Σάββατο 28 Φεβρουαρίου 2015

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ

Ἀ­ριθ­μὸς 9
Κυ­ρια­κὴ Α΄ Νη­στει­ῶν -  Τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας
1 Μαρ­τί­ου 2015
(Ἑ­βρ. ι­α΄ 24 - 26, 32 – 40 )
«Καὶ οὗ­τοι πάν­τες μαρ­τυ­ρη­θέν­τες διὰ τῆς πί­στε­ως
οὐκ ἐ­κο­μί­σαν­το τὴν ἐ­παγ­γε­λί­αν» (Ἑ­βρ. ι­α΄, 39)
Σή­με­ρα, ἀ­δελ­φοί μου, εἶ­ναι ἡ πρώ­τη Κυ­ρια­κή τῶν Νη­στει­ῶν, τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας. Ἡ­μέ­ρα τι­μῆς πρός τήν ἁ­γί­α μας Ἐκ­κλη­σί­α, ἡ ὁ­ποί­α αἰ­ῶ­νες τώ­ρα πο­λε­μεῖ­ται ἀλ­λά πάν­το­τε νι­κᾷ. Σή­με­ρα δι­α­βά­σα­με μί­α πε­ρι­κο­πή ἀ­πό τήν πρός Ἑ­βραί­ους ἐ­πι­στο­λή τοῦ ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου. Ὅ­λο τό 11ο κε­φά­λαι­ο εἶ­ναι ἕ­νας ὑ­πέ­ρο­χος ὕ­μνος τῆς πί­στε­ως μέ πρῶ­το στί­χο τόν ὁ­ρι­σμό της: «Ἔ­στι δὲ πί­στις ἐλ­πι­ζο­μέ­νων ὑ­πό­στα­σις, πραγ­μά­των ἔ­λεγ­χος οὐ βλε­πο­μέ­νων» δηλ. πί­στη εἶ­ναι ἡ ἀ­δί­στα­κτη καί ἀ­κλό­νη­τη πε­ποί­θη­ση στήν πραγ­μα­τι­κή καί βέ­βαι­η ὕ­παρ­ξη ἀ­γα­θῶν, τά ὁ­ποῖ­α ἐλ­πί­ζο­με. Ἀ­πό­δει­ξη καί βε­βαι­ό­τη­τα γιά πράγ­μα­τα πού δέν βλέ­πον­ται μέ τά μά­τια τοῦ σώ­μα­τος καί τά ὁ­ποῖ­α ἐν τού­τοις, χά­ρις σ’ αὐ­τήν, εἶ­ναι σάν νά τά βλέ­πο­με μέ τά μά­τια μας καί νά τά πι­ά­νου­με μέ τά χέ­ρια μας.
Μνη­μο­νεύ­ον­ται ὀ­νό­μα­τα ἡ­ρώ­ων τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης οἱ ὁ­ποῖ­οι μέ πί­στη στόν ἀ­λη­θι­νό καί Τρι­α­δι­κό Θε­ό μας, πέ­τυ­χαν με­γά­λα καί θαυ­μα­στά κα­τορ­θώ­μα­τα καί προ­βάλ­λον­ται σάν πα­ρα­δείγ­μα­τα γιά μί­μη­ση στούς πι­στούς ὅ­λων τῶν αἰ­ώ­νων. Πῶς ὅ­μως θά τούς μι­μη­θοῦ­με;
Κοι­νό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τῶν ἡ­ρῴ­ων πρό Χρι­στοῦ ἀλ­λά καί τῶν ἡ­ρῴ­ων τοῦ Χρι­στι­α­νι­σμοῦ 20 αἰ­ώ­νων -για­τί κά­θε ἐ­πο­χή ἔ­χει τούς ἁ­γί­ους καί τούς μάρ­τυ­ρές της μέ­χρι σή­με­ρα- ἦ­ταν καί εἶ­ναι ἡ στα­θε­ρό­τη­τα στήν πί­στη. Στήν πί­στη πού δι­ε­κή­ρυ­ξαν οἱ Προ­φῆ­τες, πού δί­δα­ξαν οἱ ἅ­γιοι Ἀ­πό­στο­λοι, οἱ θε­ο­φό­ροι Πα­τέ­ρες, οἱ ὅ­σιοι Ὁ­μο­λο­γη­τές. Αὐ­τή τήν πί­στη πού ὁ­μο­λο­γοῦ­σαν οἱ ἅ­γιοι Μάρ­τυ­ρες μέ τήν γεν­ναί­α καί ἀ­νυ­πο­χώ­ρη­τη στά­ση τους. Ὅ­λα τά ἑ­κα­τομ­μύ­ρια τῶν ἁ­γί­ων πού, ἀ­πό κεῖ πού τώ­ρα βρί­σκον­ται, πα­ρα­κο­λου­θοῦν τούς ἀ­γῶ­νες τῶν ση­με­ρι­νῶν χρι­στια­νῶν καί προ­σεύ­χον­ται καί πε­ρι­μέ­νουν νά προ­στε­θοῦν κι ἄλ­λοι στήν ἱ­ε­ρή φά­λαγ­γα τοῦ Πα­ρα­δεί­σου.
Μᾶς λέ­ει ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ὅ­τι, ὅ­ταν ὁ Μω­υ­σῆς με­γά­λω­σε, βρέ­θη­κε σέ με­γά­λο δί­λημ­μα. Ἀ­πό τή μί­α ὁ πλα­τύς δρό­μος πού ὁ­δη­γοῦ­σε στό πα­λά­τι τοῦ Φα­ρα­ώ, στούς θη­σαυ­ρούς τῆς Αἰ­γύ­πτου, σέ μί­α ζω­ή γε­μά­τη πλού­τη καί ἀ­πο­λαύ­σεις καί ἀ­πό τήν ἄλ­λη ὁ στε­νός δρό­μος τῆς κα­κο­πά­θειας, τοῦ ὀ­νει­δι­σμοῦ καί τῶν στε­ρή­σε­ων κον­τά στό λα­ό τοῦ Θε­οῦ. Για­τί δι­ά­λε­ξε αὐ­τόν τόν ἀ­νη­φο­ρι­κό, τόν δύ­σκο­λο δρό­μο; Τό ἔ­κα­με χά­ριν τῆς ἀ­λη­θι­νῆς του πί­στε­ως στόν Θε­ό. Ἀρ­νή­θη­κε τή θέ­ση του κον­τά στόν Φα­ρα­ώ γιά νά μήν ἐ­πη­ρε­α­σθεῖ ἀ­πό τό εἰ­δω­λο­λα­τρι­κό πε­ρι­βάλ­λον τῶν ἀ­να­κτό­ρων καί ἔ­φυ­γε ὄ­χι μέ θλί­ψη ἀλ­λά μέ πε­ρι­φρό­νη­ση πρός τίς βα­σι­λι­κές τι­μές.
Προ­τί­μη­σε νά πα­ρα­μεί­νει υἱ­ός Ἀ­βρα­άμ πα­ρά υἱ­ός τῆς κό­ρης τοῦ βα­σι­λέ­ως. Πά­νω ἀ­π’ ὅ­λα τά κα­λά καί τά χρυ­ςᾶ τοῦ πα­λα­τιοῦ, ἔ­βα­λε τήν πί­στη τῶν προ­γό­νων του. Αὐ­τό ἀ­κρι­βῶς κά­νουν οἱ ἅ­γιοι κά­θε ἐ­πο­χῆς. Μέ δύ­ο λέ­ξεις ἐκ­φρά­ζουν ὅ­λη τήν ἀ­λή­θεια τῆς πί­στε­ως καί τήν μέ­χρι θα­νά­του στα­θε­ρό­τη­τα στήν ἀ­νό­θευ­τη δι­δα­σκα­λί­α τῆς Μί­ας, Ἁ­γί­ας, Κα­θο­λι­κῆς καί Ἀ­πο­στο­λι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. «Χρι­στια­νός εἰ­μι», εἶ­μαι Χρι­στια­νός! Γι’ αὐ­τό τό με­γά­λο ἀ­ξί­ω­μα, ὅ­πως τό χα­ρα­κτη­ρί­ζει ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Χρυ­σό­στο­μος, οἱ ἅ­γιοι λι­θο­βο­λή­θη­καν, πρι­ο­νί­στη­καν, κά­η­καν στίς φω­τι­ές, θα­να­τώ­θη­καν μέ σφα­γή. Ἀ­μέ­τρη­τα τά εἴ­δη τῶν βα­σα­νι­στη­ρί­ων πού ὑ­πέ­μει­ναν γιά τοῦ Χρι­στοῦ τήν πί­στη τήν ἁ­γί­α.
Οἱ δε­λε­α­στι­κές προ­τά­σεις, γιά πλού­τη καί ἄ­νε­τη ζω­ή, ἤ οἱ φο­βε­ρές ἀ­πει­λές τῶν δι­ω­κτῶν δέν μπο­ροῦ­σαν νά νι­κή­σουν τή δύ­να­μη τῆς πί­στης πού ἔ­κρυ­βαν ἄν­δρες καί γυ­ναῖ­κες, νέ­οι, παι­διά, γέ­ρον­τες καί νή­πια ἀ­κό­μη. Τέ­τοι­α πί­στη κα­λού­μα­στε νά ἔ­χου­με κι ἐ­μεῖς. Νά μή δει­λι­ά­ζου­με, νά μή συμ­βι­βα­ζό­μα­στε, νά μέ­νου­με ὄρ­θιοι ὅ­πως ἐ­κεῖ­νοι καί νά ἀ­πο­βλέ­που­με εἰς τήν μι­σθα­πο­δο­σί­αν, ὅ­πως γρά­φει γιά τόν Μω­υ­σῆ ὁ Ἀ­πό­στο­λος τῶν ἐ­θνῶν.
Νά τό δεύ­τε­ρο ἐν­τυ­πω­σια­κό ση­μεῖ­ο στή ζω­ή τῶν ἁ­γί­ων: ἡ προσ­δο­κί­α τῆς αἰ­ω­νι­ό­τη­τας. Στή δό­ξα τῆς Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ ἔ­ρι­χναν ὅ­λο τό βά­ρος. Γι’ αὐ­τήν πε­ρι­φρο­νοῦ­σαν τά πλού­τη καί τίς τι­μές καί ὑ­πέ­με­ναν τά φρι­κτά βα­σα­νι­στή­ρια. «Δρι­μύς ὁ χει­μών ἀλ­λά γλυ­κύς ὁ Πα­ρά­δει­σος», ἔ­λε­γε ὁ Κάν­δι­δος, ἕ­νας ἀ­πό τούς Τεσ­σα­ρά­κον­τα μάρ­τυ­ρες στήν πα­γω­μέ­νη λί­μνη τῆς Σε­βα­στεί­ας. Μέ μί­α νύ­χτα ἄς ἀ­γο­ρά­σου­με τήν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα. Κι ἔ­τσι στη­ρί­ζον­τας καί ἐν­θαρ­ρύ­νον­τας ὁ ἕ­νας τόν ἄλ­λον ἔ­μει­ναν μέ­χρι τό τέ­λος νι­κη­τές.
Μί­α ἡ σκέ­ψη τῶν μαρ­τύ­ρων: πό­τε θά ἔλ­θει ἡ ὥ­ρα γιά νά συ­ναν­τή­σουν τόν Χρι­στό μας στή Βα­σι­λεί­α Του. Καί βα­δί­ζουν πρός τό θά­να­το μέ χα­ρά σάν νά πη­γαί­νουν «σέ χα­ρές καί ξε­φαν­τώ­μα­τα», ὅ­πως γρά­φει ὁ ἅ­γιος Νι­κό­δη­μος ὁ Ἁ­γι­ο­ρεί­της.
Ὁ ἀρ­χη­γός τῆς πί­στης μας, ἀ­δελ­φοί μου, ὁ Κύ­ριος Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός μι­σή­θη­κε, χλευ­ά­σθη­κε, ὑ­βρί­σθη­κε, δέ­χθη­κε ρα­πί­σμα­τα, ἀγ­κά­θι­νο στε­φά­νι, ἀ­τι­μω­τι­κό θά­να­το. Μ’ αὐ­τόν τόν τρό­πο ἔ­γι­νε τό πρό­τυ­πο πρός μί­μη­ση ὅ­λων τῶν Χρι­στια­νῶν. Στά ἴ­χνη τοῦ Θε­αν­θρώ­που Χρι­στοῦ μας ἄς βα­δί­ζου­με κι ἐ­μεῖς γιά νά μεί­νου­με στα­θε­ροί στήν πί­στη μας μέ­χρι τέ­λους. Ἀ­μήν.          Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Χίου

