Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2015

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ 20η ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2015


ICXCNIKA
Ἀ­ριθ­μὸς 51
Κυ­ρια­κή πρό τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως
20 Δεκ­εμ­βρί­ου 2015
(Ἑβρ. ια΄ 9-10 , 32-40)
«ξεδέχετο γὰρ τὴν τοὺς θεμελίους ἔχουσαν πόλιν, ἧς τεχνίτης καὶ δημιουργὸς ὁ Θεός»
Γιὰ πολλὰ πρόσωπα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης μιλάει τὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα. Ὅλα τὰ πρόσωπα αὐτά, ἀδελφοί μου, ἂν καὶ ἔζησαν σὲ χρόνια μεγάλης ἀπιστίας καὶ διαφθορᾶς, μὲ λαχτάρα περίμεναν νὰ ἔρθει ὁ Χριστὸς γιὰ νὰ σώσει τὸν κόσμο. Μιὰ βαθιὰ πίστη διέκρινε τοὺς ἀνθρώπους αὐτοὺς ποὺ τοὺς ὁδήγησε καὶ σὲ μαρτύρια ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες. Ἀπ’ ὅλα τὰ πρόσωπα ποὺ ἀναφέρει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐξέχουσα θέση ἔχει ὁ Ἀβραάμ.
Ὁ Ἀβραὰμ εἶναι ὁ ἀρχηγὸς τοῦ Ἰουδαϊκοῦ ἔθνους, ὁ Πατριάρχης ὅλων τῶν φυλῶν τοῦ Ἰσραήλ. Εἶναι ἡ ρίζα τοῦ μεγάλου δέντρου ἀπ’ τὸ ὁποῖο βγῆκε καὶ τὸ πιὸ ὄμορφο λουλούδι, ποὺ σκορπίζει τὸ ἄρωμά του καὶ ζωογονεῖ τὸν κόσμο. Αὐτὸ τὸ λουλούδι εἶναι ὁ Χριστός μας. Ὁ Ἀβραὰμ εἶναι ἀξιοθαύμαστος γιὰ ὅλες τὶς ἀρετὲς ποὺ εἶχε, ἰδίως γιὰ τὴν πίστη του. Δὲν ἦταν σὰν τὴ δική μας πίστη μικρή, ἀδύνατη καὶ χλιαρή, ποὺ στὸ πρῶτο ἐμπόδιο λυγίζει καὶ πέφτει. Ἡ πίστη του ἦταν μεγάλη, δυνατὴ καὶ ἀκλόνητη σὰν βουνό.
Ζοῦσε σὲ μία χώρα ποὺ οἱ ἄνθρωποι ἦταν εἰδωλολάτρες ὅπως καὶ ὁ πατέρας του. Ἀλλὰ ὅταν ὁ Θεὸς ἀπὸ τὰ ἑκατομμύρια τῶν ἀνθρώπων διάλεξε τὸν Ἀβραὰμ σὰν διαμάντι πολύτιμο γιὰ νὰ τὸν κάνει ἀρχηγὸ ἑνὸς νέου κόσμου ποὺ θὰ πίστευε στὸν ἀληθινὸ Θεό καὶ τὸν κάλεσε ν’ ἀφήσει τὴν πατρίδα του καὶ νὰ πάει νὰ κατοικήσει ἐκεῖ ποὺ θὰ τοῦ ἔδειχνε, ἐκεῖνος δὲν ἔδειξε καμμία ἀμφιβολία καὶ δισταγμό. Πίστεψε στὰ λόγια τοῦ Θεοῦ καὶ ὑπάκουσε στὴ διαταγή του.
Ὅταν ἔφτασε στὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας, ποὺ εἶχε πλούσια ὅλα τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, ἡ καρδιά τοῦ Ἀβραὰμ δὲν προσκολλήθηκε σ’ αὐτά, δὲν λάτρεψε τὴν ὕλη ὅπως ὅλος ὁ κόσμος. Ἡ καρδιά του ἦταν δοσμένη στὸ Θεό. Αὐτὸν πίστευε, αὐτὸν ἀγαποῦσε, αὐτόν λάτρευε. Παραπάνω ἀπὸ τὴ γυναίκα του καὶ παραπάνω ἀπ’ τὸ μονάκριβο παιδὶ του τὸν Ἰσαακ, ποὺ τὸν ἀπέκτησε σύμφωνα μὲ τὴ διαβεβαίωση τοῦ Θεοῦ στὰ ἐνενήντα του χρόνια, καὶ ποὺ δὲ δίστασε οὔτε στιγμὴ νὰ τὸν θυσιάσει ὅταν τοῦ τὸ ζήτησε ὁ Θεός∙ παραπάνω ἀπ’ ὅλα ἀγαποῦσε τὸ Θεό. Ὅλα τὰ πρόσωπα καὶ τὰ πράγματα ποὺ ἔβλεπε στὴ γῆ τὰ ἀγαποῦσε ὡς δημιουργήματα καὶ πλάσματα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ κανένα ἀπ’ αὐτὰ δὲν ἔκανε Θεό. Πίστευε πὼς ὁσοδήποτε χρήσιμα κι ἀγαπητὰ κι ἂν εἶναι, εἶναι προσωρινά. Μόνιμο, αἰώνιο κι ἀθάνατο εἶναι μόνο ὁ Θεός. Ἡ καρδιά του ἦταν στραμμένη πρὸς τὰ πάνω. Ὁ οὐρανὸς εἶναι ἡ αἰώνια πατρίδα καὶ σ’ αὐτὴν ποθοῦσε νὰ πάει γιὰ νὰ ’ναι πάντα μαζὶ μὲ τὸ Θεὸ καὶ ν’ ἀπολαμβάνει τὴν ἀγάπη Του.
Δὲν ἔχτισε παλάτια καὶ μέγαρα οὔτε κἄν ἕνα σπίτι ἁπλό. Ζοῦσε σὲ μία σκηνή. Ὅταν μάλιστα λογομάχησαν οἱ βοσκοί του μὲ τοὺς βοσκοὺς τοῦ ἀνηψιοῦ του Λὼτ γιὰ τὰ βοσκοτόπια, παραχώρησε στὸν ἀνηψιό του τὴν τεράστια πεδιάδα ποὺ ἦταν χτισμένα τὰ Σόδομα καὶ τὰ Γόμορρα κι ἐκεῖνος κράτησε ὡς βοσκοτόπια τὰ βουνά. Δὲν πῆρε δική του οὔτε μία πατουνιά χωράφι ἀπὸ τὴ γῆ ποὺ τοῦ ὑποσχέθηκε ὁ Θεὸς πὼς θὰ γίνει γῆ τῶν ἀπογόνων του. Τὸ μόνο ποὺ ἀγόρασε ἀπὸ κάποιους ἦταν μία σπηλιὰ ποὺ ἔθαψε τὴ γυναίκα του τὴ Σάρρα καὶ ὕστερα ἔθαψαν δίπλα της καὶ τὸν ἴδιο ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα τοῦ θανάτου του.
Ἡ πίστη μας δὲν μᾶς ἀπαγορεύει νὰ χτίσουμε ἕνα σπίτι, νὰ μαζέψουμε τὴν οἰκογένειά μας καὶ νὰ ζήσουμε μὲ κάποια ἄνεση. Ἐκεῖνο ποὺ ἀπαγορεύει εἶναι νὰ δίνουμε ὅλη τὴν καρδιά μας στὰ ὑλικὰ πράγματα καὶ νὰ νομίζουμε ὅτι σ’ αὐτὰ βρίσκεται ἡ εὐτυχία καὶ ἡ χαρά. Μπορεῖ νὰ ζεῖ κάποιος σὲ ἕνα καλύβι ἤ ἕνα τσαντίρι κι ὅμως νὰ ἔχει ἀγάπη μὲ τὴ γυναίκα του καὶ τὰ παιδιά του καὶ νὰ εἶναι ὁ πιὸ εὐτυχισμένος ἄνθρωπος τοῦ κόσμου. Καὶ μπορεῖ ἄλλος νὰ ζεῖ σὰν βασιλιὰς μέσα σ’ ἕνα παλάτι καὶ νὰ μὴν ἔχει ἀγάπη μὲ τὴν οἰκογένειά του καὶ νὰ εἶναι ὁ πιὸ δυστυχισμένος. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι καρδιά καὶ ὄχι οἰκόπεδα καὶ ντουβάρια, αὐτοκίνητα, ἐργοστάσια καὶ μηχανές. Ἔχεις δώσει τὴν καρδιά σου στὸ Θεό; Εἶσαι εὐτυχισμένος. Ἔχεις δώσει τὴν καρδιά σου σὲ πρόσωπα καὶ πράγματα; Κι ἂν νομίζεις πὼς ἔχεις εὐτυχία, θὰ ‘ρθεῖ μέρα ποὺ θὰ κλάψεις. Ἔρχεται πάντα κάποιος καὶ σοῦ τὰ παίρνει ὅλα. Εἶναι ὁ θάνατος. Ἕνας καλόγερος εἶχε γράψει ἕνα ρητὸ μέσα στὸ κελλί του γιὰ νὰ τὸ διαβάζει κάθε μέρα καὶ νὰ μὴν προσκολλᾶται στὰ ὑλικὰ ἀγαθά: «Κελλίον μου, κελλίον μου, σήμερον ἐμοῦ, αὔριον ἄλλου καὶ οὐδέποτε κάποιου».
Ἀδελφοί μου, ἕως πότε θὰ ἔχουμε τὰ μάτια μας καρφωμένα στὸ μάταιο καὶ ἁμαρτωλὸ τοῦτο κόσμο; Ἡ Ἐκκλησία μας μᾶς φωνάζει: «Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας». Νὰ βαδίσουμε τὴν ὁδὸ πρὸς τὸν οὐρανό. Ἡ ὁδὸς αὐτὴ εἶναι ἡ μετάνοια. Νὰ πιστέψουμε ὅπως ὁ Ἀβραάμ, νὰ μετανοήσουμε ὅπως ὁ λῃστὴς καὶ νὰ σωθοῦμε. Ἀμήν.   Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Χίου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου