείας, ἡ μετατροπή τῆς ἀσκήσεως εἰς ἀτομικόν κατόρθωμα, ἀγνοοῦν τήν τριαδοκεντρικήν ὑφήν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ γεγονότος. Ὅταν νηστεύωμεν διά τόν ἑαυτόν μας καί κατά τό ἰδικόν μας μέτρον, τότε ἡ νηστεία δέν ἐκφράζει τό πνεῦμα τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως. Ἡ πνευματικότης εἶναι ζείδωρος παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό ὁποῖον εἶναι πάντοτε «πνεῦμα κοινωνίας». Ἡ γνησία ὀρθόδοξος πνευματική ζωή ἀναφέρεται πάντοτε εἰς τήν ἐκκλησιαστικοποίησιν τῆς ὑπάρξεώς μας καί ὄχι εἰς μίαν «πνευματικήν αὐτοπραγμάτωσιν».
Στοιχοῦντες τῇ ἀφιερώσει τοῦ τρέχοντος ἔτος ὑπό τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας εἰς «τόν ποιμαντικόν ἀνακαινισμόν καί τήν ὀφειλετικήν μέριμναν διά τήν νεολαίαν», καλοῦμεν τούς ὀρθοδόξους νέους καί τάς νέας νά συμμετάσχουν εἰς τούς πνευματικούς ἀγῶνας τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, διά νά βιώσουν τό ἀνθρωπολογικόν βάθος καί τό ἀπελευθερωτικόν πνεῦμα της, νά κατανοήσουν ὅτι ὁ ὁρθόδοξος ἀσκητισμός εἶναι ὁδός ἐλευθερίας καί ὑπαρξιακῆς ὁλοκληρώσεως ἐν τῷ πλαισίῳ τῆς εὐλογημένης ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, πυρήν τῆς ὁποίας εἶναι τό «ἀληθεύειν ἐν ἀγάπῃ». Ἡ ὀρθόδοξος νεότης καλεῖται νά ἀνακαλύψῃ τόν ὁλιστικόν χαρακτῆρα τῆς νηστείας, ἡ ὁποία εἰς τό Τριώδιον ὑμνεῖται ὡς «πνευματικῶν ἀγώνων ἀρχή», ὡς «τροφή ψυχῆς», ὡς «μήτηρ τῶν ἀγαθῶν ἁπάντων καί πασῶν τῶν ἀρετῶν». Δέν εἶναι ἁπλῶς ἀποχή ἀπό καθωρισμένας τροφάς, ἀλλά ἀγών κατά τῆς φιλαυτίας καί τῆς αὐταρεσκείας, εὐαισθησία διά τόν πάσχοντα συνάνθρωπον καί ἔμπρακτος βοήθεια πρός αὐτόν, εὐχαριστιακή χρῆσις τῆς δημιουργίας, ὑπαρξιακή πληρότης, κοινωνία ζωῆς καί ἀλληλεγγύη. Ἡ ἄσκησις, ἡ νηστεία, ἡ προσευχή, ἡ ταπείνωσις ἀναδίδουν τό ἄρωμα καί τό φῶς τῆς Ἀναστάσεως, ἀπό τήν ὁποίαν ἀντλοῦν νόημα καί κατεύθυνσιν. Αὐτή, ὡς ἡ πεμπτουσία τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καί τοῦ ἐσχατολογικοῦ προσανατολισμοῦ της, συνδέει ἀρρήκτως τήν ζωήν τῆς ἀσκήσεως μέ τήν Θείαν Εὐχαριστίαν, τό μυστήριον τῆς προγεύσεως τῆς ἀνεκλαλήτου χαρᾶς τῆς Βασιλείας τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τό γεγονός ὅτι εἰς τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν ἡ Θεία Εὐχαριστία διετηρήθη ὡς κέντρον τῆς ζωῆς της, συνδέεται μέ τό ὅτι ἡ Ἀνάστασις εἶναι τό θεμέλιον τῆς πίστεώς της καί ὁ φωτεινός ὁρίζων τῆς ἀσκητικῆς πνευματικότητος καί τῆς καλῆς μαρτυρίας ἐν τῷ κόσμῳ.
Μέ αὐτάς τάς σκέψεις, ἐπικαλούμεθα ἐν ταπεινώσει τό ἔλεος καί τήν εὐλογίαν τοῦ Θεοῦ τῆς ἀγάπης, διά νά διατρέξωμεν εὐσεβοφρόνως τόν δόλιχον τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, νά φθάσωμεν τό σωτήριον Πάθος Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ καί, δοξάζοντες τήν ἄφατον Αὐτοῦ μακροθυμίαν, νά λαμπρυνθῶμεν τῇ πανηγύρει τῆς λαμπροφόρου Ἐγέρσεως Αὐτοῦ, τῆς ἀγαγούσης ἡμᾶς ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ἄληκτον Ζωήν.
Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή ,βκ´
† Ὁ Κωνσταντινουπόλεως
διάπυρος πρός Θεόν εὐχέτης πάντων ὑμῶν.

ΤΟ ΘΕΙΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 01 ΜΑΡΤΙΟΥ

TheioKirigma
Ἀριθμός  9
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ
1 Μαρτίου  2020
(Ματθ. στ΄ 14-21)
Ἀπὸ αὔριο ξεκινάει ἡ λαμπρὴ ἀγωνιστικὴ περίοδος τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, τῆς Μεγάλης Νηστείας καὶ τῆς ψυχικῆς προετοιμασίας γιὰ τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἡ περίοδος ποὺ ὀνομάζεται «στάδιον  τῶν ἀρετῶν», γιατί χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴν ἀθλητικὴ προσπάθεια τοῦ πιστοῦ νὰ ἐνισχύσει καὶ νὰ ἐλαφρύνει τὴν ψυχὴ του καθαρίζοντάς την ἀπὸ πάθη καὶ ἁμαρτίες ποὺ τὴ βαραίνουν. Νὰ ἀποτινάξει ἀπὸ ἐπάνω του τὴν σαρκολατρεία, κύριο συστατικό της ὁποίας εἶναι ἡ γαστριμαργία καὶ ἡ λαιμαργία.
Ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ, ὡστόσο, δὲν πραγματεύεται ἐξαρχῆς τὸ θέμα τῆς νηστείας, ἀλλὰ τονίζει ἕνα φαινομενικὰ ἄσχετο ζητούμενο, αὐτὸ τῆς συγχωρητικότητας, τῆς ἀνάγκης νὰ συγχωροῦμε αὐτοὺς ποὺ μᾶς ἔχουν βλάψει κὰθ΄ οἱονδήποτε τρόπο: «Ἐὰν συγχωρήσετε τοὺς συνανθρώπους σας καὶ ὁ Θεὸς θὰ σᾶς συγχωρήσει . Ἐὰν δὲν συγχωρήσετε τοὺς συνανθρώπους σας, οὔτε ὁ Θεὸς θὰ σᾶς συγχωρήσει». Ἔτσι, λοιπὸν, τίθεται  ὡς ἀπαραίτητη προϋπόθεση τῆς νηστείας καὶ τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα γενικότερα ἡ συγχώρηση, τὸ ἄνοιγμα τῆς καρδιᾶς καὶ ἡ ἀποβολὴ κάθε κακίας καὶ μίσους πρὸς τὸ συνάνθρωπο. «Θέλεις νὰ νηστέψεις;», λέγει ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία. «Πολὺ καλὰ κάνεις! Θὰ εἰσέλθεις σὲ ἕναν ἀγώνα δρόμου, ὅπου ὅσο ἐλαφρύτερος εἶσαι, τόσο γρηγορότερα θὰ τρέχεις. Ἀπόβαλε, λοιπὸν, ἀπὸ ἐπάνω σου ὅλα τὰ βαρίδια, ὅπως εἶναι ἡ μνησικακία καὶ ἡ πικρία ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ σου, καὶ ἔτσι θὰ πετᾶς, θὰ διαβαίνεις μέσα ἀπὸ τὸν δύσκολο δρόμο τῆς νηστείας ἀπερίσπαστος καὶ ἀμέριμνος. Ἂν δὲν ἔχεις συγχωρήσει τοὺς πάντες ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς σου, ματαιοπονεῖς! Ἄσκοπα κουράζεσαι καὶ ἄκαρπα ταλαιπωρεῖσαι!» Εἶναι τόσο σημαντικὴ αὐτὴ ἡ προϋπόθεση τῆς συγχώρησης, ὥστε συμπεριελήφθηκε στὴν προσευχὴ ποὺ μᾶς δίδαξε ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός: «Καὶ ἅφες ἡμὶν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἠμῶν». Πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ συγχωρηθεῖς ἀπὸ τὸν Θεό, ἂν ἐσὺ πρῶτα δὲν συγχωρήσεις; Σίγουρα δὲν εἶναι εὔκολη ἡ συγχώρηση, γιατί προσκρούει πάντοτε στὸν ὀγκόλιθο τῆς ὑπερηφανείας καὶ τῆς σκληροκαρδίας τοῦ καθενός. Ἡ συγχώρηση γεννᾶται ἀπὸ μία ταπεινὴ καὶ ἀγαπώσα καρδία, ποὺ ἐγγίζει τὸν συνάνθρωπο «ὡς πνοὴ αὔρας λεπτῆς», ποὺ δέχεται τὶς ὅποιες προσβολὲς καὶ ἀδικίες μὲ πλήρη ἐπίγνωση τῆς ἁμαρτωλότητάς της μιμούμενη τὸν πάσχοντα Κύριό μας, ὁ ὁποῖος «λοιδορούμενος οὐκ ἀντελοιδόρει» καὶ ἐπάνω στὸν Σταυρὸ εἶπε τό: «Ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι».
Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος συγχωρήσει τὸν συνάνθρωπό του, τότε δικαιοῦται καὶ ὑποχρεοῦται νὰ νηστέψει. Τί εἶναι ἡ νηστεία; Εἶναι ἡ ἀποχὴ ἀπὸ ὁρισμένα εἴδη φαγητῶν, ἡ ὀλιγοφαγία καὶ σὲ ἀκραία μορφὴ ἡ πλήρης ἀσιτία. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἡ νηστεία εἶναι αὐστηρότερη, δὲν γίνεται κατάλυση οἴνου καὶ ἐλαίου, παρὰ μόνο τὰ Σάββατα καὶ τὶς Κυριακές. Κατ΄ οἰκονομίαν γίνεται κατάλυση οἴνου καὶ ἐλαίου καὶ τὶς ὑπόλοιπες ἡμέρες. Πολλοὶ διατείνονται ὅτι ἡ νηστεία εἶναι μία παράλογη ἀπαίτηση τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ προέρχεται ἀπὸ ἕνα πολὺ παλαιὸ καὶ ἀσύμβατο πρὸς τὴν ἐποχὴ μας ἀσκητικὸ πνεῦμα, τὸ ὁποῖο δὲν ἔχει καὶ πολὺ μεγάλη σημασία πλέον. Καὶ ὅμως, ἡ ἀξία τῆς νηστείας εἶναι τεράστια. Ποιὸς εἶναι ὁ σκοπός της; Εἶναι ἡ ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὴν ὑποδούλωση στὴ γαστέρα καὶ στὴν ἐπιθυμία. Εἶναι ἡ ἀποκατάσταση τῆς ψυχικῆς ἀλλὰ καὶ τῆς σωματικῆς ὑγείας. Ἡ νηστεία εἶναι παθοκτόνος, δηλαδὴ σκοτώνει τὰ πάθη καὶ γιατρεύει τὴν ψυχή. Εἶναι ἕνα πανίσχυρο ὅπλο κατὰ τῶν δαιμόνων καὶ τῶν ἐπηρειῶν τους, ὅπως εἶπε ὁ Κύριός μας: «Τοῦτο τὸ γένος (τῶν δαιμόνων) οὐκ ἐκπορεύεται, εἰ μὴ ἐν προσευχῆ καὶ νηστείᾳ». Ἡ νηστεία εἶναι φάρμακο ἐνάντια στὴν ἁμαρτία, εἶναι διευκόλυνσή τῆς προσευχῆς καὶ τῆς μετανοίας, ποὺ ἀκολουθεῖ τὸ σωματικὸ πένθος καὶ τὴν ἑκούσια στέρηση. Εἶναι, τέλος, τὸ μέσο γιὰ τὴν ἀπόκτηση τοῦ Παραδείσου. Ὁ παλαιὸς Ἀδὰμ ἐξαιτίας τῆς παρανόμου βρώσεως, ἐπειδὴ ἔφαγε αὐτὸ ποὺ δὲν ἔπρεπε, ἐκδιώχθηκε ἀπὸ τὸν Παράδεισο: «Ἐξεβλήθη Ἀδὰμ τοῦ Παραδείσου διὰ τῆς βρώσεως». Τὸ ἀντίθετο, λοιπὸν, μὲ τὴ νηστεία, ὁ ἄνθρωπος ἀνοίγει πάλι τὶς κλεισμένες πύλες τοῦ Παραδείσου.