Σάββατο 21 Φεβρουαρίου 2015

Λόγος Κατηχητήριος ἐπὶ τῇ ἐνάρξει τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς (2015).

 Ἀριθμ. Πρωτ. 133

ΛΟΓΟΣ ΚΑΤΗΧΗΤΗΡΙΟΣ
ΕΠΙ Τῌ ΕΝΑΡΞΕΙ
ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ

+ Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ο Σ

ΕΛΕῼ ΘΕΟΥ
ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ - ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ
ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
ΠΑΝΤΙ Τῼ ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ,
ΧΑΡΙΣ ΕΙΗ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗ
ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ,
ΠΑΡ᾿ HΜΩΝ ΔΕ ΕΥΧΗ, ΕΥΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΣΥΓΧΩΡΗΣΙΣ
«Τὸ στάδιον τῶν ἀρετῶν ἠνέῳκται• οἱ βουλόμενοι ἀθλῆσαι εἰσέλθετε» (στιχηρὸν ἰδιόμελον τοῦ Τριῳδίου, Κυριακὴ τῆς Τυρινῆς).

Ἀδελφοὶ καὶ Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,

Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ἐγκεντρίζει ἡμᾶς εἰς τὸ σῶμα Του καὶ μᾶς καλεῖ νὰ γίνωμεν ἅγιοι «ὅτι ἐγώ», λέγει, «ἅγιός εἰμι» (Α΄ Πέτρ. α΄, 16). Ἐπιθυμεῖ ὁ Πλάστης μας νὰ ἔχωμεν κοινωνίαν μαζί Του καὶ νὰ γευθῶμεν τῆς χάριτός Του, νὰ μετάσχωμεν δηλαδὴ τῆς ἁγιότητός Του. Ἡ κοινωνία μὲ τὸν Θεὸν εἶναι ζωὴ μετανοίας καὶ ἁγιότητος, ἡ δὲ ἀπομάκρυνσις ἐξ Αὐτοῦ, ἡ ἁμαρτία, ταυτίζεται ἀπὸ τοὺς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴν «κακίαν τῆς καρδίας».

Ἡ «ἁμαρτία οὐκ ἔστι τῆς φύσεως, ἀλλὰ τῆς κακῆς προαιρέσεως» (Θεοδωρήτου Κύρου, Διάλογος Α΄- Immutabilis, P.G. 83, 40D) ἢ τοῦ κακοῦ πνεύματος καὶ «οὐδεὶς πίστιν ἐπαγγελλόμενος ἁμαρτάνει», κατὰ τὸν Θεοφόρον Ἰγνάτιον.

Ἡ ἁγιότης εἶναι ἰδιότης τοῦ Κυρίου, ὁ Ὁποῖος εἶναι ὁ «προσφέρων καὶ προσφερόμενος καὶ προσδεχόμενος καὶ διαδιδόμενος». Ὁ κατὰ χάριν ἱερουργὸς τοῦ Μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας προσφέρει εἰς τοὺς πιστοὺς «τὰ ἅγια τοῖς ἁγίοις», Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ, καὶ λαμβάνει ἀμέσως παρὰ τοῦ πληρώματος τῶν Ὀρθοδόξων τὴν ἀπόκρισιν εἰς τὴν προσφορὰν ὅτι: «εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός», ὁ «ἐσθιόμενος καὶ μηδέποτε δαπανώμενος, ἀλλὰ τοὺς μετέχοντας ἁγιάζων».

Εἰς τὸν ἀγῶνα τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἐπιτύχῃ τὸ «καθ᾿ ὁμοίωσιν» μὲ τὸν Θεόν, διὰ τὸ ὁποῖον ἐδημιουργήθη, τὴν ἁγιότητα δηλαδή, ἡ ἀποβλέπουσα ἀποκλειστικῶς καὶ μόνον εἰς τὴν σωτηρίαν τοῦ ἀνθρώπου Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία «θεοπρεπῶς ἐδογμάτισε» μίαν περίοδον τοῦ ἔτους ὡς περίοδον ἰδιαιτέρας προσευχῆς καὶ δεήσεως πρὸς κατευνασμὸν τῶν παθῶν τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος.

Ἡ περίοδος αὕτη εἶναι ἡ ἀρχομένη ἀπὸ τῆς αὔριον σωτήριος προετοιμασία διὰ τὸ «Πάσχα τὸ μέγα καὶ ἱερώτατον Χριστοῦ». Εἶναι ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, τὴν ὁποίαν πρέπει νὰ βιώσωμεν «δέησιν προσάγοντες καὶ ἄφεσιν αἰτοῦντες», ὥστε νὰ γευθῶμεν ἀληθῶς τὸ Πάσχα «μετὰ πάντων τῶν Ἁγίων», γινόμενοι «ἅγιοι», διὰ τῆς ὁμολογίας ἐνώπιον Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων ὅτι εἴμεθα «σκεύη κεραμέως» συνθλιβόμενα ὑπὸ τοῦ πονηροῦ καθ᾿ ἡμέραν, «πίπτοντες καὶ ἀνιστάμενοι». Νὰ ὁμολογήσωμεν δηλαδὴ τὴν ἀνθρωπίνην ἀτέλειαν καὶ ἀδυναμίαν μας καὶ τὴν ἐνώπιον Θεοῦ μηδαμινότητά μας, μετανοοῦντες καὶ ἐπαναλαμβάνοντες ἐν ἑσπέρᾳ καὶ πρωὶ καὶ μεσημβρίᾳ καὶ ἐν παντὶ καιρῷ καὶ πάσῃ ὥρᾳ, καίτοι «ἅγιοι» διὰ τοῦ βαπτίσματος, ὅτι «εἷς Ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός».

Καλοῦμεν, λοιπόν, πάντας τοὺς Ὀρθοδόξους πιστούς, κληρικούς, μοναχοὺς καὶ μοναχάς, ἀδελφοὶ καὶ τέκνα, νὰ μεταβάλωμεν τὴν ζωήν μας, πάντοτε μέν, ἰδιαιτέρως δὲ κατὰ τὴν περίοδον αὐτὴν τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, εἰς ἀγαπητικὴν πρὸς τὸν πλησίον προσπάθειαν προπαρασκευῆς διὰ τὴν μετοχὴν ἐκτυπώτερον ἀπὸ τοῦδε εἰς τὴν ἀνέσπερον Βασιλείαν τοῦ Κυρίου, τὸ «καινὸν Πάσχα». Προσκαλοῦμεν τοὺς πάντας εἰς ζωὴν ἁγιότητος καὶ πνευματικοῦ ἀγῶνος διὰ νὰ χαρισθῇ εἰς τὸν κόσμον καὶ εἰς ἡμᾶς ὡς «δόσις ἀγαθὴ» καὶ ὡς «δώρημα τέλειον» ἡ δυνατότης τῆς ὑπερβάσεως τῆς ἁμαρτίας, διότι «πᾶς ὁ γεγεννημένος ἐκ τοῦ Θεοῦ ἁμαρτίαν οὐ ποιεῖ [...] καὶ οὐ δύναται ἁμαρτάνειν, ὅτι ἐκ τοῦ Θεοῦ γεγέννηται» (Α ́  Ἰωάν. γ΄, 9-10).

Ἂς εἰσέλθωμεν, λοιπόν, μὲ ὅλην τὴν ψυχήν μας, μὴ σκυθρωπάζοντες, ἀλλὰ χαίροντες καὶ ἀγαλλόμενοι, εἰς τὸ πνευματικὸν τοῦτο στάδιον τῶν ἀρετῶν καὶ ἂς καθοπλισθῶμεν «ἀγάπης τὴν λαμπρότητα, προσευχῆς τὴν ἀστραπήν, ἁγνείας τὴν καθαρότητα, εὐανδρίας τὴν ἰσχύν», καὶ ἂς συνοδοιπορήσωμεν μὲ τὸν Κύριον, δεόμενοι Αὐτοῦ νὰ μὴ «παρίδῃ ἡμᾶς κινδυνεύοντας τὴν ἀπ᾿ Αὐτοῦ διάστασιν» (Δοξαστικὸν τῆς Σταυροπροσκυνήσεως), ἀλλὰ νὰ μᾶς ἀξιώσῃ «ὅπως λαμπροφόροι προφθάσωμεν εἰς τὴν ἁγίαν καὶ τριήμερον Ἀνάστασιν, τὴν καταλάμπουσαν ἀφθαρσίαν τῷ κόσμῳ» (ποίημα Θεοδώρου, ἀκολουθία Δευτέρας Α΄ Ἑβδομάδος Νηστειῶν).

Ἀδελφοὶ καὶ τέκνα ἐν Χριστῷ,

Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ εἶναι ὡς περίοδος προετοιμασίας καὶ μετανοίας φωνὴ τῆς συνειδήσεώς μας, ἡ ὁποία, ἐσωτερικὴ καὶ ἀνέκφραστος, εἶναι προσωπικὴ κρίσις. Ὅταν μᾶς εὑρίσκῃ σφάλλοντας διαμαρτύρεται ἐντονώτατα, καθότι «οὐδὲν αὐτῆς βιαιότερον ἐν κόσμῳ», κατὰ τὸν βιωματικὸν κήρυκα τῆς μετανοίας Ἅγιον Ἀνδρέαν Κρήτης. Ὅθεν, πρέπει νὰ εἰρηνεύῃ μὲ τὴν συνείδησίν του ἕκαστος, διὰ τῆς μετανοίας, ὥστε «ἐν τῷ πυρὶ τῆς συνειδήσεως νὰ προσφέρωμεν μυστικὴν ὁλοκάρπωσιν», θυσιάζοντες τὰ πάθη μας καὶ προσφέροντες αὐτὰ θυσίαν ἀγάπης πρὸς τὸν συνάνθρωπον, ὅπως ὁ Κύριος ἑαυτὸν ὑπὲρ «τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς καὶ σωτηρίας». Τότε μόνον θὰ ἀνατείλῃ καὶ δι᾿ ἡμᾶς ἐκ τοῦ τάφου ἡ συγγνώμη καὶ θὰ ζήσωμεν ὡς ἀνθρωπότης ἐν ἀλληλοσεβασμῷ καὶ ἀγάπῃ μακρὰν τῶν ὅσων βλέπομεν κατὰ τὰς ἡμέρας ταύτας φρικτῶν ἐγκλημάτων νὰ πλήττουν τὴν οἰκουμένην ἅπασαν. Εἰς τὸν ἀγῶνα τοῦτον ἔχομεν συμμάχους καὶ πρεσβευτὰς πάντας τούς Ἁγίους καὶ μάλιστα τὴν Παναγίαν Μητέρα τοῦ Κυρίου μας, τὴν διὰ τῶν ἱκεσιῶν της ὡς ἄλλος λουτὴρ «ἐκπλύνουσαν συνείδησιν».

Ὅθεν, προτρεπόμεθα καὶ παρακαλοῦμεν, ὡς πνευματικὸς Πατὴρ τῶν ἀνὰ τὴν οἰκουμένην Ὀρθοδόξων πιστῶν μας, ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους, νὰ δράμωμεν μετὰ σπουδῆς εἰς τὸ ἀπὸ τῆς αὔριον ἀρχόμενον στάδιον τῶν ἀρετῶν, «μὴ ἄτοπα λογιζόμενοι, μὴ παράνομα πράττοντες», ἀλλὰ πορευόμενοι ἐν Χάριτι νὰ ἐκπλύνωμεν τὰς συνειδήσεις «γνώμῃ ἀγαθῇ» διὰ τῆς μετανοίας, ἔχοντες τὴν βεβαιότητα ὅτι οἱ οὐρανοὶ καὶ ἡ γῆ καὶ πάντα «τὰ ὁρατὰ καὶ ἀόρατα» θὰ καταυγασθοῦν ἐν τέλει ὑπὸ τοῦ φωτὸς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου.

Ἡμεῖς δέ, «πρὸ τῶν θυρῶν τοῦ Ναοῦ τοῦ Κυρίου» ἱστάμενοι, ἐὰν ἀξίως πολιτευθῶμεν, θὰ περιβληθῶμεν χιτῶνα φωτεινὸν μιμήσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ θὰ ἀξιωθῶμεν τοῦ «καινοῦ πόματος» ἐκ τῆς Πηγῆς τῆς ἀφθαρσίας, γευόμενοι τῆς χαρᾶς τοῦ ὀλβίου τάφου τοῦ Κυρίου καὶ συνωθούμενοι ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ «ἕως τῶν κεράτων τοῦ θυσιαστηρίου», ἐν τόπῳ ὅπου «τὰ φοβερὰ τελεσιουργεῖται». Γένοιτο.

Ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ ,βιε´
† Ὁ Κωνσταντινουπόλεως
διάπυρος πρὸς Θεὸν εὐχέτης πάντων ὑμῶν

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ

Ἀ­ριθ­μὸς 8
Κυ­ρια­κὴ τῆς Τυροφάγου
22 Φεβρου­α­ρί­ου 2015
Ρωμ. ιγ΄11 – ιδ΄ 4
«Ὡς ἐν ἡμέρᾳ εὐσχημόνως περιπατήσωμεν, μὴ κώμοις καὶ μέθαις, μὴ κοίταις καὶ ἀσελγείαις».
Ὅπως συμπεριφέρεται κανείς τήν ἡμέρα πού τά βλέμματα πολλῶν τόν παρακολουθοῦν, ἔτσι καί ἐμεῖς ἄς συμπεριφερθοῦμε μέ εὐπρέπεια. Ὄχι μέ ἄσεμνα φαγοπότια καί μεθύσια, οὔτε μέ σαρκικές ἁμαρτίες.
Μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἀδελφοί μου, αὔριο ἀρχίζει ἡ Μεγάλη Σαρακοστή. Εἶναι ἡ περίοδος ἐκείνη πού ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ σέ ἔντονο πνευματικό ἀγώνα καί μᾶς προετοιμάζει γιά νά γιορτάσουμε ὅπως πρέπει τά σεπτά Πάθη καί τήν ἔνδοξη Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Νηστεία καί στά φαγητά, ὅπως ὁρίζει ἡ Ἐκκλησία, ἀλλά καί νηστεία πνευματική, ἀποχή δηλαδή ἀπό ὅλες τίς κακίες καί τά πάθη μας. Νηστεύουν σήμερα οἱ ἄνθρωποι; Δυστυχῶς οἱ περισσότεροι περιορίζονται μόνο στή νηστεία τῶν φαγητῶν. Στήν ἀποχή ἀπό τά ἁμαρτήματα, δέν δίνουν πολλή σημασία. Μπορεῖ ἕνας νά νηστεύει, χωρίς λάδι, καί νά καυχιέται γι’ αὐτό καί νά θεωρεῖ τόν ἑαυτό του ἅγιο. Συγχρόνως ὅμως δέν προσέχει τή γλώσσα του, δέν προσέχει τί λέει, δέν προσέχει τί βλέπει, δέν προσέχει τί ἀκούει. Μία νηστεία φαγητοῦ χωρίς τήν τήρηση ὅλων τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι ἀρεστή στό Θεό.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς τονίζει πώς πρέπει νά συμπεριφερόμαστε μέ εὐπρέπεια καί νά μήν πορνεύομε. Ἡ πορνεία εἶναι ἕνα ἀπό τά θανάσιμα ἁμαρτήματα καί ὁ πολιτικός γάμος εἶναι παρακλάδι της. Σ’ αὐτήν τήν τελετή πού γίνεται μπροστά στό δήμαρχο καί ἔχει ὀνομασθεῖ πολιτικός γάμος θά ἀναφερθοῦμε.
Ἔχουν περάσει τριάντα χρόνια ἀπό τότε πού τό ἑλληνικό κοινοβούλιο ψήφισε τόν πολιτικό γάμο καί ἐνῶ στήν ὀρθόδοξη πατρίδα μας ἦταν λίγοι ἐκεῖνοι πού προτιμοῦσαν τό δημαρχεῖο ἀπό τήν ἐκκλησία καί τόν πολιτειακό ἄρχοντα ἀπό τόν ἱερέα, σήμερα αὐτό ἔχει ἀλλάξει. Ἔχουν τραυματιστεῖ τά ἤθη, ἄλλαξε ἡ ἑλληνοχριστιανική παιδεία, ἀδυνάτισε ἡ πίστη, χαλάρωσαν οἱ δεσμοί μέ τήν Ἐκκλησία, ἔχει ἀλλάξει ἡ ζωή μας. Τά θεμέλια τῆς οἰκογένειας ἔχουν κλονιστεῖ. Τά διαζύγια ἔχουν πολλα-πλασιαστεῖ.
Τώρα πιά πολλοί νέοι ἐπιλέγουν τόν πολιτικό γάμο. Κάποιοι ἀπ’ αὐτούς γιατί δέν πιστεύουν στό Θεό, δέν ἀποδέχονται τήν Ἐκκλησία. Δέν ἀπευθυνόμαστε σ’αὐτούς, ἔκαναν τήν ἐπιλογή τους. Θά μιλήσουμε σ’ ἐκείνους πού πιστεύουν πώς ὁ Χριστός μας εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός. «Κάναμε τόν πολιτικό γάμο γιά νά ζοῦμε νόμιμα καί ἀργότερα θά κάνουμε καί τό θρησκευτικό», λένε. Δέν ἔχουμε ἕνα γάμο κατώτερο καί ἕναν ἀνώτερο. Δὲν μπορεῖ νά ἑνώσει τούς ἀνθρώπους ἡ χειραψία καί τό χαμόγελο τοῦ δημάρχου. Τούς ἀνθρώπους τούς ἑνώνει ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ καί αὐτή παρέχεται ἄφθονη στό Μυστήριο τοῦ Γάμου.
Τά Μυστήρια τελοῦνται στόν Ἱερό Ναό καί τά τελεῖ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μας. Αὐτός πού πῆρε ἀπό τήν πλευρά τοῦ Ἀδάμ καί ἔπλασε τήν Εὔα. Αὐτός πού ἦταν παρών στό γάμο τῆς Κανᾶ καί εὐλόγησε τό κρασί. Αὐτός πού δίνει τή χάρη Του γιά νά εἶναι οἱ ἄνθρωποι εὐτυχισμένοι καί νά ὑπηρετοῦν μέ συνέπεια τό σκοπό τῆς ζωῆς τους πού εἶναι ἡ πνευματική τους τελειότητα, ἡ ἁγιότητα. Δέν μπορεῖ αὐτά νά τά κάνει ὁ δήμαρχος.
Ὅσοι ἔχουν καλή διάθεση καί αὐτιά πού ἀκοῦνε καταλαβαίνουν γιατί ἡ Ἐκκλησία δέν δέχεται τόν πολιτικό γάμο, ἀφοῦ σχέση πού δέν ἔχει εὐλογηθεῖ ἀπό τό Θεό λογίζεται παράνομη σχέση καί θεωρεῖται πορνεία. Αὐτή ἡ τελετή ἀποτελεῖ ἔκπτωση ἀπό τήν πίστη γιατί ἡ ἐπιλογή αὐτή φανερώνει ὅτι ὁ χριστιανός ἀρνεῖται τήν ἀξία τοῦ Μεγάλου Μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας. Ὅσοι ἐπιλέγουν τόν πολιτικό γάμο θέτουν τόν ἑαυτό τους ἐκτός Ἐκκλησίας. Γι’αὐτό τό λόγο δέν ἔχουν τό δικαίωμα στή Θεία Κοινωνία, δέν ἔχουν δικαίωμα νὰ γίνουν ἀνάδοχοι στὸ Ἱερό Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος.
Κάποιοι ἄλλοι λένε: «Δέν ἔχουμε χρήματα γιά θρησκευτικό γάμο. Ἔχει ἔξοδα πολλά, στολισμοί, νυφικό, τραπέζια, δῶρα, ποῦ νά βρεθοῦν τόσα χρήματα;» Τό λάθος πού γίνεται εἶναι ὅτι ὁ γάμος θεωρεῖται κοινωνική ἐκδήλωση. Ἀλλά ὁ γάμος εἶναι Μυστήριο καί τή χάρη τοῦ Θεοῦ ἔχουμε πρῶτα ἀπ’ ὅλα ἀνάγκη. Αὐτή δίνεται δωρεάν. Δέν ζητάει κανένας ἱερέας χρήματα γιά τήν τέλεση τῶν Μυστηρίων. Τό Μυστήριο δέν πρέπει νά παραλείψουμε, γιατί χωρίς Μυστήριο δέν ὑπάρχει οἰκογένεια, ὑπάρχει ἁμαρτωλή συμβίωση. Ὅλα τά ἄλλα εἶναι κοσμικά.
Ὁ νέος καί ἡ νέα, ἀδελφοί μου, πού θέλουν νά πορεύονται στή ζωή τους μέ τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ νά προχωρήσουν μέ πρῶτο ἐφόδιό τους τήν πίστη στό Θεό. Ὁ ἀγαθός Πατέρας μας δέν θά τούς ἀφήσει. Θά τούς δώσει πλούσια τά ἀγαθά Του.     Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Χίου

Σάββατο 14 Φεβρουαρίου 2015

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ

Ἀ­ριθ­μὸς 7
Κυ­ρια­κὴ τῆς Μελούσης Κρίσεως
15 Φεβρου­α­ρί­ου 2015
Α΄ Κορινθ. η ΄ 8 – θ΄ 2
«Εἰ βρῶμα σκανδαλίζει τόν ἀδελφόν μου, οὐ μή φάγω κρέα εἰς τόν αἰῶνα».
Σήμερα, ἀδελφοί μου, εἶναι Κυριακή τῶν Ἀπόκρεω. Ἡ Ἐκκλησία μας ὁρίζει ὅτι ἀπό αὔριο σταματάει ἡ κρεωφαγία καί προετοιμάζονται οἱ χριστιανοί γιά τήν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Σάν φιλόστοργη μάνα δέν θέλει νά βάλει τούς πιστούς ἀπότομα σέ αὐστηρή νηστεία. Τώρα κόβει τό κρέας καί ἐπιτρέπει τά γαλακτερά, γιά νά τά κόψει καί αὐτά ἀπό τήν Καθαρά Δευτέρα.
Στήν ἀποστολική περικοπή ποὺ ὁρίστηκε νά διαβάζεται σήμερα, ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει πρός τούς Κορινθίους, οἱ ὁποῖοι προέρχονταν ἀπό εἰδωλολάτρες, γιά ἕνα σοβαρό ζήτημα ποὺ προέκυψε ἀνάμεσα στούς χριστιανούς: Ἐπιτρέπεται νά τρῶνε κρέας ἀπό ζῶα ποὺ εἶχαν προσφερθεῖ θυσία στά εἴδωλα; Πολλοί χριστιανοί εἶχαν δώσει τήν ὀρθή λύση. Ἐπιτρέπεται νά τρῶμε ἀπό αὐτά τά κρέατα γιατί τά εἴδωλα δέν εἶναι πραγματικοί θεοί. Ἕνας εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός. Ἑπομένως τά ζῶα πού εἶχαν προσφερθεῖ σέ ἀνύπαρκτους θεούς δέν εἶχαν κανένα μολυσμό. Οἱ χριστιανοί μποροῦσαν νά τρῶνε ἄφοβα τό κρέας αὐτό.
Ὑπῆρχαν ὅμως καί μερικοί χριστιανοί, «ἀσθενεῖς ἀδελφοί», πού δέν μποροῦσαν νά τό καταλάβουν αὐτό. Τό νά τρῶνε ἀπό τά εἰδωλόθυτα, τό θεωροῦσαν ἁμαρτία. Τί ἔπρεπε νά γίνει; Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀπαντᾶ: τό κριτήριο θά εἶναι ὁ ἄνθρωπος, «ὁ ἀσθενῶν ἀδελφός» καί ὄχι τό «βρῶμα», τό φαγητό. Οἱ τροφές δέν ἔχουν καμμία πνευματική σημασία, δέν μᾶς κάνουν πιό ἀρεστούς στό Θεό. Ὁ ἀδελφός μας ὅμως ἔχει πολύτιμη ἀξία. Γιατί γι’ αὐτόν καί τή σωτηρία του «ὁ Χριστός ἀπέθανεν».
Οἱ πιό δυνατοί καί φωτισμένοι χριστιανοί ὀφείλουν νά δείχνουν συμπάθεια καί συγκατάβαση στήν ἀρρώστια τῶν ἀδύνατων στήν πίστη ἀδελφῶν. Ἡ γνώση, πού σέ αὐτή τήν περίπτωση ἦταν σωστή, δέν πρέπει νά γίνεται ἀφορμή σκανδάλου. «Καί ἀπολεῖται ὁ ἀσθενῶν ἀδελφὸς ἐπὶ τῇ σῇ γνώσει, δι᾿ ὃν Χριστὸς ἀπέθανεν», γράφει ὁ ἀπόστολος. Καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος σημειώνει: «Χριστός μέν οὐδέ ἀποθανεῖν παρητήσατο ὑπέρ αὐτοῦ, σύ δέ αὐτῷ οὐδέ συγκαταβαίνειν ἀνέχῃ». Ὁ Χριστός μας ἔδωσε τή ζωή του γι’ αὐτόν, καί ἐσύ δέν ἀνέχεσαι νά δείξεις κατανόηση γιά τήν ἀδυναμία του. Ἐκεῖνοι τούς ὁποίους ὁ Χριστός ἐξαγόρασε μέ τό αἷμά Του, πρέπει νὰ εἶναι πολύτιμοι καί γιά μᾶς. Ἐάν ὁ Κύριος καί Θεός μας συμπάθησε αὐτούς τόσο ὥστε καί τό αἷμά Του νά χύσει γι’ αὐτούς γιά νά μήν χαθοῦν, ὀφείλομε καί ἐμεῖς νά δείχνομε τόση συμπάθεια ὥστε νά ἀπαρνιόμαστε, νά θυσιάζουμε μερικά ἀπό τά διακαιώματά μας γιά χάρη τους.
Τό συμπέρασμα αὐτό τοῦ θείου Παύλου εἶναι βασικό καί βοηθᾶ στήν ἀνακάλυψη τῆς ἀξίας τοῦ ἀνθρώπου. Εἶσαι πατέρας καί μητέρα; Σκεφτεῖτε πώς τό πολυτιμότερο πρᾶγμα πού ἔχετε στό σπίτι σας εἶναι τό παιδί σας. Τίποτα, οὔτε τό καλό φαγητό, οὔτε τά ταξίδια, οὔτε οἱ διασκεδάσεις, ἔχουν ἀξία μπροστά στά παιδιά σας. Αὐτά εἶναι εἰκόνες τοῦ Θεοῦ. Εἶναι κληρονόμοι τῆς Βασιλείας Του.
Εἶσαι ἐπαγγελματίας; Τό νόμιμο κέρδος εἶναι ἀναφαίρετο δικαίωμά σου. Τώρα ὅμως στό κατάστημά σου βρίσκεται ἡ φτωχή χήρα μητέρα μέ τά ὀρφανά. Τά εἴδη πού ἔχει ἀνάγκη νά ἀγοράσει δέν μπορεῖ νά τά πληρώσει στό ποσό πού τῆς ζητᾶς. Μπορεῖς νά τή διώξεις μέ ἄδεια χέρια; Θυσίασε τό νόμιμο κέρδος σου γιατί εἶναι ἡ φτωχή ἀδελφή τοῦ Χριστοῦ.
Εἶσαι προϊστάμενος; Δέν πρέπει νά ξεχνᾶς ὅτι ὁ ὑπάλληλός σου δέν εἶναι ἄνθρωπος «κατώτερης τάξης». Κλείνει μέσα του μία ἀθάνατη ψυχή. Ἔχει προσωπικότητα καί ἀξιοπρέπεια, ἔχει αἰώνιο προορισμό. Δέν μπορεῖς νά τόν περιφρονήσεις, νά τόν ἀγνοήσεις. Θά τόν σεβαστεῖς, θά τόν τιμήσεις ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, θά τόν ἀγαπήσεις ὡς ἀδελφό τοῦ Χριστοῦ. Ὑπάρχει πιό πολύτιμο πρᾶγμα στόν κόσμο ἀπό τόν ἀδελφό μας, τόν κάθε ἄνθρωπο;
Ἀδελφοί μου, στό παγκόσμιο δικαστήριο τῆς Δευτέρας Παρουσίας ὁ θεῖος Κριτής θά πεῖ: «ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε». Ἐκεῖνο πού ἐκάματε σέ ἕναν ἀπό τούς ἀδελφούς μου εἶναι σάν νά τό ἐκάματε σέ μένα. Τί ἄλλο θέλουμε γιά νά καταλάβουμε πὼς ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὅ,τι πιό πολύτιμο ὑπάρχει στόν κόσμο αὐτό;     Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Χίου

Παρασκευή 6 Φεβρουαρίου 2015

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ

Ἀ­ριθ­μὸς 6
Κυ­ρια­κὴ τοῦ Ἀσώτου
8 Φεβρου­α­ρί­ου 2015
Α΄ Κορινθ. στ΄ 12-20
«Πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ’ οὐ πάντα συμφέρει». (Α΄ Κορινθ. στ΄ 12)
Ὅλα ἔχω ἐξουσία νά τά κάνω ἀλλά ὅλα δέν συμφέρουν. Ὅλα ἐπιτρέπεται νά τά κάνω, ἀλλά ἐγώ δέν θά ἐξουσιαστῶ, δέν θά γίνω δοῦλος σέ κανένα, μᾶς λέει, ἀδελφοί μου, ὁ ἀπόστολος Παῦλος, στήν Α΄ πρός Κορινθίους ἐπιστολή. Ὅλα ἔχω ἐξουσία νά τά κάνω, καί τά καλά καί τά ἄσχημα, καί τά μικρά καί τά μεγάλα.
Ὁ ἄνθρωπος πλάσθηκε ἀπό τό Θεό ἐλεύθερος καί τοῦ ἔχει δοθεῖ ἡ δυνατότητα νά διαλέξει ἤ τό δρόμο τῆς ἀρετῆς ἤ τό δρόμο τῆς κακίας. Ὅπως λέει παραστατικά ἡ Ἁγία Γραφή στό βιβλίο Σοφία Σειράχ, ὁ Θεός μπροστά στόν ἄνθρωπο ἔβαλε τή φωτιά καί τό νερό καί ὁ ἄνθρωπος ὅπου θέλει ἁπλώνει τό χέρι του, εἶναι ἐλεύθερος. Ἄν τό βάλει στή φωτιά, θά καεῖ. Ἄν τό βάλει στό νερό, θά δροσιστεῖ. Ποιός θά εἶναι ὑπεύθυνος; Ἀσφαλῶς ὁ ἄνθρωπος πού δέν ἔκανε τή σωστή ἐπιλογή.
Ὅλα ἐπιτρέπονται. Ἀλλά μπαίνει ἕνας περιορισμός πού τόν ἐπιβάλλει ἡ λογική, τόν ἐπιβάλλει ἡ συνείδηση, τόν ἐπιβάλλει ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ. Ὑπάρχουν πράγματα πού βλάπτουν τόν ἄνθρωπο σωματικά ἀλλά καί ψυχικά, γι’ αὐτό πρέπει νά τά ἀποφεύγει. Ὅπως γιά παράδειγμα ἕνας ὁδηγός πού τρέχει μέ τό αὐτοκίνητό του εἶναι ἐλεύθερος νά τρέξει σέ ὁποιοδήποτε σημεῖο τοῦ δρόμου, ἀλλά δέν τό κάνει, διότι τά σήματα τῆς τροχαίας καί οἱ διαγραμμίσεις στό ὁδόστρωμα τόν προειδοποιοῦν ὅτι ἄν περάσει τή γραμμή ἤ δέν ὑπακούσει στά σήματα τότε κινδυνεύει νά συγκρουσθεῖ μέ ἄλλα αὐτοκίνητα καί νά σκοτώσει ἤ νά σκοτωθεῖ. Κατά παρόμοιο τρόπο ὁ κάθε ἄνθρωπος καί μάλιστα ὁ κάθε χριστιανός, ὡς ὁδοιπόρος τῆς ζωῆς, εἶναι μέν ἐλεύθερος νά πάει ὅπου θέλει καί νά κάνει ὅ,τι θέλει, ἀλλά πρέπει νά σκεφθεῖ τίς συνέπειες πού θά ἔχει μία ἐνέργειά του, μία πράξη του, ἕνας λόγος του.
Ὑπάρχουν πράξεις πού ὠφελοῦν τόν ἄνθρωπο καί αὐτές πρέπει νά κάνει, καί πράξεις πού τόν βλάπτουν καί πρέπει νά τίς ἀποφεύγει. Ἐπειδή εἶναι φωτιά πού καίει. Ποιές; Εἶναι τό ψέμα, εἶναι ἡ κλεψιά, εἶναι ὁ ὅρκος, εἶναι ὁ φόνος, εἶναι ἡ πορνεία καί ἡ μοιχεία, εἶναι ἡ λαιμαργία, εἶναι κάθε ἁμαρτία δηλαδή κάθε παρανομία. Ὅσο ἑλκυστική καί ἄν φαίνεται ἡ ἁμαρτία εἶναι φωτιά πού καίει, φίδι πού δηλητηριάζει. Τί κάνει ἡ ἁμαρτία; Ὑπάρχει ἕνα εἶδος ἀετοῦ πού τρέφεται μέ ὄστρακα, μεγάλα κοχύλια τά ὁποῖα εἶναι πολύ σκληρά. Τά πιάνει λοιπόν ὁ ἀετός μέ τά γαμψά του νύχια, τά πηγαίνει πολύ ψηλά καί στό κατάλληλο ὕψος πού ὁ Θεός ἔχει μάθει τόν ἀετό νά φτάσει, τά ἀφήνει καὶ πέφτουν μέ δύναμη πάνω στά βράχια καί σπᾶνε. Κατεβαίνει ὁ ἀετός καί τρώει χωρίς κόπο τό περιεχόμενό τους. Ἔτσι δουλεύει καί ἡ ἁμαρτία. Παίρνει τόν ἁμαρτωλό καί τόν ἀνεβάζει πολύ ψηλά ὥστε νά νομίζει ὅτι εἶναι εὐτυχισμένος. Ξαφνικά, ἔρχεται εἰς ἑαυτόν, ὅπως ὁ ἄσωτος, καί αἰσθάνεται τήν οἰκτρή κατάσταση πού τόν ἔφερε ἡ ἁμαρτία. Εὐτυχῶς ὁ Ἅγιος Θεός περιμένει πάντα τήν ἐπιστροφή μας μέ ἀνοιχτή ἀγκαλιά.
Ὑπάρχουν ὅμως καί μερικά πράγματα πού δέν εἶναι ἁμαρτωλά ἐκ πρώτης ὄψεως. Τό κρασί, ἄς ποῦμε, εἶναι ἁμαρτία; Ἀσφαλῶς ὄχι. Ὁ Θεός δημιούργησε τό ἀμπέλι πού κάνει τά σταφύλια. Σέ μικρή ποσότητα τό κρασί ἐπιβάλλεται καί ἀπό τούς γιατρούς. Ἕνα ποτήρι κρασί ἁγνό εἶναι φάρμακο. Ἀκόμη αὐτό τό ἁγνό καί γλυκό κρασί, τό νάμα, τὸ παίρνει ὁ ἱερέας καί τελεῖ τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Ἐκεῖνο πού κατηγορεῖ λοιπόν ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι τό κρασί ἀλλά ἡ κακή χρήση του πού ὁδηγεῖ στή μέθη. Ὁ μεθυσμένος ἄνθρωπος δέν ξέρει τί κάνει καί πάνω στό μεθύσι του μπορεῖ νά φτάσει καί στό φόνο. Ὅταν τό κρασί καί τό κάθε οἰνοπνευματῶδες ποτό κυριεύσουν τόν ἄνθρωπο, τόν κάνουν δοῦλο τους, ὁ ἄνθρωπος καταντᾶ ἀλκοολικός.
Ἕνα ἄλλο παράδειγμα εἶναι τό τσιγάρο. Δέν ὑπάρχει νόμος, κανόνας πού νά τό ἀπαγορεύει. Καί ὅμως τό τσιγάρο, ἔχει ἀποδειχθεῖ πλέον ὅτι βλάπτει σωματικά τόν ἄνθρωπο, γιατί προκαλεῖ καρκίνο στούς πνεύμονες, ἀλλά τόν βλάπτει καί ψυχικά γιατί καταργεῖ τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου. Πόσες φορές δέν ἀκούσαμε καπνιστές νά λένε: θέλω νά τό κόψω ἀλλά δέν μπορῶ.
Ἀδελφοί μου, ὅλα ἔχω ἐξουσία νά τά κάνω, ἀλλά ὅλα δέν μέ συμφέρουν. Πόσο κερδισμένοι θά ἤμασταν, ἄν τηρούσαμε αὐτό τό λόγο τοῦ Ἀποστόλου! Ἀλλά ὁ ἄνθρωπος ζητάει ἐλευθερία καί δέν θέλει κανένα περιορισμό. Ὅπως ἔλεγε ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὁ ἄνθρωπος πού δέν θέλει περιορισμούς, μοιάζει μέ ἄλογο πού ἔσπασε τό χαλινάρι του καί ἔπεσε στό γκρεμό. Ἄς μείνουμε λοιπόν δοῦλοι τοῦ Χριστοῦ μας καί ὄχι δοῦλοι τῆς ἁμαρτίας. Ἀμήν.         Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Χίου

Κυριακή 1 Φεβρουαρίου 2015

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ

Ἀ­ριθ­μὸς 5
Κυ­ρια­κὴ Τελώνου καί Φαρισαίου
Ἁγίου Τρύφωνος
1 Φεβρου­α­ρί­ου 2015
Ρωμ. η΄28 – 39
«Ὅς γε τοῦ ἰδίου υἱοῦ οὐκ ἐφείσατο, ἀλλ' ὑπὲρ ἡμῶν πάντων παρέδωκεν αὐτόν, πῶς οὐχὶ καὶ σὺν αὐτῷ τὰ πάντα ἡμῖν χαρίσεται;» ( Ρωμ.  η΄ 32).
Δέν ὑπάρχει, ἀδελφοί μου, ζυγαριά γιά νά ζυγίσουμε τά λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου πού ἀπηύθυνε στούς Ρωμαίους ἀλλά καί σ’ ἐμᾶς. «Αὐτός ὁ ὁποῖος δέν λυπήθηκε τόν μονογενῆ του Υἱό, ἀλλ’ ὑπέρ ἡμῶν ὅλων παρέδωκεν αὐτόν εἰς θάνατον, δέν θά μᾶς χαρίσει καί τά ἄλλα ποὺ χρειαζόμαστε γιά νά σωθοῦμε;» Ὁ Χριστός μας ἀπό ἀγάπη στόν ἄνθρωπο ὑπέφερε τό μαρτύριο τοῦ Γολγοθᾶ. Ὁ ἴδιος διεκήρυξε πώς δέν ὑπάρχει πιό μεγάλη ἀγάπη ἀπό τό νά θυσιασθεῖ κανείς γιά ἐκεῖνον πού ἀγαπᾶ. Καί ὁ Σταυρός εἶναι ἡ πιό τρανή ἀπόδειξη, ὅτι εἴμαστε οἱ ἀγαπημένοι τοῦ Θεοῦ.
Ἀφοῦ λοιπόν ὁ Θεός μᾶς ἀγαπᾶ πρέπει νά τόν ἐμπιστευόμαστε. Αὐτό ἄλλωστε σημαίνει καί ἡ λέξη πίστη = ἐμπιστοσύνη. Κάθε πού ἀρχίζει ἡ καινούρια μέρα, ἐρωτήματα, σκέψεις, ἀγωνίες ἔρχονται στό μυαλό μας. Τί θά φέρει ἡ μέρα; Θὰ ἐξασφαλίσουμε αὐτά ποὺ χρειάζεται ἡ οἰκογένειά μας; Θά βροῦμε ἐργασία; Αὐτά καί ἄλλα παρόμοια ἐρωτήματα μᾶς βασανίζουν μέρα καί νύχτα.
Δικαιολογημένη, ἴσως, ἡ κάποια ἀνησυχία. Ὅλοι πλέον καταλαβαίνουμε ὅτι διανύουμε δύσκολη περίοδο στήν Ἑλλάδα μας. Χρηματοοικονομική κρίση, φτώχεια, ἀβεβαιότητα τῶν νέων γιά τό μέλλον τους, μά πιό πολύ πνευματική κρίση, ἀπουσία καλῶν προτύπων καί ἰδανικῶν. Ἔχουν συσσωρευθεῖ δυσεπίλυτα προβλήματα πού προκαλοῦν σκέψεις ὀλιγοπιστίας, ὀλιγοψυχίας καί ἀρκετές φορές καταστάσεις ἀπόγνωσης καί ἀπελπισίας.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος θέλοντας νά μᾶς καθησυχάσει μᾶς λέει πώς ἀφοῦ ὁ Θεός ἔδωσε τό μεγαλύτερο, δέν θά μᾶς δώσει καί τό μικρότερο; Ὁ Θεός δέν εἶναι ἀδρανής καί ἀδιάφορος στίς ἀνάγκες μας. Εἶναι Πατέρας μας στοργικός.
Ὁ Κύριός μας, ὁ πάντοτε στοργικός καί συμπαθής καί ἐλεήμων, μᾶς προτρέπει νά καταβάλλουμε ἀνθρωπίνως κάθε δυνατή προσπάθεια γιά τήν συντήρησή μας. Νά μήν χάνουμε ὅμως τήν εἰρήνη τῆς ψυχῆς μας. «Μήν ἀπασχολεῖστε συνεχῶς καί μόνο γιά τό σῶμά σας, τί θά φᾶτε καί τί θά πιεῖτε καί τί θά φορέσετε», μᾶς λέει. «Ἡ ζωή ἔχει ἀνώτερη ἀξία ἀπό τήν τροφή καί τό ἔνδυμα.» Ὁ Θεός πού σᾶς ἔδωσε τά ἀνώτερα, δηλαδή τή ζωή καί τό σῶμα, θά σᾶς δώσει καί τά κατώτερα, πού εἶναι ἡ τροφή καί τό ἔνδυμα (Ματθ. στ’ 22-33).
Καλούμαστε ἑπομένως νά μάθουμε νά ἀφήνουμε τούς ἑαυτούς μας μέ ἐμπιστοσύνη στά φιλάνθρωπα χέρια Του, γιατί ὅπως γράφει ὁ ἀπόστολος Πέτρος, ὁ Θεός ἐνδιαφέρεται καί νοιάζεται γιά μᾶς. «Πᾶσαν τήν μέριμναν ὑμῶν ἐπιρρίψαντες ἐπ’ αὐτόν, ὅτι αὐτῷ μέλει περί ὑμῶν» ( Α΄ Πέτρ. ε΄ 7). Μᾶς δίδαξε νά Τόν ἀποκαλοῦμε Πατέρα μας στίς προσευχές μας.
Ναί, ἔχουμε Θεό Πατέρα, παντογνώστη καί πάνσοφο. Μᾶς γνωρίζει καλά ἀπό τήν κοιλία τῆς μάνας μας. Παρακολουθεῖ τά πάντα καί ἀκούει τά πάντα. Ἐνδιαφέρεται καί γιά τίς λεπτομέρειες τῆς καθημερινῆς μας ζωῆς, ἀφοῦ, ὅπως ὁ Χριστός μας μᾶς βεβαίωσε, ἔχει μετρημένες ἀκόμη καί τίς τρίχες τοῦ κεφαλιοῦ μας.
Ἔχει ἀπεριόριστη δύναμη ὁ Θεός, ἑπομένως καί τή δυνατότητα νά μᾶς βγάλει ἀπό ὁποιοδήποτε ἀδιέξοδο. Ὁ δίκαιος Ἰώβ, μέσα στό καμίνι τῆς συμφορᾶς καί τῆς δοκιμασίας του κατέφυγε στό Θεό καί ἀναφώνησε: «Γνωρίζω ὅτι μπορεῖς τά πάντα, τίποτε δέν εἶναι ἀδύνατο γιά σένα» ( Ἰώβ μβ΄ 2).
Ἀδελφοί μου, ὁ οὐράνιος Πατέρας μας μᾶς ἀγαπᾶ. Γνωρίζει νά ἀνοίγει μονοπάτια καί λεωφόρους καί στά πλέον δύσβατα καί ἄβατα μέρη. Ἄς ἐμπιστευτοῦμε τή ζωή μας στά χέρια Του. Ἄλλωστε αὐτό μᾶς παρακινεῖ καί ἡ Ἐκκλησία μας νά κάνουμε∙ «…καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα.» Ἀμήν.     Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Χίου