Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2018

ΤΟ ΘΕΙΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 25 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ


Ἀριθμός 48
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ ΛΟΥΚΑ (Λουκ. ιη΄ 18-25)
25 Νοεμβρίου 2018
«Ὁ δὲ ἀκούσας ταῦτα περίλυπος ἐγένετο· ἦν γὰρ πλούσιος σφόδρα» (Λουκ. ιη’ 23)
Στὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῆς ΙΓ΄ Κυριακῆς Λουκᾶ, Χριστιανοί μου, ὅπως αὐτὴ ὀνομάζεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας, εἴδαμε ἕνα νέο νὰ ζητάει ἕνα εἰσιτήριο. Ἕνα εἰσιτήριο γιὰ ποῦ; Γιὰ τὴν αἰώνιο ζωή. Κι ἀπὸ ποιὸν τὸ ζητοῦσε; Ἀπὸ τὸ Πρόσωπο ἐκεῖνο, ποὺ μόνο Αὐτὸ μπορεῖ νὰ δώσει τέτοια εἰσιτήρια. Καὶ τὸ Πρόσωπο αὐτὸ εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Σ’ Αὐτὸν προσῆλθε ὁ νέος καὶ Τοῦ εἶπε: «Διδάσκαλε, ἀγαθέ, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;».
Τελικὰ τί ἔγινε; Ἀπέκτησε τὸ πολυπόθητο εἰσιτήριο; Ἂν καὶ εἶχε πολλὰ χρήματα «ἦν γὰρ πλούσιος σφόδρα», δὲν κατόρθωσε νὰ τὸ ἀποκτήσει. Ὁ πλούσιος αὐτὸς νέος βρισκόταν μεταξὺ τῶν ἐπιγείων καὶ τῶν οὐρανίων θησαυρῶν· μεταξὺ τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν τῆς γῆς καὶ τῶν πνευματικῶν ἀγαθῶν τοῦ Παραδείσου· μεταξύ του Θεοῦ καὶ τοῦ μαμωνᾶ. Ἤθελε τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, στὴν ὁποία πίστευε, ποθοῦσε, ὅμως, καὶ τὰ πλούτη τῆς γῆς, τὰ ὁποία εἶχε. Προσπαθοῦσε νὰ συμβιβάσει καὶ τὰ δύο, τὶς ἀνέσεις καὶ τὴν ἐφήμερη δόξα τοῦ πλούτου, μὲ τὴν λαμπρότητα καὶ τὴν μακαριότητα τοῦ Οὐρανοῦ. Δὲν μπόρεσε νὰ κατανοήσει, ὅτι δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ εἶναι δοῦλος τοῦ πλούτου καὶ, παράλληλα, ἐλεύθερος πολίτης τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ, ὅταν ὁ καρδιογνώστης Κύριος τοῦ συνέστησε νὰ ἐλευθερώσει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὰ δεσμὰ καὶ τὴν τυραννία τοῦ πλούτου καὶ νὰ γίνει Ἀπόστολος, ἐκεῖνος «περίλυπος ἐγένετο· ἦν γὰρ πλούσιος σφόδρα».
Ὁ πλοῦτος, καὶ σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση, δημιούργησε μεγάλη λύπη στὸν Ἄρχοντα, ὅπως, ἴσως, καὶ ἄλλες φορὲς στὴν ζωή του. Ἔγινε, ὅπως μᾶς λέει ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς «περίλυπος», λυπήθηκε καὶ πικράθηκε πάρα πολύ. Καί ἡ λύπη του αὐτὴ θὰ ἦταν μεγαλύτερη, καθὼς θὰ περνοῦσαν οἱ ἡμέρες, ἴσως καὶ ἰσόβια, ἐὰν δὲν σκεφτόταν νὰ μετανοήσει καὶ νὰ ἐλευθερώσει τὴν καρδιά του ἀπὸ τὴν τυραννικὴ κυριαρχία τοῦ πλούτου. Ὁ πόνος θὰ γινόταν ἀθεράπευτος. Ἡ ἀπερίγραπτη ὀδύνη, ὅτι θὰ καταδικαζόταν αἰώνια, θὰ ἦταν χειρότερη. Αὐτὲς, κατὰ κανόνα, εἶναι οἱ ὀλέθριες συνέπειες τοῦ πλούτου στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἀκόμη καὶ στὸ σῶμα, σὲ ἐκεῖνον, ποὺ ἔχει δώσει τὴν καρδιά του στοὺς ἐπίγειους θησαυροὺς καὶ, γιὰ χάρη τους, καταφρονεῖ τὴν αἰώνια μακαριότητα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ὁ πλοῦτος, παρὰ τὴν ἐπιφανειακή του λάμψη, εἶναι στὴν πραγματικότητα σκοτάδι, καὶ πηγὴ πόνων καὶ ὀδύνης. Ὑπόσχεται τὴν εὐτυχία, ἀλλὰ φέρνει τὴν δυστυχία. Τόσο ἐκεῖνοι, ποὺ δὲν ἔχουν πλούτη, ποθοῦν καὶ ἀγωνίζονται, γιὰ νὰ τὰ ἀποκτήσουν, ὅσο καὶ ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι τὰ ἔχουν ἀποκτήσει, ἂν θελήσουν νὰ μιλήσουν μὲ εἰλικρίνεια, γιὰ τὸν πλοῦτο, θὰ ποῦν πολλὰ, γιὰ τὶς θλίψεις καὶ τὶς πικρίες, ποὺ προκαλεῖ.