Ἡ νηστεία βέβαια δὲν εἶναι αὐτοσκοπός. Ὑποβοηθεῖ καὶ συμβάλλει σὲ ἕναν γενικότερο ἀγώνα τοῦ πιστοῦ ἐνάντια στὰ πάθη του καὶ ἐνάντια στὴ σαρκικὴ ζωή. Μὲ τὴ νηστεία ταπεινώνεται τὸ σῶμα καὶ ἐλαφραίνει. Ἡ ψυχὴ τότε εὐκολότερα ἀνεβαίνει πρὸς τὸν Θεὸ μέσω τῆς προσευχῆς. Εἶναι ἀδύνατο νὰ προσευχηθεῖς μὲ γεμάτο στομάχι, λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες, εἶναι ἀδύνατον νὰ νικήσεις τὴν πύρωση τῶν σαρκικῶν πειρασμῶν τρώγοντας λαίμαργα ὅλων τῶν εἰδῶν τὰ λιπαρὰ φαγητὰ ἀπὸ κρέας, γάλα καὶ τὰ παρόμοια. Ἡ θλίψη τοῦ σώματος ἀντίθετα γίνεται χαρὰ τῆς ψυχῆς καὶ αἰτία γιὰ πνευματικὴ ἄνοδο. Τότε ἔρχεται ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ καὶ σκεπάζει τὸν ἀγωνιζόμενο διὰ τῆς νηστείας πιστό.
Μέσα στὴν ἐποχή μας, ἐποχὴ μεγάλης εὐμάρειας καὶ καταναλωτισμοῦ, ἐποχὴ στὴν ὁποία προβάλλεται ὡς ὕψιστη ἀξία τὸ «φάγωμεν, πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνήσκομεν» καὶ ἐφαρμόζεται στὴν πράξη ἡ ἀπόλυτη προσήλωση στὶς ἡδονὲς τῆς σαρκὸς χωρὶς καμία ἀπαγόρευση, -«ἀπαγορεύεται τὸ ἀπαγορεύεται», «κᾶνε ὅ,τι θέλεις», προτάσσει ἡ νέα ἐποχή, ἀκούγεται βροντόφωνο καὶ ἡρωικὸ τὸ κάλεσμα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας γιὰ τὴ νηστεία. Ἀντίθετα πρὸς τὴν πλατεία ὁδὸ τῆς ἀπωλείας, ἡ Ἐκκλησία μᾶς ὑποδεικνύει τὸ ἀνηφορικό, στενὸ καὶ κακοτράχαλο μονοπάτι τῆς νηστείας καὶ τῆς ἄσκησης γενικότερα, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ὑπέρλαμπρη Πόλη τοῦ Θεοῦ, στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Αὐτὸ τὸ μονοπάτι ἂς ἀκολουθήσουμε κι ἐμεῖς μὲ χαρούμενο πρόσωπο καὶ γενναία καρδιά, γιὰ νὰ φτάσουμε νὰ ἑορτάσουμε τὴν πανευφρόσυνη ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καλὸ στάδιο!    Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Χίου

Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2020

ΤΟ ΘΕΙΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 23 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ

TheioKirigma
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΠΟΚΡΕΩ
23 Φεβρουαρίου 2020
(Ματθ. κε΄ 31-46)
Φόβος καὶ τρόμος καταλαμβάνει τὴν ψυχή, ὅταν ἀκούει τὸν τελευταῖο στίχο τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς: «Καὶ ἀπελεύσονται οὗτοι εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δὲ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιον». Καὶ μόνη ἡ σκέψη τῆς ἀπόφασης τοῦ φρικτοῦ κριτηρίου, ὅπου ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς θὰ καθίσει ἐπὶ θρόνου δόξης μαζὶ μὲ ὅλους τούς ἁγίους ἀγγέλους Του, γιὰ νὰ κρίνει ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα καὶ νὰ ξεχωρίσει τοὺς δικαίους ἀπὸ τοὺς ἀδίκους, ὅπως ὁ τσοπάνης ξεχωρίζει τὰ πρόβατα ἀπὸ τὰ κατσίκια, καὶ μόνη ἡ σκέψη αὐτὴ ἀρκεῖ γιὰ νὰ διώξει ἀπὸ μέσα μᾶς κάθε κακὴ προαίρεση, κάθε ἁμαρτωλὴ ἐπιθυμία, νὰ νεκρώσει κάθε πάθος καὶ κακία.
Τὴν προηγούμενη Κυριακή του Ἀσώτου Υἱοῦ, ὁ Θεὸς ἐμφανίστηκε ὡς πατέρας φιλάνθρωπος, εὔσπλαχνος, ἐλεήμων καὶ συγχωρητικός. Αὐτὴ ἡ ἤπια καὶ καλοσυνάτη ὄψη θὰ μποροῦσε νὰ παρασύρει κάποιους στὴν ἀμέλεια καὶ στὴν μετάθεση τῆς μετανοίας γιὰ ἕνα ἀπώτερο, ἀπροσδιόριστο μέλλον. «Ἔχουμε καιρό», λένε κάποιοι. «Ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθά, κείμενα εἰς ἔτη πολλά. Ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου!», λέγει ὁ ἄφρων πλούσιος. Γιὰ νὰ μὴ ραθυμήσουν λοιπὸν κάποιοι ἀποβλέποντας μόνο στὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας, οἱ σοφοὶ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μᾶς προβάλλουν τὴ σημερινὴ Κυριακὴ τὴν εἰκόνα τῆς Δευτέρας Παρουσίας καὶ τῆς Τελικῆς Κρίσεως, ὅπου ὁ Θεὸς εἶναι φοβερὸς καὶ δίκαιος Κριτής, ἀδυσώπητος καὶ ἀδέκαστος, καὶ φανερώνει τὴν ἄλλη ὄψη του, αὐτὴν τῆς Δικαιοσύνης.
«Ώ, ποία ὥρα τότε καὶ ἡμέρα φοβερά, ὅταν καθίσῃ ὁ Κριτὴς ἐπὶ θρόνου φοβεροῦ! Βίβλοι ἀνοίγονται καὶ πράξεις ἐλέγχονται καὶ τὰ κρυπτά του σκότους δημοσιεύονται. Ἄγγελοι περιτρέχουσι ἐπισυνάγοντες πάντα τὰ ἔθνη». Ἡ Κρίση ἀρχίζει μὲ τὴν μισθαποδοσία τῶν δικαίων καὶ τὴν αἰτιολόγησή της. Μοναδικὸ κριτήριο εἶναι ἡ ἀγάπη. «Ἐλᾶτε, ἐσεῖς οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατέρα μου, λέγει ὁ Κύριος, κληρονομεῖστε τὴ Βασιλεία ποὺ ἑτοιμάστηκε γιὰ ἐσᾶς ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ κόσμου. Πεινοῦσα; Μὲ θρέψατε. Διψοῦσα; Μὲ ποτίσατε. Κρύωνα; Μὲ ντύσατε. Ἀρρώστησα; Μὲ ἐπισκεφτήκατε. Περιπλανιώμουν; Μὲ φιλοξενήσατε. Ἤμουν φυλακισμένος; Ἤρθατε σὲ Ἐμένα». Οἱ δίκαιοι ἀποροῦν: «Πότε σὲ εἴδαμε ἔτσι καὶ σὲ φροντίσαμε;». Καὶ Ἐκεῖνος ἀπαντᾶ: «Ἐφόσον ὅλα αὐτὰ τὰ ἐκάματε στοὺς ἀδελφούς μου τοὺς ἐλαχίστους, σὲ Ἐμένα τὰ ἐκάματε!». Ἀπορεῖ κάποιος γιὰ τὴ φαινομενικὴ μονομέρεια τῆς Κρίσης: μόνη ἡ ἀγάπη ἀρκεῖ; Δὲν μετρᾶνε οἱ ἄλλες ἀρετές; Ἡ ἐγκράτεια, ἡ προσευχή, ἡ ταπείνωση, ἡ ὑπακοή; Ἡ ἀγάπη, ἡ τελεία ἀγάπη, εἶναι ἡ ἰδιότητα τοῦ Θεοῦ κατὰ τὸ λεγόμενο: «Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστι». Ἑπομένως αὐτὸς ποὺ ἔφτασε νὰ κατακτήσει τὴν ἀγάπη αὐτὴ ἀνέβηκε ὅλη τὴν κλίμακα τῶν ἀρετῶν καὶ ὁμοίασε πρὸς τὸν Θεό, δηλαδὴ ἔγινε ἅγιος. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ παναρετή, ποὺ περιέχει ὅλες τὶς ἄλλες ἀρετές. Ἐδῶ ἀξίζει νὰ παρατηρήσουμε τὴν πολὺ πολὺ ἀνθρώπινη διάσταση τῆς πνευματικῆς ζωῆς: Ὁ Χριστός, ποὺ εἶναι τὸ ἐπιθυμητὸ Πρόσωπο ὅλων τῶν πιστῶν, δὲν εἶναι μακριά μας, δὲν εἶναι ἀπρόσιτος, δὲν εἶναι ἄγνωστος. Βρίσκεται στὰ πρόσωπα ὅλων τῶν ταπεινῶν καὶ κατατρεγμένων τῆς κοινωνίας, στὰ πρόσωπα ὅλων τῶν φτωχῶν, τῶν πονεμένων κι ἐξαθλιωμένων τοῦ κόσμου αὐτοῦ. «Εἶδες τὸν ἀδελφόν σου; εἶδες τὸν Θεόν σου», ἔλεγαν οἱ παλαιοὶ ἀσκητές.
Μετὰ τοὺς δικαίους ὁ Κριτὴς στρέφεται στοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ τοὺς καταδικάζει στὸν αἰώνιο χωρισμὸ ἀπὸ Αὐτὸν καὶ στὸ πῦρ τὸ αἰώνιον: «Πορεύεσθε ἀπ΄ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον, τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλω καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ». Τρία εἶναι τὰ χαρακτηριστικά της κόλασης: πρῶτον, ἡ ὁριστικὴ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν Θεό, δεύτερον, οἱ ἀτελεύτητες τύψεις τῆς συνειδήσεως γιὰ τὴν ἁμαρτωλὴ διαγωγὴ κατὰ τὴν ἐπίγεια ζωὴ- αὐτὴ εἶναι ἡ αἰώνια φωτιὰ- καὶ τρίτον, ἡ συνύπαρξη μὲ τὸ Σατανᾶ καὶ τοὺς δαίμονες. Μέτρο κρίσης γιὰ τοὺς καταδικαζομένους θὰ εἶναι ἡ ἔλλειψη ἀγάπης πρὸς τὸν Χριστό: «Δὲ μὲ θρέψατε, δὲ μὲ ποτίσατε, δὲ μὲ ντύσατε, δὲ μὲ φιλοξενήσατε, δὲ μὲ ἐπισκεφτήκατε», γενικὰ μὲ περιφρονήσατε, μὲ λησμονήσατε, μὲ ἀφαιρέσατε ἀπὸ τὶς ζωές σας. Μόνοι σας, λοιπόν, καταδικάζεστε! Γιατί εἶναι βέβαιο ὅτι ἡ ζωὴ ποὺ ἔζησε ὁ καθένας κατὰ τὴν ἐπίγεια, προσωρινὴ παραμονή του, αὐτὴ θὰ τὸν κρίνει καὶ θὰ τὸν ὁδηγήσει, εἴτε στὴν Οὐράνια Βασιλεία, εἴτε στὴν αἰώνια Κόλαση.
Βρισκόμαστε στὰ πρόθυρα τῆς νηστείας τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ὅπου ὁ πνευματικὸς ἀγώνας ἐντείνεται καὶ οἱ ἀθλητὲς τοῦ Χριστοῦ ἑτοιμάζονται νὰ μποῦν στὸ στάδιο τῶν ἀρετῶν. Ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία μᾶς προετοιμάζει προβάλλοντάς μας σὲ δύο συνεχόμενες Κυριακὲς τὶς δύο ὄψεις τοῦ Θεοῦ: αὐτὴ τοῦ φιλάνθρωπου Πατέρα καὶ αὐτὴ τοῦ δίκαιου Κριτῆ. Οἱ δύο αὐτὲς εἰκόνες μποροῦν νὰ μᾶς κρατοῦν σὲ διαρκῆ ἐγρήγορση καὶ νὰ μᾶς παρακινοῦν νὰ διατηροῦμε ἄσβεστες τὶς λαμπάδες τῶν ψυχῶν μας, ἔτσι ὥστε νὰ ἀκούσουμε τὴν εὐκταία φωνὴ τοῦ Κυρίου: « Εἴσελθε δοῦλε, εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου σου», «ὅπου ἦχος καθαρὸς ἑορταζόντων καὶ βοώντων ἀπαύστως, Κύριε δόξα Σοί!».
Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Χίου

Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2020

ΤΟ ΘΕΙΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 09 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ

TheioKirigma
Ἀριθμός  6
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ
9  Φεβρουαρίου 2020
(Λουκ. ιη΄ 10-14)
Δύο διαφορετικοὺς τύπους ἀνθρώπων, τὸν Τελώνη καὶ τὸν Φαρισαῖο, μᾶς παρουσιάζει ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή. Καὶ οἱ δύο ἦρθαν στὸ ἱερό, γιὰ νὰ προσευχηθοῦν. Ὁ Φαρισαῖος στάθηκε «πρὸς ἑαυτόν», δηλαδὴ μὲ ἐπίκεντρο τὸν ἑαυτό του, σὲ μία περίοπτη θέση τοῦ ναοῦ καὶ ἀπευθύνθηκε στὸν Θεὸ εὐχαριστώντας Τὸν, γιατί δὲν ἦταν ὅπως οἱ ὑπόλοιποι ἄνθρωποι, δὲν ἦταν ἅρπαγας, δὲν ἦταν ἄδικος, δὲν ἦταν μοιχὸς καὶ βέβαια δὲν ἦταν παλιάνθρωπος σὰν τὸν Τελώνη, ποὺ βρισκόταν ἐκεῖ κοντά. Ἔκανε τὶς καθιερωμένες νηστεῖες, δύο φορὲς τὴν ἑβδομάδα, ἔδινε τὸ ἕνα δέκατο ἀπὸ ὅλα ὅσα ἀποκτοῦσε. Ὁ Τελώνης στεκόταν σὲ μία ἄκρη τοῦ ναοῦ  καὶ δὲν ἤθελε οὔτε τὰ μάτια του νὰ σηκώσει στὸν οὐρανό, ἀλλὰ χτυποῦσε τὸ στῆθος τοῦ λέγοντας: «Θεέ μου, ἐλέησε μὲ τὸν ἁμαρτωλό!». Αὐτὸς λοιπὸν ἐπέστρεψε στὸ σπίτι τοῦ «δεδικαιωμένος», λέγει ὁ Χριστός, ἐνῶ ὁ Φαρισαῖος ὄχι. Γιατί ὅποιος ὑψώνει τὸν ἑαυτό του θὰ ταπεινωθεῖ, ἐνῶ ὅποιος ταπεινώνει τὸν ἑαυτό του θὰ ὑψωθεῖ.
Καὶ οἱ δύο ἄνθρωποι τῆς σημερινῆς παραβολῆς ἔχουν ἕνα κοινὸ γνώρισμα: αἰσθάνονται τὴν ἀνάγκη  νὰ προσευχηθοῦν, καὶ μάλιστα ὄχι στὰ σπίτια τους, ἰδιωτικά, ἀλλὰ στὸ ναό, δημόσια. Αὐτὸ δείχνει κατ΄ἀρχὴν μία σοβαρότητα καὶ μία θετικὴ ἐπιθυμία τῆς καρδιᾶς νὰ συνομιλήσει μὲ τὸν Θεό, πράγμα ποὺ ἀπὸ μόνο του εἶναι ἀξιέπαινο. Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα ὅμως ἀρχίζει νὰ ἐμφανίζεται ἡ ἀβυσσαλέα διαφορὰ στὸ φρόνημα καὶ στοὺς τρόπους τῶν δύο ἀνδρῶν. Ὁ Φαρισαῖος, ὁ ὁποῖος ἐκπροσωπεῖ τὴν ἀνώτερη θρησκευτικὴ τάξη μὲ τὸ κύρος καὶ τὴν κοινωνικὴ ὑπεροχή της, στέκεται σὲ κεντρικὸ σημεῖο τοῦ ναοῦ, γιὰ νὰ τὸν βλέπουν καὶ νὰ τὸν ἀκοῦνε ὅλοι. Τὰ λόγια του ἀπευθύνονται φαινομενικὰ στὸν Θεό, στὴν πραγματικότητα ὅμως ἐκφωνοῦνται, γιὰ νὰ μάθουν ὅλοι οἱ παρευρισκόμενοι στὸ ναὸ πόσο σπουδαῖος καὶ πόσο ἀξιότιμος εἶναι ὁ ὁμιλῶν. Ὁ Φαρισαῖος στὴν οὐσία ἀπευθύνεται στὴν κοινωνία καὶ διατρανώνει τὴν σημαντικότητά του, τὴν ἀξία του, τὶς ἀρετές του. Εὐχαριστεῖ τὸν Θεό, ὄχι ἐπειδὴ Αὐτὸς τοῦ χάρισε κάποια πνευματικὰ χαρίσματα, ἀλλὰ ἐπειδὴ ὁ ἴδιος δὲν εἶναι σὰν τοὺς ἄλλους, τοὺς κακούς. Θεωρεῖ λοιπὸν ὅτι ἡ πνευματική του ὑπεροχὴ εἶναι προσωπικό του κατόρθωμα, ποὺ τὸν ξεχωρίζει ἀπὸ τὸν χυδαῖο ὄχλο. Κατ΄αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ Φαρισαῖος αὐτοαποθεώνεται καὶ ἀποκαλύπτει αὐτὸ ποὺ πραγματικὰ εἶναι: ἕνας εὐσεβὴς ἄθεος!
Ἀπὸ τὴν ἄλλη ὁ Τελώνης, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀντικειμενικὰ ἁμαρτωλὸς καὶ κακός, ὄχι μόνο πιάνει τὴν πιὸ ἀπόμακρη θέση στὸ ναὸ καὶ γονατιστὸς χτυπάει τὸ στῆθός του, ἀλλὰ καὶ δὲν τολμάει οὔτε λέξη νὰ ἀρθρώσει γιὰ τὸν ἑαυτό του. Εἶναι τόσο συντετριμμένος, τόσο θλιμμένος καὶ ταπεινωμένος, ποὺ τὸ μόνο ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὸ στόμα του εἶναι: «Κύριε, ἐλέησέ με!». Ὁ Τελώνης ἔχει χάσει τὸν κόσμο ἀπὸ τὰ μάτια του καὶ γνωρίζει ὅτι ἀπέναντί του εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Βλέπει ἀπὸ τὴ μία τὸν Θεό, ἀπὸ τὴν ἄλλη τὸν ἑαυτό του, καὶ ἔρχεται σὲ ἐπίγνωση, φωτίζεται ὁ νοῦς του, δέχεται τὸ δῶρο τῆς μετανοίας  καὶ μονολογεῖ ἀκατάπαυστα: «Ἐλέησόν με, ἐλέησόν με!». Γὶ΄αὐτὸ καὶ ἐπιστρέφει στὸ σπίτι του ἐλεημένος, συγχωρημένος καὶ καθαρός.
Ἡ ταπείνωση τοῦ Τελώνη εἶναι τὸ θεμέλιό τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Δὲν εἶναι τυχαῖο ποὺ ἡ συγκεκριμένη εὐαγγελικὴ περικοπὴ τίθεται στὴν ἀρχὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιόδου τοῦ Τριωδίου, τῆς περιόδου κατὰ τὴν ὁποία ὁ πνευματικὸς ἀγώνας δυναμώνει. Τὸ μήνυμα εἶναι σαφές: ὁποιοδήποτε καλὸ κι ἂν ἀγωνιστεῖ καὶ κατορθώσει κάποιος, ἂν δὲν ἑδράζεται στὸ πανίσχυρο θεμέλιο ποὺ λέγεται Ταπείνωση, δὲν ἔχει καμία ἀξία καὶ ἐκμηδενίζεται. Εἶναι πραγματικὰ φοβερὸ νὰ διαλύονται τὰ πνευματικὰ κατορθώματα, μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ γεννήθηκε στὴν καρδιὰ τὸ πνεῦμα τῆς ὑπερηφανείας. Ἡ ὑπερηφάνεια, ποὺ εἶναι ἡ ρίζα ὅλων τῶν κακῶν, σύμφωνα μὲ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ὁ μέγιστος πειρασμὸς τοῦ ἀνθρώπου, ἰδιαίτερα αὐτοῦ ποὺ κινεῖται στὸν ἐκκλησιαστικὸ χῶρο, καὶ φέρει τὴν ταμπέλα τοῦ καθὼς πρέπει χριστιανοῦ. Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει διαπράξει τὶς μεγάλες ἁμαρτίες ποὺ πιθανὸν διαπράττει ἕνας κοσμικός. Ἐξαιτίας αὐτοῦ ὅμως γεννᾶται ἐντός του τὸ αἴσθημα τῆς αὐτοδικαίωσης, ποὺ ὁδηγεῖ ἀπευθείας στὴ φαρισαϊκὴ ὑπερηφάνεια. Αὐτὴν δὲ ἀκριβῶς τὴν αὐτάρεσκη στάση ζωῆς εἶναι  ποὺ ἀποστρέφεται ὅσο τίποτε ἄλλο ὁ Θεός.
Ἂν θέλουμε νὰ μοιάσουμε στὸ Χριστὸ-γιατί αὐτὸς εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς μας- πρέπει νὰ Τὸν μιμηθοῦμε στὴν ταπείνωση, μιά καὶ ὁ ἴδιος εἶχε πεῖ γιὰ τὸν ἑαυτό του: «Μάθετε ἀπ΄ἐμοῦ ὅτι πρᾶος εἰμὶ καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ καὶ εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν». Ἂς ντυθοῦμε λοιπὸν μὲ αὐτὸ τὸ ἔνδυμα τῆς θεότητος, τὴν ὑψοποιὸ ταπείνωση, ἂς ἀποκτήσουμε «καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην», γιὰ νὰ δικαιωθοῦμε ὄχι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν Θεό.
Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Χίου