Σάββατο 8 Αυγούστου 2020

ΤΟ ΘΕΙΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 09 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ


TheioKirigma

Ἀριθμός  31

ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ΜΑΤΘΑΙΟΥ

(Ματθ. ΙΔ΄ 22 - 34)

9 Αὐγούστου 2020

Η ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ

Τῷ καιρῷ ἐκεινῳ, ἠνάγκασεν ὁ ᾿Ιησοῦς τοὺς Μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον καὶ προάγειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν, ἕως οὗ ἀπολύσῃ τοὺς ὄχλους. Καὶ ἀπολύσας τοὺς ὄχλους, ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος κατ᾿ ἰδίαν προσεύξασθαι. Ὀψίας δὲ γενομένης μόνος ἦν ἐκεῖ. Τὸ δὲ πλοῖον ἤδη μέσον τῆς θαλάσσης ἦν, βασανιζόμενον ὑπὸ τῶν κυμάτων· ἦν γὰρ ἐναντίος ὁ ἄνεμος. Τετάρτῃ δὲ φυλακῇ τῆς νυκτὸς ἀπῆλθε πρὸς αὐτοὺς ὁ ᾿Ιησοῦς περιπατῶν ἐπὶ τῆς θαλάσσης. Καὶ ἰδόντες αὐτὸν οἱ Μαθηταὶ ἐπὶ τὴν θάλασσαν περιπατοῦντα, ἐταράχθησαν, λέγοντες ὅτι φάντασμά ἐστι· καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου ἔκραξαν. Εὐθέως δὲ ἐλάλησεν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς λέγων· Θαρσεῖτε· ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε. Ἀποκριθεὶς δὲ αὐτῷ ὁ Πέτρος, εἶπε· Κύριε, εἰ σὺ εἶ, κέλευσόν με πρός σε ἐλθεῖν ἐπὶ τὰ ὕδατα. Ὁ δὲ εἶπεν· Ἐλθέ. Καὶ καταβὰς ἀπὸ τοῦ πλοίου ὁ Πέτρος, περιεπάτησεν ἐπὶ τὰ ὕδατα, ἐλθεῖν πρὸς τὸν ᾿Ιησοῦν. Βλέπων δὲ τὸν ἄνεμον ἰσχυρὸν, ἐφοβήθη· καὶ ἀρξάμενος καταποντίζεσθαι ἔκραξε λέγων· Κύριε, σῶσόν με. Εὐθέως δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς ἐκτείνας τὴν χεῖρα, ἐπελάβετο αὐτοῦ, καὶ λέγει αὐτῷ· Ὀλιγόπιστε, εἰς τί ἐδίστασας; Καὶ ἐμβάντων αὐτῶν εἰς τὸ πλοῖον ἐκόπασεν ὁ ἄνεμος· Οἱ δὲ ἐν τῷ πλοίῳ ἐλθόντες προσεκύνησαν αὐτῷ λέγοντες· Ἀληθῶς Θεοῦ Υἱὸς εἶ. Καὶ διαπεράσαντες ἦλθον εἰς τὴν γῆν Γεννησαρέτ.

ΤΟ ΘΕΙΟ ΚΗΡΥΓΜΑ

Πολλὲς φορὲς ὁ πιστὸς ἄνθρωπος στὴ ζωὴ τοῦ ἀντιμετωπίζει ποικίλες δυσκολίες καὶ κάθε εἴδους προβλήματα, τὰ ὁποῖα τὸν ἐνοχλοῦν καὶ τὸν καταθλίβουν. Αἰσθάνεται μόνος, στερημένος ἀπὸ κάθε ἀνθρώπινη παραμυθία, μέσα σὲ μία τρικυμισμένη θάλασσα, καὶ στρέφει τότε τὸ βλέμμα του πρὸς τὸν Οὐρανὸ παρακαλώντας τὸν Θεὸ Πατέρα μας νὰ τὸν βοηθήσει νὰ βρεῖ μία λύση, μία ἔκβαση, γιὰ νὰ τὸν ἐξαγάγει ἀπὸ τὴν καταδυναστεία τῆς θλίψεως. Αὐτὸ ἄλλωστε εἶναι τὸ ζητούμενο τῆς φράσης τῆς Κυριακῆς Προσευχῆς: «Καὶ μὴ εἰσενέγκης ἠμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλὰ ρύσαι ἠμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ». Πολλὲς φορὲς ἐπέρχεται ἕνας κλονισμὸς τῆς πίστης καὶ ἕνα λύγισμα τῆς ἀντοχῆς τοῦ πιστοῦ κατὰ τὴν κορύφωση τῆς δοκιμασίας. Τότε εἶναι ἡ στιγμὴ ποὺ ὁ Θεὸς Πατέρας ἁπλώνει τὸ Χέρι Του καὶ δίνει τὴ λύση, ἀφοῦ πρῶτα θὰ ἔχει δοκιμάσει τὸ παιδὶ Τοῦ κατὰ τὸ μέτρο τῆς δυνάμεώς του. 