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει: «οἱ βουλόμενοι πλουτεῖν ἐμπίμπτουσιν εἰς πειρασμὸν καὶ παγίδα καὶ ἐπιθυμίας πολλάς ἀνοήτους καὶ βλαβεράς, αἵτινες βυθίζουσι τοὺς ἀνθρώπους εἰς ὄλεθρον καὶ ἀπώλειαν» . Δὲν λέει «οἱ πλούσιοι», ἀλλὰ «οἱ βουλόμενοι πλουτεῖν», ἐκεῖνοι, δηλαδὴ, ποὺ δὲν εἶναι πλούσιοι, ἀλλὰ ποθοῦν καὶ θέλουν καὶ ἀγωνίζονται νὰ ἀποκτήσουν, μὲ κάθε τρόπο, πλούτη. Ὅλοι αὐτοί, λοιπόν, πέφτουν καὶ μπλέκονται σὲ πολλοὺς πειρασμούς. Καταστρώνουν διάφορα σχέδια, κάνουν ἄδικους ὑπολογισμούς, πονηροὺς συνδυασμούς, οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἀποτυγχάνουν, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ γεμίζουν ἀπὸ λύπη καὶ στεναχώρια. Καὶ, ἂν κάποια φορά, πετύχουν «οἱ βουλόμενοι πλουτεῖν», ἔρχονται ἀντιμέτωποι μὲ ἄλλου εἴδους πειρασμοὺς καὶ πικρίες. Φοβοῦνται, μήπως ἀνακαλυφθοῦν οἱ παράνομοι τρόποι, τοὺς ὁποίους μεταχειρίστηκαν, γιὰ νὰ πλουτίσουν. Τρέμουν, ἀπὸ φόβο, μήπως πέσουν στὰ χέρια τῆς Δικαιοσύνης. Δυσφοροῦν ἀπὸ τὴν δίκαιη κατακραυγὴ τῶν ἄλλων. Ἔχουν τύψεις συνειδήσεως. Δημιουργοῦν προβλήματα μέσα στὴν Οἰκογένεια, ἀντεγκλήσεις μὲ ἐκείνους, μὲ τοὺς ὁποίους συναλλάσσονται. Δὲν μποροῦν νὰ ἡσυχάσουν, οὔτε μέρα οὔτε νύκτα.
Ἔχουν πέσει στὴν παγίδα, ποὺ τοὺς ἔστησε ὁ διάβολος καὶ γίνονται δοῦλοι του, γιὰ τὴν διάπραξη τοῦ κακοῦ. Εἶναι κυριευμένοι, ἀπὸ πολλὲς μωρὲς καὶ ἐπιβλαβεῖς ἐπιθυμίες, οἱ ὁποῖες βυθίζουν τοὺς ἀνθρώπους στὸν ὄλεθρο τοῦ σώματος καὶ στὴν ἀπώλεια τῆς ψυχῆς. Ὅσοι ἐπιθύμησαν, προσθέτει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, τὸν ἁμαρτωλὸ πλοῦτο «ἀπεπλανήθησαν ἀπὸ τῆς πίστεως καὶ ἑαυτοὺς περιέπειραν ὀδύναις πολλαῖς» . Ξέπεσαν ἀπὸ τὴν πίστη καὶ τὴν σωτηρία καὶ, σὰν μὲ μυτερὰ καρφιά, διαπέρασαν τὴν καρδιά τους, μὲ πολλοὺς πόνους καὶ ἀγωνίες. Αὐτὸς, ποὺ ἀγαπᾶ τὰ χρήματα, εἶναι δυνατὸν νὰ παρασυρθεῖ σὲ ὅλα τὰ κακά, σὲ κάθε παρανομία, γιὰ νὰ ἀπολαμβάνει, ἔτσι, τὴν ταραχή, τὴν πικρία καὶ τὴν ὀδύνη.
Ἀλλὰ, καὶ ἐκεῖνος, ποὺ εἴτε ἔχει κληρονομήσει, εἴτε ἔχει ἀποκτήσει χρήματα, δὲν βρίσκεται σὲ καλύτερη κατάσταση. Βλέπει, ὅτι δὲν ἱκανοποιεῖται, ὅπως ὑπολόγιζε, ὅπως ἤλπιζε, ἀπὸ τὰ πλούτη. Ἀντίθετα, τὸν καταλαμβάνει μελαγχολία καὶ θλίψη. Κυριεύεται ἀπὸ ἀηδία καὶ ἀπογοήτευση.
Τὴν ματαιότητα τοῦ πλούτου καὶ τῶν ἀπολαύσεων τὴν περιγράφει, μὲ πολὺ παραστατικὸ τρόπο, ὁ Σολομώντας. «Ἐγώ, λέει, ἔκτισα μεγαλοπρεπεῖς οἰκοδομὲς, γιὰ τὸν ἑαυτό μου. Φύτευσα ἀμπέλια. Περιέφραξα κήπους καὶ δεντρόκηπους. Φύτευσα σ’ αὐτοὺς κάθε εἶδος καρποφόρου δέντρου. Διέταξα καὶ κτίσθηκαν δεξαμενὲς νεροῦ, γιὰ νὰ ποτίζονται, ἀπ’ αὐτὲς, οἱ κῆποι μου. Ἀγόρασα δούλους καὶ δοῦλες. Συγκέντρωσα, γιὰ τὸν ἑαυτό μου, ἀσήμι καὶ χρυσάφι, θησαυροὺς ἀπὸ βασιλιάδες, περιουσίες ὁλόκληρων περιοχῶν. Γιὰ νὰ διασκεδάζω εἶχα τραγουδιστὲς καὶ τραγουδίστριες, οἰνοχόους, γιὰ νὰ μὲ κερνοῦν κρασί. Ἔκανα δικές μου καὶ γνώρισα κάθε εἴδους διασκέδαση καὶ ἀπόλαυση τῶν ἀνθρώπων. Κάθέ τι τερπνὸ, ποὺ εἶδαν τὰ μάτια μου, δὲν τὸ στερήθηκα. Κάθε διασκέδαση καὶ ἀπόλαυση, ποὺ πόθησε ἡ καρδιά μου, τὴν ἀπόλαυσα…».
Καὶ, ἐνῶ ἀπὸ πολλοὺς, ἴσως, νὰ θεωροῦνταν ὁ Σολομώντας, ὡς ὁ εὐτυχέστερος ἄνθρωπος τοῦ κόσμου, γεμάτος ἀπογοήτευση καὶ πικρία, ὁμολογεῖ: «ἔπειτα ἀπὸ ὅλες αὐτὲς τὶς τέρψεις καὶ τὶς ἀπολαύσεις ἔριξα μία ματιὰ σὲ ὅλα ὅσα ἔκανα, σὲ ὅλα ὅσα κατασκεύασαν τὰ χέρια μου, σὲ ὅλα ὅσα, μὲ κόπο καὶ ταλαιπωρία ἀγωνίστηκα νὰ ἀποκτήσω καὶ ἔβγαλα τὸ συμπέρασμα, ὅτι ὅλα αὐτὰ εἶναι ματαιότητα. Κούφια ὁρμὴ ἀνέμου, ἡ ὁποία παρέρχεται» .
Ἀξίζει, λοιπόν, χάρη τοῦ πλούτου, νὰ χάσει κανεὶς τοὺς θησαυροὺς τοῦ Οὐρανοῦ; Γιὰ χάρη τῶν ἀπολαύσεων, ποὺ ὑπόσχεται ὁ πλοῦτος, καὶ οἱ ὁποῖες, στὴν πραγματικότητα, εἶναι ταραχή, πικρία καὶ ὄλεθρος, νὰ χάσει τὴν ἀνεκλάλητη αἰώνια χαρὰ, ποὺ προσφέρει ὁ Κύριος καὶ Θεός μας;
Τί κέρδισε ὁ πλούσιος νέος, τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος, ὁ ὁποῖος, ἐξαιτίας τοῦ πλούτου, καταφρόνησε τὴν πρόσκληση τοῦ Χριστοῦ; Τὴν θλίψη, τὴν ἀπογοήτευση, τὴν καταδίκη.
Τί θὰ κέρδιζε, ἂν ἀκολουθοῦσε τὸν Χριστό; Τὰ πάντα. Θὰ γινόταν ἔνδοξος Ἀπόστολος. Τὸ ὄνομά του θὰ δοξαζόταν καὶ οἱ ἄνθρωποι θὰ τὸν τιμοῦσαν. Καὶ, τὸ σπουδαιότερο, θὰ καθόταν καὶ αὐτὸς σὲ ἔνδοξο θρόνο στὰ δεξιὰ τοῦ Χριστοῦ.
Χριστιανοί μου,
Ποτὲ, μά ποτέ, ἂς μὴ μᾶς πλανήσει ὁ πλοῦτος. Ἀκόμη καὶ ἡ σκέψη, γιὰ τὴν ἀπόκτηση τοῦ πλούτου εἶναι μεγάλη ἁμαρτία. Ποτὲ, ἂς μὴ καταφρονήσουμε τὰ Οὐράνια ἀντὶ τῶν ἐπιγείων. Ἀμήν.   Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Χίου

Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2018

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 9 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2018



Η  ΙΕΡΑ ΠΑΝΗΓΥΡΙΣ 
ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ 
ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΛΑΤΟΜΙΤΙΣΣΗΣ

«Σηλυβρίας τὸν γόνον καὶ Αἰγίνης τὸν ἔφορον, τὸν ἐσχάτοις χρόνοις φανέντα ἀρετῆς φίλον γνήσιον, Νεκτάριον τιμήσωμεν πιστοί, ὡς ἔνθεον θεράποντα Χριστοῦ, ἀναβλύζει γὰρ ἰάσεις παντοδαπὰς τοῖς εὐλαβῶς κραυγάζουσι. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ θαυματώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.»




Ο ΟΡΘΡΟΣ ΚΑΙ Η ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΗ
ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

Μέσα σε κλίμα θρησκευτικής κατάνυξης εορτάσαμε στην ενορία μας και φέτος την εορτή του Αγίου Νεκταρίου στο παρεκκλήσιο που βρίσκεται στην Παναγία Λατομίτισσα.  Την Πανηγυρική Θεία Λειτουργία τέλεσαν ο εφημέριος του Ιερού Ναού μαζί με τον π. Γεώργιο Γεώργαλο και τον π. Βασίλειο Μανάρα.
 Την εορτή τίμησαν με την παρουσία τους κατόπιν προσκλήσεως του εφημέριου, τα σχολεία της γύρω περιοχής:  - 4ο Γυμνάσιο,  9ο Δημοτικό Σχολείο Καρραδείου,  Βούρειο Δημοτικό Σχολείο Λειβαδίων, το σχολείο Ε.Ε.Ε.Ε.Κ.ΧΙΟΥ το Ειδικό σχολείο και ΙΕΚ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟΥ ΧΙΟΥ, συνοδευόμενα από τους Διευθυντάς και τους Εκπαιδευτικούς τους. 
   Στο τέλος  ο εφημέριος  ευχαρίστησε ιδιαίτερα τόσο τους Διευθυντάς των Σχολείων, όσο  και τους δασκάλους   και  μαθητάς  που παρευρέθησαν στον πανηγυρίζοντα Ιερό Ναό.
Πολλοί φιλέορτοι Χριστιανοί  προσήλθαν να τιμήσουν τις Ιερές Ακολουθίες,  την παραμονή,   και την  ημέρα της  εορτής.
Τον  χορό των ιεροψαλτών  αποτελούσε το τμήμα της Βυζαντινής Μουσικής του  Κουκουναρείου  Πνευματικού Κέντρου της  Ενορίας  μας, με τον χοροδιδάσκαλό τους  κ. Θεόδωρο Κουτσούδη.
Ακολουθεί φωτογραφικό υλικό.






























Βιογραφία
«Γεννήθηκε στις 1 Οκτωβρίου του 1846 μ.Χ. στη Σηλυβρία της Θράκης από τον Δήμο και τη Βασιλική Κεφάλα και ήταν το πέμπτο από τα έξι παιδιά τους. Το κοσμικό του όνομα ήταν Αναστάσιος.

Μικρός, 14 ετών, πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου εργάστηκε ως υπάλληλος και κατόπιν ως παιδονόμος στο σχολείο του Μετοχίου του Παναγίου Τάφου. Κατόπιν πήγε στη Χίο, όπου, από το 1866 μ.Χ. μέχρι το 1876 μ.Χ. χρημάτισε δημοδιδάσκαλος στο χωριό Λίθειο.

Το 1876 μ.Χ. εκάρη μοναχός στη Νέα Μονή Χίου με το όνομα Λάζαρος και στις 15 Ιανουαρίου 1877 μ.Χ. χειροτονήθηκε διάκονος, ονομασθείς Νεκτάριος, από τον Μητροπολίτη Χίου Γρηγόριο (1860 - 1877 μ.Χ.), και ανέλαβε τη Γραμματεία της Μητροπόλεως.

Το 1881 μ.Χ. ήλθε στην Αθήνα, όπου με έξοδα του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Σωφρονίου Δ' (1870 - 1899 μ.Χ.), σπούδασε Θεολογία και πήρε το πτυχίο του το 1885 μ.Χ. Έπειτα, ο ίδιος προαναφερόμενος Πατριάρχης, τον χειροτόνησε το 1886 μ.Χ. πρεσβύτερο και του έδωσε τα καθήκοντα του γραμματέα και Ιεροκήρυκα του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας. Διετέλεσε επίσης πατριαρχικός επίτροπος στο Κάιρο.

Στις 15 Ιανουαρίου 1889 μ.Χ., χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Πενταπόλεως. Η δράση του ως Μητροπολίτου ήταν καταπληκτική και ένεκα αυτού ήταν βασικός υποψήφιος του πατριαρχικού θρόνου Αλεξανδρείας. Λόγω όμως φθονερών εισηγήσεων (αισχρών συκοφαντιών), προς τον Πατριάρχη Σωφρόνιο, ο ταπεινόφρων Νεκτάριος, για να μη λυπήσει τον γέροντα Πατριάρχη, επέστρεψε στην Ελλάδα (1889 μ.Χ.).

Διετέλεσε Ιεροκήρυκας (Ευβοίας) (1891 - 1893 μ.Χ.), Φθιώτιδος και Φωκίδας (1893 - 1894 μ.Χ.) και διευθυντής της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής στην Αθήνα (1894 - 1904 μ.Χ.).

Μετά τον θάνατο του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Σωφρονίου (1899 μ.Χ.), ο Νεκτάριος εκλήθη να τον διαδεχθεί, αλλά ο Άγιος αρνήθηκε.

Στα κηρύγματα του, πλήθος λαού μαζευόταν, για να «ρουφήξει» το νέκταρ των Ιερών λόγων του.

Το 1904 μ.Χ. ίδρυσε γυναικεία Μονή στην Αίγινα, της οποίας ανέλαβε προσωπικά τη διοίκηση, αφού εγκαταβίωσε εκεί το 1908 μ.Χ., μετά την παραίτηση του από τη Ριζάρειο Σχολή.

Έγραψε αρκετά συγγράμματα, κυρίως βοηθητικά του θείου κηρύγματος. Η ταπεινοφροσύνη του και η φιλανθρωπία του υπήρξαν παροιμιώδεις.

Πέθανε το απόγευμα της 8ης Νοεμβρίου 1920 μ.Χ. Τόση δε ήταν η αγιότητά του, ώστε επετέλεσε πολλά θαύματα, πριν αλλά και μετά τον θάνατο του. Ενταφιάστηκε στην Ιερά Μονή Αγίας Τριάδος στην Αίγινα.

Η ανακομιδή των Ιερών λειψάνων του έγινε στις
3 Σεπτεμβρίου του 1953 μ.Χ. και στις 20 Απριλίου του 1961 μ.Χ. με Πράξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου, διακηρύχτηκε Άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας».

ΤΟ ΘΕΙΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 18 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ

Ἀριθμός 47

ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΛΟΥΚΑ (Λουκ. ιβ΄16-21)
18 Νοεμβρίου 2018
«Ἄφρον...ἅ δέ ἡτοίμασας, τίνι ἔσται; » (Λουκ. ιβ΄21)
Χριστιανοί μου,
Οἱ ἁμαρτίες, οἱ ἀδυναμίες καὶ τὰ πάθη, ἐφόσον μένουν ἐλεύθερα καὶ ἀπολέμητα στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, τὸν ὑποδουλώνουν, τοῦ σκοτίζουν τὸ νοῦ καὶ τὸν ὁδηγοῦν στὶς πλέον παράλογες καὶ ὀλέθριες γιὰ τὸν ἴδιο, ἀποφάσεις καὶ πράξεις. Τοῦ δημιουργοῦν μία κατάσταση ἀφροσύνης.
Αὐτὸ, ἀκριβῶς, συνέβη καὶ στὸν πλούσιο τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς.
Ὁ ἄνθρωπος, γιὰ τὸν ὁποῖο μᾶς μιλάει τὸ σημερινὸ ἱερό Εὐαγγέλιο, ἦταν πλούσιος, πολὺ πλούσιος. Εἶχε στὴν ἰδιοκτησία του πολλὰ κτήματα, «χώρας», ὅπως χαρακτηριστικὰ λέει ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς. Μεγάλες δηλαδὴ ἐκτάσεις, μὲ ποικιλία καλλιεργειῶν καὶ προϊόντων. Εἶχε ἀποθῆκες μεγάλες καὶ πολλές. Τὰ σπίτια του σίγουρα θὰ ἦταν πολυτελέστατα, μὲ πολλοὺς ὑπηρέτες. Τίποτα δὲν τοῦ ἔλειπε, εἶχε τὰ πάντα, ὅ,τι ζητοῦσε ἡ ψυχή του. Σ’ ὅλα αὐτὰ ἦρθε νὰ προστεθεῖ, τὴν περίοδο ἐκείνη, ἡ πρωτοφανὴς εὐφορία τῶν κτημάτων του.
Ἐδῶ, ὅμως, φαίνεται καθαρὰ, τὸ δράμα τοῦ ἄφρονα πλούσιου. Ἀντὶ νὰ εὐχαριστήσει τὸν δωρεοδότη Κύριο, γιὰ τὴν μεγάλη αὐτὴ εὐλογία τῆς πλούσιας σοδειᾶς καὶ ἀπὸ τὰ δῶρα αὐτὰ τοῦ Θεοῦ νὰ προσφέρει κι αὐτὸς στοὺς συνανθρώπους του, ὡς ἰδιοτελὴς καὶ φίλαυτος, βυθίστηκε σὲ πολλὲς καὶ καταθλιπτικὲς μέριμνες, ποὺ ἀφοροῦσαν τὸν ἑαυτό του καὶ μόνον. Διαπίστωσε, ὅτι οἱ ἀποθῆκες ποὺ εἶχε, ὅσοι μεγάλες κι ἂν ἦταν, δὲν ἐπαρκοῦσαν νὰ χωρέσουν τὴν πλούσια σοδειά. Κι αὐτὸς δὲν ἤθελε νὰ χάσει τίποτε ἀπὸ αὐτά, οὔτε νὰ διαθέσει κάτι γιὰ τοὺς πτωχούς, γιὰ τοὺς συνανθρώπους του.
Ἔλεγε, ξανὰ καὶ ξανά, ἡμέρα καὶ νύκτα, ὅτι «οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου». «Τοὺς καρπούς μου», ἔλεγε, «τὰ ἀγαθά μου». Τὰ θεωρεῖ ὅλα δικά του. Νομίζει, ὅτι ἔχει τὸ ἀπόλυτο δικαίωμα ἐπ’ αὐτῶν. Μέσα σ’ αὐτὴ του τὴν παραζάλη τῆς ἀφροσύνης του, δὲν σκέφθηκε, ὅτι ἐπιτέλους γι’ αὐτὰ ἐργάστηκαν οἱ ὑπηρέτες του, οἱ γεωργοὶ καὶ, πρὸ πάντων, ὅτι ὁ Θεὸς ἔφερε εὐνοϊκούς τούς καιροὺς, γιὰ τὴν πλούσια ἀπόδοση τῶν κτημάτων του.
Ὕστερα ἀπὸ πολλὲς καὶ ἀγωνιώδεις σκέψεις καὶ συνδυασμούς, βρῆκε, ὅπως νόμιζε, τὴ λύση. Κατέληξε στὴν ἀπόφαση νὰ γκρεμίσει τὶς ἀποθῆκες του καὶ νὰ ἀνοικοδομήσει ἄλλες, μεγαλύτερες. Νὰ συνάξει ἐκεῖ, μὲ κάθε ἐπιμέλεια, τὰ πάντα καὶ νὰ μὴν ἀφήσει τίποτα νὰ χαθεῖ, γιὰ νὰ ἔχει ἄφθονα τὰ ἀγαθά, ὥστε νὰ τρώει, νὰ πίνει καὶ νὰ εὐφραίνεται καθημερινὰ καὶ γιὰ πολλὰ χρόνια.
Ἴσως, καὶ νὰ ξεκίνησε τὴν ἀνοικοδόμηση τῶν νέων ἀποθηκῶν. Ἴσως, καὶ νὰ ἐπιστάτησε, μὲ πολὺ προσοχὴ, στὴ συγκομιδὴ τῶν καρπῶν. Καὶ, γεμάτος ἀπὸ ἱκανοποίηση, ἔλεγε στὸν ἑαυτό του, στὴν ψυχή του: «ψυχή μου, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ, κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου». Δὲν πρόλαβε ὅμως νὰ τελειώσει τὴν σκέψη του, τὰ γεμάτα ἀφροσύνη λόγια του. Γιατί; Διότι συνέβη σ’ αὐτὸν τὸ κοινὸ γιὰ ὅλους τούς ἀνθρώπους γεγονός, ὁ θάνατος, τὸ ὁριστικὸ καὶ ἀναπόφευκτο τέρμα τῆς ἐπίγειας ζωῆς. Ὅλα τὰ σκέφθηκε, ὅλα τὰ ὑπολόγισε ὁ ἄφρονας πλούσιος, γιὰ ὅλα φρόντισε μὲ κάθε σχολαστικότητα. Ἕνα μόνο δὲν ἤθελε νὰ σκεφθεῖ· τὸν θάνατο καὶ τὴν, μετὰ θάνατο, αἰωνιότητα. Καὶ ἔτσι, ἔχασε ἀνεπανόρθωτα τὰ πάντα καὶ, τὸ πλέον χειρότερο, τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτὸ του εἰς αἰῶνας αἰώνων.
«Ἄφρον» τοῦ εἶπε ὁ Θεός, ἀνόητε καὶ ἀπερίσκεπτε, σκοτισμένε ἀπὸ τὴ φοβερὴ ἰδιοτέλεια καὶ ὑλοφροσύνη, ποὺ ἤλπιζες, γιὰ μία μεγάλη καὶ γεμάτη ἀπολαύσεις ζωή, τώρα, αὐτὸ τὸ βράδυ, τὸ ὁποῖο πρὶν ἀπὸ πολὺ καιρὸ ὀνειρευόσουν ὡς ἀρχὴ τῆς εὐτυχίας σου, οἱ ἄγγελοι τοῦ σκότους, οἱ δαίμονες τῆς κολάσεως, ἀπαιτοῦν καὶ θὰ πάρουν μὲ βία τὴ ψυχή σου, γιὰ νὰ τὴν μεταφέρουν, ὄχι στοὺς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ, ὅπου ἡ χαρὰ καὶ ἡ εὐφροσύνη, ἀλλὰ στὴν ἀπερίγραπτη ὀδύνη τῆς αἰώνιας καταδίκης. «Ἃ δὲ ἡτοίμασας, τίνι ἔσται;». Δὲν εἶναι πλέον δικά σου. Δὲν γνωρίζεις σὲ ποιὰ χέρια θὰ καταλήξουν, ἴσως καὶ σὲ ἐχθρούς σου. Κι ὅλα αὐτὰ τὰ ὁποῖα ἑτοίμαζες γιὰ τὸν ἑαυτό σου, ἄλλοι θὰ τὰ ἀπολαμβάνουν. ἐνῶ, ἐσὺ, θὰ φλέγεσαι στὴ γέενα τοῦ πυρός τοῦ αἰωνίου.
Ταλαίπωρος ὁ ἄνθρωπος αὐτός. Ὁ Θεὸς τὸν ὀνόμασε ἄφρονα. Καὶ πραγματικὰ ἦταν ἄφρονας ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μέχρι τὸ τέλος, σὲ ὅλες τὶς ἰδιοτελεῖς ἐπιθυμίες, ἐνέργειες καὶ ἐπιδιώξεις τῆς ἀχόρταστης καρδιᾶς του. Κι ἂν μερικοὶ τὸν θεωροῦσαν ἔξυπνο, ὅταν τὸν ἔβλεπαν νὰ συγκεντρώνει θησαυρούς, στὴν πραγματικότητα, ὅμως, ἦταν ἄφρονας. Ἦταν ἄφρονας, διότι δὲν θέλησε νὰ διδαχθεῖ οὔτε ἀπὸ τὴ δική του, ὡς τότε, ἐμπειρία, οὔτε ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῶν ἄλλων, ὅτι τὰ πλούτη, ὅσο πολλὰ κι ἂν εἶναι, δὲν εἶναι ἱκανὰ νὰ χαρίσουν τὴν ἀληθινὴ χαρὰ στὸν ἄνθρωπο. Τοῦ δίνουν κάποια προσωρινὴ εὐχαρίστηση, κι αὐτὴ ἀνάμικτη μὲ στυφότητα καὶ πικρία, γιὰ νὰ ἀφήσουν ἀμέσως, μετὰ τὸ κενὸ καὶ τὸ ἄγχος, τὴν πλήξη καὶ τὴν ἀνία μέσα στὴν ψυχή.
Ἦταν ἄφρονας, διότι δὲν σκέφθηκε, ὅτι ὁ πλοῦτος δὲν εἶναι πάντοτε ἰσόβιο κτῆμα τοῦ ἀνθρώπου. Μία πυρκαγιά, ἕνας σεισμός, ἕνας πόλεμος, μία οἰκονομικὴ κρίση καὶ τόσα ἄλλα, ποὺ γίνονται καθημερινὰ στὸν κόσμο, εἶναι ἱκανὰ νὰ ἐξαφανίσουν καὶ τὶς πιὸ μεγάλες περιουσίες, νὰ ἀφήσουν πτωχὸ καὶ γυμνὸ τὸν ἄλλοτε πλούσιο. Δυστυχῶς, δὲν εἶναι λίγα τὰ παραδείγματα τέτοιων καταστροφῶν. Τὰ ἔχουμε ζήσει εἴτε στὸ ἄμεσο περιβάλλον μας εἴτε στὴν Πατρίδα μας, ἰδιαίτερα τὰ τελευταῖα χρόνια. Πόσοι καὶ πόσοι, ἀπὸ πλούσιοι μέσα σὲ λίγες στιγμὲς, ἔφτασαν στὸ ἔσχατο σημεῖο τῆς φτώχειας.
Ἦταν ἄφρονας ὁ πλούσιος τῆς παραβολῆς, διότι δὲν ἔλαβε ὑπ’ ὄψιν του, ὅτι τὰ χρόνια της ζωῆς του, ὅσα πολλὰ καὶ ἂν φανταζόταν, ὅτι κάποια στιγμὴ θὰ ἔφθανε τὸ τέλος. Κι ἔπειτα, ἀπὸ τὸ ἀναπόφευκτο αὐτὸ τέλος, θὰ ἀνοιγόταν ἐνώπιόν του ἡ αἰωνιότητα. Πῶς θὰ παρουσιαζόταν μπροστὰ στὸν ἀδέκαστο Κριτή; Ποιὰ καλὰ ἔργα θὰ εἶχε νὰ Τοῦ παρουσιάσει; Πῶς θὰ λογοδοτοῦσε, γιὰ τὴν χρήση τῶν ἀγαθῶν, πού τοῦ εἶχε δώσει ὁ Θεός; Τότε, θὰ ἔβλεπε, ὅπως καὶ εἶδε, ὅτι ἔχασε τὴν ψυχή του, γιὰ τὰ λίγα αὐτὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ τῆς περιουσίας του.
Καὶ ὁ Κύριος, γιὰ νὰ ἐπιστήσει τὴν προσοχὴ ὅλων μας, μήπως καὶ βρεθοῦμε κι ἐμεῖς στὴν ἀφροσύνη τοῦ πλούσιου, ἔκλεισε τὴν παραβολὴ μὲ τὸ συγκλονιστικὸ δίδαγμα: «οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ καὶ μὴ εἰς Θεὸν πλουτῶν».
Χριστιανοί μου,
Ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς τί θὰ παρουσιάσει στὸν Θεό, ὅταν βρεθεῖ ἐνώπιόν Του; Τί ἀπολογία θὰ δώσουμε; Χωρὶς ἀγάπη οἱ πύλες τοῦ οὐρανοῦ μένουν κλειστές. Ὅλα περνοῦν καὶ φθείρονται. Ἐκεῖνο, ποὺ μένει, εἶναι ἡ καλοσύνη καὶ ἡ ἀγάπη. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ, ἂς ἀξιολογήσουμε ὀρθὰ τὴ ζωή μας. Ἂς δοῦμε εἰλικρινὰ καὶ χωρὶς προκαταλήψεις ὅ,τι ἀφορᾶ τὸν ἑαυτό μας καὶ τὸν κόσμο. Ἂς ἀνοίξουμε τὰ μάτια μας καὶ ἂς ἀτενίσουμε τὸ μέλλον χωρὶς φόβο. Ἂς δοῦμε τὴν κάθε μας πράξη μέσα ἀπὸ τὸ πρίσμα τῆς αἰωνιότητας. Αὐτὸ εἶναι ἡ πραγματικὴ σοφία, ἡ πραγματικὴ σύνεση. Τότε, ἀποβλέπουμε ἀληθινὰ στὸ αἰώνιο συμφέρον μας. Ἂς ἀνοίξουμε, λοιπὸν, τὴν καρδιά μας. Ἂς δώσουμε ἀνακούφιση καὶ χαρὰ στοὺς γύρω μας. Αὐτὸ θὰ μᾶς βοηθήσει νὰ διατηρήσουμε τὴν ψυχική μας ἰσορροπία, ξεφεύγοντας ἀπὸ τὸ ἐπικίνδυνο κλείσιμο στὸν ἑαυτό μας. Σ’ αὐτὸ θὰ μᾶς βοηθήσει πολὺ ἡ σκέψη: Αὐτὸ πού ζεῖς, αὐτὸ πού σκέφτεσαι, αὐτὸ πού κάνεις, σὲ τί ἀποβλέπει; Ἀμήν.    Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Χίου

Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2018

ΠΕΜΠΤΗ 8 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2018




ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΕΟΡΤΗΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ
ΣΤΟ ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙΟΝ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΛΑΤΟΜΙΤΙΣΣΗΣ


     Η ενορία μας έχει ιδιαίτερη ευλογία γιατί έχει  παρεκκλήσιο  επ’ ονόματι του Αγίου Νεκταρίου.
Το παρεκκλήσιο αυτό ανεγέρθη με δαπάνη της οικογενείας  Δημητρίου και Ευαγγελίας Κουκουνάρη το έτος 1974.
Λειτουργεί κάθε Σάββατο καθ΄ολο τον χρόνο.
Εορτάστηκε  και φέτος η Ιερά Μνήμη του Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως του Θαυματουργού, με κάθε εκκλησιαστική μεγαλοπρέπεια.
 Το απόγευμα, της  Πέμπτης  8  Νοεμβρίου παραμονή της εορτής,  μετεφέρθη  το Ιερό λείψανο του Αγίου Νεκταρίου  από την Παναγία Λατομίτισσα όπου φυλάσσεται όλο τον χρόνο, εις το παρεκκλήσιον του Αγίου Νεκταρίου.
   Αφ’ εσπέρας ο εφημέριος του Ιερού μας Ναού π. Βασίλειος Φιλιππάκης, πλαισιούμενος από τους ιερείς π. Γεώργιο Γεώργαλο και π. Ιωάννη Κατσούνη, τέλεσαν με κατάνυξη τον Μέγα Πανηγυρικό Εσπερινό και έψαλλαν τα εγκώμια του  Αγίου.
Αύριο το πρωϊ ο Ορθρος και η Πανηγυρική Θεία Λειτουργία. 








Σάββατο 3 Νοεμβρίου 2018


ΤΟ ΘΕΙΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 04 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ

Ἀριθμός 45

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΛΟΥΚΑ (Λουκ. ιστ΄ 19-31)
4 Νοεμβρίου 2018
«Ἄνθρωπός τις ἦν πλούσιος, καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον εὐφραινόμενος καθ’ ἡμέραν λαμπρῶς»
(Λουκ. ιστ’ 19).
Στὴ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ, Χριστιανοί μου, ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς μᾶς ἀφηγεῖται τὴν παραβολὴ τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου, ποὺ εἶπε ὁ Κύριος. Μία παραβολὴ μὲ πολλὰ μηνύματα.
Στὴν παραβολὴ αὐτὴ βλέπουμε τὸν πλούσιο νὰ ζεῖ μία ζωὴ γεμάτη χλιδή. Νὰ σκέφτεται μόνο τὸν ἑαυτό του καὶ κανένα ἄλλο. Ὁ πλοῦτος τὸν ἔχει κάνει τυφλὸ στὴ δυστυχία τῶν συνανθρώπων του. Ἀνάλγητος, ἰδιοτελής, ἐγωιστὴς ὁ πλούσιος.
Ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς του ἦταν οἱ ποικίλες ἀπολαύσεις, οἱ ἁμαρτωλὲς ἀπολαύσεις, οἱ ἡδονές, ἡ ἱκανοποίηση τῶν αἰσθήσεών του μὲ κάθε τρόπο, τὰ πολυτελῆ ἐνδύματα καὶ ἡ λαμπρὴ ἀμφίεση. Τὰ συμπόσια ἦταν καθημερινὰ καὶ γεμάτα λαμπρότητα. Τὰ φαγητὰ καὶ τὰ ποτὰ ἦταν τὰ πιὸ ἐκλεκτὰ καὶ γαργαλιστικά, ἐξάπτοντας, μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ, τὶς ἁμαρτωλὲς ὁρμές του. Οἱ συνδαιτυμόνες τῶν συμποσίων του, τοῦ ἰδίου φυράματος, γεμάτοι γέλια καὶ θόρυβο. Ἡ μουσικὴ ἀνάλογη συνόδευε τὰ δεῖπνα. Τὰ πάντα χρησιμοποιοῦσε γιὰ νὰ εὐφραίνεται ὁ φιλήδονος καὶ φίλαυτος πλούσιος.
Τέτοιοι ἄνθρωποι, ὅπως ὁ πλούσιος της παραβολῆς, οἱ ὁποῖοι, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἔχουν θεοποιήσει τὴν κοιλιά τους, «ὧν ὁ Θεὸς ἡ κοιλία καὶ ἡ δόξα αὐτῶν ἐν τῇ αἰσχύνῃ αὐτῶν» , δὲν λείπουν ποτὲ ἀπὸ τὶς κοινωνίες τῶν ἀνθρώπων. Ἕνα σύνθημα ἔχουν στὴ ζωή τους· νὰ φᾶμε, νὰ πιοῦμε, νὰ ἀπολαύσουμε. Τίποτε ἄλλο δὲν τοὺς ἐνδιαφέρει, δὲν τοὺς ἀπασχολεῖ. Κανένα ὑψηλὸ ἰδανικό, καμία ἀρχή. Ἔχουν ποδοπατήσει τὰ πάντα. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἔχουν ὑποβιβάσει τὸ ἑαυτό τους στὴν κατάσταση τοῦ ζώου. Ζοῦν, ὅπως λέει ὁ Μέγας Βασίλειος, μία «βοσκηματώδη» ζωή. Ὅπως δηλαδὴ τὰ ζῶα ἐνδιαφέρονται μόνο νὰ φᾶνε, νὰ πιοῦν, νὰ ἀναπαυθοῦν ἔτσι καὶ οἱ φιλήδονοι ἄνθρωποι.
Μὲ πολὺ παραστατικὸ τρόπο τοὺς διαζωγραφίζει ἡ Σοφία Σολομῶντος. Οἱ ἀσεβεῖς καὶ οἱ φιλήδονοι σκέφτονται λάθος καὶ λένε: «ἡ ζωὴ μας εἶναι σύντομη καὶ γεμάτη ἀπὸ λύπες. Δὲν ὑπάρχει ἐλπίδα, ὅτι θὰ ζήσουμε πέραν τοῦ τάφου. Ἄλλωστε, κανεὶς δὲν ἐπέστρεψε ἀπὸ τὸν Ἅδη, γιὰ νὰ μᾶς πεῖ τί ὑπάρχει ἐκεῖ. Ἡ γέννησή μας στὸν κόσμο ἦταν τυχαία. Μετὰ τὸν θάνατο, θὰ ἐπανέλθουμε σὲ μία τέτοια κατάσταση, σὰν νὰ μὴν ὑπήρξαμε ποτέ. Ὅταν τελειώσει ἡ ζωή μας, τὸ σῶμα μας θὰ γίνει στάχτη καὶ αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουμε πνεῦμα θὰ διαλυθεῖ σὰν κούφιος ἄνεμος. Ἡ ζωή μας θὰ περάσει σὰν τὸ σύννεφο, ποὺ δὲν ἀφήνει ἴχνη, σὰν τὴν ὁμίχλη, ποὺ διασκορπίζεται ἀπὸ τὶς ἀκτίνες τοῦ ἥλιου καὶ διαλύεται ἀπὸ τὴν θερμότητά του».
Οἱ σκέψεις ὅμως αὐτὲς εἶναι ἀπαισιόδοξες, εἶναι ὑλιστικοὶ δογματισμοί, ἐξουθενώνουν τὴν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου, ὡς τέκνων Θεοῦ μὲ ἀθάνατη ψυχὴ καὶ μὲ προορισμὸ τὴν αἰωνιότητα. Φυσικὴ κατάληξη αὐτῆς τῆς ὑλοφροσύνης εἶναι ἡ ἀπόφασή τους νὰ ἀπολαύσουν, ὅσα μποροῦν περισσότερο, τὶς καταστρεπτικὲς γιὰ τὴν ψυχὴ καὶ σῶμα ἡδονές. Λένε: «Ἀφοῦ τέτοια εἶναι ἡ ζωή μας, ἂς ἀπολαύσουμε τὰ ἀγαθὰ τοῦ κόσμου. Ἂς μεθύσουμε μὲ τὸ πιὸ ἀκριβὸ κρασί, ἂς λουσθοῦμε μὲ πανάκριβα ἀρώματα καὶ ἂς μὴν ἀφήσουμε νὰ περάσει κανένα ἄνθος τῆς ἄνοιξης χωρὶς νὰ τὸ ἀπολαύσουμε. Κανεὶς ἀπὸ μᾶς ἂς μὴ μείνει ἀμέτοχος στὶς μεγαλοπρεπεῖς ἀπολαύσεις μας».
Εἶπαν καὶ ἔκαμαν αὐτὰ καὶ πολὺ χειρότερα καὶ ἀσεβέστερα. Καὶ προσθέτει ὁ σοφὸς Σολομών· «αὐτὰ τὰ φαῦλα ἐσκέφθησαν οἱ ἀσεβεῖς καὶ ἐπλανήθησαν. Τοὺς ἐτύφλωσεν ἐξ ὁλοκλήρου ἡ κακία των καὶ ἡ φιληδονία…» .
Πραγματικὰ πλανήθηκαν. Ὁ πόθος τῶν ἁμαρτωλῶν ἀπολαύσεων, τῶν ἡδονῶν καὶ τῆς ἀσωτίας, σκότισαν τὸ νοῦ τους, ἀχρήστευσαν τὸ λογικό τους, διέφθειραν τὴν καρδιά τους, μόλυναν τὴν ψυχή τους. Καθὼς ἦταν σκοτισμένοι ἀπὸ τὸ οἰκτρὸ αὐτὸ κατάντημά τους δὲν ἤθελαν νὰ δοῦν ὅτι ἡ ἁμαρτωλὴ τέρψη καὶ ἡδονὴ ποτὲ δὲν δίνει – καὶ δὲν μπορεῖ νὰ δώσει – τὴν πραγματικὴ χαρά, τὴν ἀληθινὴ ἱκανοποίηση καὶ εὐφροσύνη. Γιὰ πολὺ λίγο προσφέρει εὐχαρίστηση στὶς αἰσθήσεις καὶ μόνο, χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ ἀναπαύσει βαθύτερα τὸν ἄνθρωπο. Πολὺ γρήγορα παρέρχεται καὶ ἀφήνει πίσω πίκρα καὶ μεγάλη ἀπογοήτευση.
Καμιὰ φορά ἢ μᾶλλον πολὺ συχνὰ κατὰ τὴν ὥρα τῶν πολυτελῶν συμποσίων, τῆς ἀπόλαυσης, δημιουργοῦνται παρεξηγήσεις μεταξὺ τῶν συνδαιτυμόνων. Ἐκτοξεύονται πειράγματα, εἰρωνεῖες καὶ ὑπονοούμενα. Ἀνταλλάσσονται λόγια πικρά, ὕβρεις, ξεσποῦν ἀντεγκλήσεις καὶ φιλονικίες. Ἔτσι τὸ συμπόσιο ποὺ ὑποσχόταν εὐχαρίστηση καὶ χαρά, γίνεται τόπος διαπληκτισμῶν καὶ τελειώνει μὲ ψυχικὴ ἀναστάτωση καὶ πικρία. Ἂς ἀφήσουμε, ὅτι τέτοιου εἴδους ἀπολαύσεις γεννοῦν, πολὺ συχνὰ, τὴν ἀηδία καὶ κάνουν κάθε φιλήδονο νὰ ζητάει κάτι περισσότερο, κάτι ἐξεζητημένο καὶ νὰ μὴν τὸ βρίσκει. Καὶ νὰ φθάνει σὲ μία κατάσταση γελοία, ὅπως ὁ ἄσωτός τῆς παραβολῆς.
Τὸ χειρότερο ὅμως καὶ φοβερότερο ἀπὸ ὅλα εἶναι, ὅτι οἱ ἁμαρτωλὲς ἡδονὲς καὶ ἀπολαύσεις κάνουν τὸν ἄνθρωπο ὑπεύθυνο τῆς αἰωνίου κολάσεως, τῆς φοβερῆς καταδίκης στὴν κάμινο τοῦ πυρός, τῆς ἀπερίγραπτης ὀδύνης στὸν Ἅδη. Ὁ πλούσιος τῆς παραβολῆς θρηνοῦσε, ὅτι βρισκόταν «ἐν βασάνοις», ὅτι ὑπέφερε τρομερὲς ὀδύνες «ἐν τῇ φλογὶ» τοῦ Ἅδη, ὥστε καὶ μία σταγόνα νεροῦ θὰ ἦταν γι’ αὐτὸν οὐράνιο δῶρο.
«Ἡ ἡδονή, λέει ὁ Μέγας Βασίλειος, εἶναι ἡ μητέρα τῆς ἁμαρτίας, ἡ δὲ ἁμαρτία τὸ δηλητηριῶδες κεντρὶ τοῦ θανάτου. Ἡ ἡδονὴ τρέφει τὸν αἰώνιο σκώληκα. Πρὸς στιγμὴ, μόνο, γλυκαίνει τὸν φιλήδονο, ὕστερα ὅμως φέρνει πικρότερες κι ἀπὸ τὴ χολὴ συνέπειες». Ἡ ἡδονὴ εἶναι τὸ δόλωμα, κάτω ἀπὸ τὸ ὁποῖο κρύβεται τὸ φοβερὸ ἀγκίστρι τοῦ αἰωνίου πόνου. Ὁ ἄνθρωπος δελεάζεται καὶ ἑλκύεται ἀπὸ αὐτὸ, ποὺ βλέπει καὶ δὲν μπορεῖ, μᾶλλον δὲν θέλει, νὰ δεῖ τὴ συμφορὰ, ποὺ κρύβεται πίσω ἀπὸ τὴν ἡδονή. Ἔτσι ἡ πρόσκαιρη ἡδονὴ γίνεται αἰώνια ὀδύνη.
Χριστιανοί μου. Ὁ Θεὸς δὲν θέλει νὰ ἔχουμε μία ζωὴ χωρὶς χαρὰ καὶ εὐτυχία. Ὁ Ἴδιος, ἄλλωστε, δημιούργησε, γιὰ τὸν ἄνθρωπο, τὸν ὡραῖο αὐτὸ κόσμο, ποὺ ζοῦμε, μὲ τὶς ἀναρίθμητες ἀπολαύσεις. Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ γνωρίζει νὰ ἀπολαμβάνει τὶς θεοσδοτες ἀπολαύσεις τοῦ κόσμου, χωρὶς νὰ γίνεται δοῦλος τῶν ψυχοφθόρων ἡδονῶν καὶ παθῶν. Ἀμήν.     Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Χίου