Κάτι ἀνάλογο συνέβη μὲ τὸν Ἀπόστολο Πέτρο σύμφωνα μὲ τὴ διήγηση τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς. Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς ἔχει ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τοὺς μαθητές Του, γιὰ νὰ προσευχηθεῖ «κατ’ ἰδίαν» ἐπάνω στὸ ὅρος, οἱ δὲ μαθητὲς Τοῦ ἔχουν μπεῖ στὸ πλοιάριο, γιὰ νὰ περάσουν στὴν ἀπέναντι ὄχθη τῆς λίμνης Γεννησαρέτ. Ἔχει βραδυάσει γιὰ τὰ καλά, ὁ ἄνεμος ἔχει δυναμώσει καὶ ὅσο πάει καὶ δυναμώνει. Τὸ πλοῖο βρίσκεται ἤδη στὸ μέσον της λίμνης καὶ βασανίζεται ἀπὸ μεγάλα κύματα σὰν καρυδότσουφλο. Κατὰ τὶς πέντε τὸ πρωί, ἀξημέρωτα ἀκόμη, ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς πρὸς τὸ πλοῖο περπατώντας ἐπάνω στὰ κύματα, οἱ μαθητὲς ποὺ Τὸν βλέπουν νομίζουν πὼς εἶναι φάντασμα καὶ ἀπὸ τὸν φόβο τοὺς ἀφήνουν κραυγή! Ἂν φανταστεῖ κάποιος τὶς δυσμενεῖς συνθῆκες ποὺ ἐπικρατοῦν στὴ θάλασσα τὴν ὥρα ἐκείνη, ὅπου τὰ νεῦρα εἶναι τεντωμένα ἀπὸ τὸν θανάσιμο κίνδυνο ἑνὸς ἐπικείμενου ναυαγίου, καὶ ταυτόχρονα ἂν σκεφθεῖ κάποιος τὸ πόσο ἐπιρρεπὴς εἶναι ἡ λαικὴ ψυχὴ στὸ νὰ βλέπει παντοῦ ὑπερφυσικὰ φαινόμενα καὶ ὑπερφυσικὲς ὑπάρξεις, ἰδιαίτερα μέσα στὸ σκοτάδι τῆς νύχτας, εἶναι λογικὸ νὰ ταυτίζουν τὸν Χριστὸ μὲ φάντασμα. Ἀμέσως ὁ Ἰησοῦς, βλέποντας πόσο πολὺ ἔχουν φοβηθεῖ, τοὺς φωνάζει: «Θαρσεῖτε, ἐγὼ εἰμί, μὴ φοβεῖσθε!» Γνωρίζει πόσο πολὺ Τὸν ἀγαποῦν καὶ Τὸν σέβονται οἱ μαθητές Του, γι’ αὐτὸ προβάλει τὴν ταυτότητά Του, πιστεύοντας πὼς ἔτσι θὰ τοὺς καθησυχάσει. Τότε συμβαίνει κάτι πραγματικὰ πρωτοφανὲς καὶ πρωτάκουστο. Ὁ Πέτρος, ποὺ ξεχωρίζει γιὰ τὸν φλογερὸ καὶ παρορμητικὸ χαρακτήρα του, ζητάει ἀπὸ τὸν Χριστὸ  μία θαυματουργικὴ ἐπιβεβαίωση τῆς ἀλήθειας τῶν λόγων Του. Τολμάει νὰ ἐκπειράσει κατὰ κάποιον τρόπο τὸν Θεὸ καὶ νὰ Τὸν ὑποβάλει σὲ δοκιμασία ἐπαλήθευσης, ἡ ὁποία ἀκούγεται κάπως θρασεία καὶ ἀναιδής: «Κύριε, ἂν εἶσαι ἐσύ, διάταξε μὲ νὰ ἔρθω πρὸς ἐσένα ἐπάνω στὰ κύματα!» Ὁ Χριστὸς δὲν ὑποτιμᾶ τὸν μαθητή Του, δὲν τοῦ ἀρνεῖται τὴν χάρη αὐτὴ καὶ τὸν καλεῖ. Ὁ Πέτρος τότε μὲ μία παιδικὴ ἀψηφισιὰ καὶ λαχτάρα, χωρὶς δεύτερη σκέψη, πηδάει ἀπὸ τὴ βάρκα καὶ ἀρχίζει νὰ περπατᾶ ἐπάνω στὴ φουρτουνιασμένη θάλασσα κατευθυνόμενος πρὸς τὸν ἀγαπημένο τοῦ Κύριο! Τοῦ εἶπε ὁ Χριστὸς «Ἐλθέ!» καὶ ἐκεῖνος ὑπακούει. Ὅσο προσβλέπει πρὸς Αὐτόν, τὰ βήματά του ἐπάνω στὸ ταραγμένο ὑγρὸ στοιχεῖο εἶναι ἀταλάντευτα καὶ σταθερά. Γιὰ λίγες στιγμὲς ἡ μεγάλη θύελλα, ὁ μανιασμένος ἄνεμος, τὰ θεόρατα κύματα  ὁλόγυρά του ἔχουν ἐξαφανισθεῖ γι’ αὐτόν. Ὑπάρχει μπροστά του μόνο ἡ γαλήνια, γλυκιὰ μορφὴ τοῦ Ἰησοῦ.

Ὅλα καλὰ λοιπὸν καὶ θαυμαστά, ἀλλὰ μόνο γιὰ λίγο! Γιατί σύντομα ἡ προσήλωσή του πρὸς τὸν Κύριό του διαλύεται, φεύγει ἡ ματιά του ἀπὸ τὸ πρόσωπό Του καὶ στρέφεται ἀσυναίσθητα πρὸς τὴν μεγάλη καὶ ἐπικίνδυνη ταραχὴ τοῦ γήινου περιβάλλοντος. Βλέπει τὸν ἄνεμο ἰσχυρό, εἰσέρχεται μέσα στὴν ψυχὴ τοῦ ὁ φόβος καὶ τὸ θαῦμα ξεθωριάζει. Ἀρχίζει νὰ βυθίζεται, ὁ κίνδυνος νὰ πνιγεῖ ὀρθώνεται μπροστά του  ἀπειλητικός. Ἐδῶ ἀκριβῶς διαπιστώνουμε πόσο τρεπτὸς εἶναι ὁ ἄνθρωπος, πόσο εὐμετάβλητος καὶ ἀδύναμος. Ὁ πρὶν ἀπὸ λίγο ἀτρόμητος Πέτρος μεταβάλλεται τώρα σὲ ἕνα δειλὸ καὶ φοβισμένο ἀνθρώπινο πλάσμα, ποὺ βουλιάζει καὶ χάνεται ὑπὸ τὸ βάρος τῶν λογισμῶν τῆς ἀμφιβολίας: «Πῶς γίνεται αὐτὸ  νὰ περπατῶ ἐγὼ ἐπάνω στὰ κύματα; Ἀδύνατο, ἀκατανόητο, χάνομαι, πνίγομαι!»  Ἔχει ξεχάσει γιὰ λίγο ὅτι τὸ θαῦμα συνέβαινε μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος τὸν ἐνίσχυε καὶ τὸν ἔσωζε. Σύντομα ὅμως ἔρχεται σὲ συναίσθηση,  σὰν ἀστραπὴ περνᾶ ἀπὸ τὸ μυαλό του ἡ ἀνάγκη ἐπανασύνδεσής του μὲ τὸ σωτήριο πρόσωπο τοῦ Διδασκάλου του καὶ ἔτσι βγαίνει ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς του ἡ ἀγωνιώδης κραυγή: «Κύριε, σῶσον μέ!» Ὁ Πέτρος γνωρίζει ὅτι μόνο μὲ τὴν ἐπέμβαση τοῦ Κυρίου του θὰ συνεχισθεῖ τὸ θαῦμα ποὺ διακόπηκε καὶ ἔτσι θὰ σωθεῖ. Καὶ ὁ Κύριος αὐτὸ ἀκριβῶς κάνει, τὸν πιάνει ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὸν ἐπιτιμά: «Ὀλιγόπιστε, γιατί φοβήθηκες;» Ἐσὺ δὲν ἤσουν ποῦ πρὶν ἀπὸ λίγο περπατοῦσες ἄφοβα ἐπάνω στὸ κύμα; Τί σὲ ἐπίασε καὶ κλονίσθηκες; Γιατί πῆρες τὰ μάτια σου ἀπὸ ἐπάνω μου καὶ ἄρχισες νὰ κοιτάζεις ὁλόγυρά σου; Καὶ ἔτσι πιασμένος ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ Χριστοῦ ξαναπερπάτησε ὁ Πέτρος στὴν ἐπιφάνεια τῆς θάλασσας, μπῆκαν καὶ οἱ δύο μέσα στὸ πλοιάριο,  ἀμέσως ἐκόπασε ὁ ἄνεμος καὶ ἔγινε γαλήνη.

Πολλὲς φορὲς στὴ ζωὴ μᾶς ἐρχόμαστε στὴ δεινὴ θέση τοῦ Πέτρου. «Ξεκινᾶμε μὲ φλόγα καὶ θάρρος καὶ ἀνεβαίνουμε πάντα ψηλά», ὅπως λέγει τὸ τραγούδι, μὲ αἰσιοδοξία καὶ καλὴ διάθεση. Κάποια στιγμὴ ὅμως ὅλα αὐτὰ τὰ ὡραῖα συναισθήματα χάνονται, ἀπὸ πολλὲς καὶ ποικίλες αἰτίες, καὶ νιώθουμε πὼς χανόμαστε μέσα στὴ δίνη τοῦ κυκλώνα. Ἡ κατάθλιψη, ἡ ἀπελπισία, ἡ  ὀλιγοπιστία μᾶς κυριεύει καὶ δὲν βλέπουμε φῶς πουθενά! Αἰσθανόμαστε τὸ πνιγηρὸ αἴσθημα τοῦ ἀδιεξόδου! Αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν στιγμὴ ὀφείλουμε νὰ κραυγάσουμε μὲ ὅλη τὴ δύναμή μας: «Κύριε, σῶσε μας!» Δὲν ἔχουμε ἄλλη ἐλπίδα, «ἄλλον γὰρ ἐκτός σου βοηθὸν ἐν θλίψεσιν οὐκ ἔχομεν, Κύριε τῶν Δυνάμεων, ἐλέησον ἠμᾶς». Ἔτσι πρέπει νὰ προσευχόμαστε, ἰδιαίτερα στὶς ἡμέρες μας, ποὺ βλέπουμε τὸ παγκόσμιο στερέωμα νὰ ἔχει σκοτεινιάσει καὶ ὁ «ζοφώδης καὶ ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας» νὰ ἔχει καλύψει σχεδὸν ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα μὲ ὅλες τὶς φοβερές του συνέπειες. Τότε θὰ δοῦμε τὸ κραταιὸ χέρι τοῦ Θεοῦ νὰ μᾶς ἁρπάζει, νὰ μᾶς ἀναστηλώνει, νὰ μᾶς κρατάει ἀλώβητους ἀπὸ τὰ βέλη τοῦ πονηροῦ «τὰ καθ’ ἠμῶν δολίως κινούμενα» καὶ νὰ μᾶς ὁδηγεῖ πρὸς ἕνα ξέφωτο, τὸ ὁποῖο καθόλου δὲν βλέπαμε προηγουμένως, οὔτε καὶ φανταζόμασταν ὅτι θὰ μποροῦσε κάπου νὰ ὑπάρξει. Γιατί ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Θεὸς τῆς εἰρήνης καὶ «Πατὴρ πάσης παρακλήσεως» καὶ σ’ Αὐτὸν μόνο ἀποβλέπουμε. Εἴθε νὰ μὴν τὴν λησμονοῦμε ποτὲ αὐτὴν τὴν μέγιστη ἐλπίδα, ἔτσι ὥστε νὰ πορευόμαστε ἐν εἰρήνη γιὰ πάντα! Ἀμήν, γένοιτο!  Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Χίου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου