Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2014

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ

Ἀ­ριθ­μὸς 48
Τοῦ Ἁ­γί­ου Ἀ­πο­στό­λου Ἀν­δρέ­ου
30 Νο­ε­βρί­ου 2014
Ἰ­ω­άν­νου α΄ 35 - 52
Μὲ τὸ κλεί­σι­μο τοῦ φθι­νο­πώ­ρου, ἀ­γα­πη­τοί μου ἀ­δελ­φοί, σή­με­ρα 30 Νο­εμ­βρί­ου, γι­ορ­τά­ζου­με τὴ μνή­μη τοῦ ἁ­γί­ου Ἀ­πο­στό­λου Ἀν­δρέ­α. Μα­ζὶ μὲ τὸν ἀ­δελ­φὸ του Ἀ­πό­στο­λο Πέ­τρο ἦ­ταν οἱ πρῶ­τοι μα­θη­τὲς τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ. Ψα­ρά­δες ἀ­πὸ τὴν πό­λη Βη­σθα­ϊ­δά, με­σαί­ου οἰ­κο­νο­μι­κοῦ ἐ­πι­πέ­δου, προ­φα­νῶς σε­βα­στὰ μέ­λη τῆς το­πι­κῆς κοι­νω­νί­ας, πι­στοὶ ἀ­κό­λου­θοι καὶ γνῶ­στες τοῦ νό­μου τοῦ Θε­οῦ.
Ὁ Χρι­στὸς μπῆ­κε στὴ ζω­ή τους σὰν θύ­ελ­λα καὶ σά­ρω­σε τὰ πάν­τα. Ἄλ­λα­ξε τὴ σχέ­ση τους μὲ τοὺς οἰ­κεί­ους τους, μὲ τοὺς συγ­χω­ρια­νούς τους, μὲ τὴν το­πι­κὴ συ­να­γω­γή, μὲ τὸ Νό­μο. Ἄλ­λα­ξε τὴ στά­ση τους ἀ­πέ­ναν­τι στὴ ζω­ή, στὸ συ­νάν­θρω­πο, ἀ­πέ­ναν­τι στὶς σχέ­σεις τους. Ἄλ­λα­ξε τὶς ἀν­τι­λή­ψεις τους γιὰ τὴν ἐρ­γα­σί­α, τὴ δι­και­ο­σύ­νη, τὴν ἀλ­λη­λεγ­γύ­η. Ἄλ­λα­ξε τὰ πάν­τα! Ἡ πο­ρεί­α τους, καὶ ἰ­δι­αί­τε­ρα αὐ­τή τοῦ Ἀ­πο­στό­λου Ἀν­δρέ­α, ὑ­πῆρ­ξε στα­θε­ρή, ἀ­τα­λάν­τευ­τη καὶ ἀ­με­τα­κί­νη­τη, ἀ­νά­με­σα σὲ δύ­ο ἄ­ξο­νες.
Πο­λὺ λί­γα γνω­ρί­ζου­με ἀ­πὸ τὴν Και­νὴ Δι­α­θή­κη γιὰ τὸν Ἀ­πό­στο­λο Ἀν­δρέ­α. Εἶ­ναι μί­α μορ­φὴ ποὺ πρω­τα­γω­νι­στεῖ δι­α­κρι­τι­κά, τι­μᾶ­ται μὲ σε­μνό­τη­τα καὶ ἀλ­λά­ζει τὸν κό­σμο σι­ω­πη­ρά. Τὰ πε­ρισ­σό­τε­ρα στοι­χεῖ­α τοῦ βί­ου του τὰ κα­τέ­χου­με ἀ­πὸ τὴν πα­ρά­δο­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας. Τὸ πέ­ρα­σμά του ἀ­πὸ τὴ Μι­κρὰ Ἀ­σί­α, τὸ Βυ­ζάν­τιο καὶ τὴν Ἑλ­λά­δα ἔ­θε­σε, μα­ζὶ μὲ τὸ πέ­ρα­σμα τοῦ Ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου, τὰ θε­μέ­λια γιὰ τὴν ἀ­νά­πτυ­ξη τοῦ Χρι­στι­α­νι­σμοῦ σὲ αὐ­τὲς τὶς πε­ρι­ο­χές. Ἡ δι­ά­δο­ση τοῦ εὐ­αγ­γε­λί­ου ἀ­πο­τε­λεῖ τὸν κύ­ριο στό­χο τῶν προ­σπα­θει­ῶν του. Τη­ρεῖ μὲ ἀ­κρί­βεια τὴν τε­λευ­ταί­α ἐν­το­λὴ τοῦ Κυ­ρί­ου, μὲ τὴν ὁ­ποί­α ἀ­πέ­στει­λε τὸν ἴ­διο καὶ τοὺς ἄλ­λους Ἀ­πο­στό­λους σὲ ὅ­λους τοὺς λα­οὺς τῆς οἰ­κου­μέ­νης γιὰ νὰ κα­τη­χή­σουν καὶ νὰ βα­πτί­σουν τοὺς ἀν­θρώ­πους στὸ ὄ­νο­μά Του. Οἱ δι­η­γή­σεις μᾶς λέ­γουν ὅ­τι ἡ ἀ­πο­στο­λὴ του στέ­φθη­κε μὲ ἐ­πι­τυ­χί­α. Τὸ πέ­ρα­σμά του με­τα­μόρ­φω­νε τοὺς ἀν­θρώ­πους καὶ ξε­κού­ρα­ζε τοὺς κου­ρα­σμέ­νους, κα­θὼς τοὺς προ­σέ­φε­ρε λό­γο ζω­ῆς καὶ ἀ­λή­θειας.
Ὁ­λό­κλη­ρη ἡ ζω­ὴ του ἦ­ταν μί­α μαρ­τυ­ρια γιὰ τὸν Λό­γο τῆς ζω­ῆς, γιὰ τὸν Σαρ­κω­μέ­νο Λό­γο, γιὰ τὸν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό. Μί­α μαρ­τυ­ρί­α, ἡ ὁ­ποί­α σφρα­γί­στη­κε ἀ­πὸ τὸ μαρ­τύ­ριο. Ἡ ζω­ή μαρ­τυ­ρί­α­ς καὶ μαρ­τυ­ρί­ου εἶ­ναι οἱ δύ­ο ἄ­ξο­νες ἀ­νά­με­σα στοὺς ὁ­ποί­ους κι­νεῖ­ται ἡ ζω­ὴ τοῦ ἁ­γί­ου Ἀ­πο­στό­λου Ἀν­δρέ­α. Μί­α ζω­ὴ ἡ κα­τά­λη­ξη τῆς ὁ­ποί­ας εἶ­ναι ἡ πό­λη τῆς Πά­τρας καὶ ἕ­νας σταυ­ρός. Ἕ­νας σταυ­ρὸς σὲ σχή­μα Χ.
Ἡ πε­ρί­πτω­ση τοῦ Ἀ­πο­στό­λου Ἀν­δρέ­α πε­ρι­έ­χει δύ­ο στοι­χεῖ­α τὰ ὁ­ποί­α εἶ­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά τῆς ζω­ῆς τοῦ κά­θε χρι­στια­νοῦ. Τὸ πρῶ­το εἶ­ναι ἡ ἐ­πι­θυ­μί­α τοῦ χρι­στια­νοῦ νὰ δί­νει μαρ­τυ­ρί­α τοῦ Λό­γου, ὅ­που στα­θεῖ καὶ ὅ­που βρε­θεῖ εἴ­τε μὲ τὰ λό­για εἴ­τε μὲ τὰ ἔρ­γα του. Καὶ τὸ δεύ­τε­ρο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τῆς ζω­ῆς τοῦ χρι­στια­νοῦ εἶ­ναι ἡ συ­νει­δη­το­ποί­η­ση ὅ­τι μί­α ζω­ὴ μαρ­τυ­ρί­ας δὲν μπο­ρεῖ πα­ρὰ νὰ τὴν ἀ­κο­λου­θεῖ τὸ μαρ­τύ­ριο.
Ὁ­πωσ­δή­πο­τε, ὁ Ἀ­πό­στο­λος Ἀν­δρέ­ας δὲν εἶ­ναι ὁ μό­νος ἅ­γιος ποὺ ἀ­κο­λού­θη­σε αὐ­τὴ τὴ στε­νὴ καὶ δύ­σκο­λη ὁ­δό. Κα­τέ­χει, ὅ­μως, μί­α μο­να­δι­κὴ θέ­ση στὴν πα­ρά­δο­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, κα­θὼς εἶ­ναι ὁ πρῶ­τος ἀ­πὸ τοὺς μα­θη­τὲς τοῦ Χρι­στοῦ ὁ ὁ­ποῖ­ος κα­τά­φε­ρε μὲ τὸ βί­ο του νὰ κά­νει πρά­ξη τὴν ἀ­πο­στο­λή του.
Δὲν χρει­ά­ζε­ται νὰ εἶ­ναι κα­νεὶς πο­λὺ πα­ρα­τη­ρη­τι­κὸς γιὰ νὰ δι­α­πι­στώ­σει ὅ­τι καὶ τὰ δύ­ο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά στοι­χεῖ­α ποὺ ἀ­να­φέ­ρα­με -ἡ δι­ά­θε­ση μαρ­τυ­ρί­ας καὶ μαρ­τυ­ρί­ου- λεί­πουν πλέ­ον ἀ­πὸ τὴν κα­θη­με­ρι­νό­τη­τά μας καὶ πρέ­πει, δί­χως ἄλ­λο, νὰ κα­τα­βά­λου­με ση­μαν­τι­κὴ προ­σπά­θεια γιὰ νὰ τὰ ἐ­πα­νεύ­ρου­με, γιὰ νὰ τὰ κά­νου­με καὶ πά­λι στό­χο τῆς ζω­ῆς μας.
Ὁ ἅ­γιος Ἀ­πό­στο­λος Ἀν­δρέ­ας ἀ­πο­τε­λεῖ, λοι­πόν, ἀ­γα­πη­τοί μου ἀ­δελ­φοί, μί­α χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὴ πε­ρί­πτω­ση χρι­στια­νοῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος πραγ­μα­το­ποί­η­σε μὲ τὴ ζω­ὴ τοῦ τὸ λό­γο τοῦ Κυ­ρί­ου γιὰ τὸν εὐ­αγ­γε­λι­σμὸ τοῦ κό­σμου καὶ τὴ με­τα­μόρ­φω­σή του, ἀ­κό­μη καὶ ἂν αὐ­τὸ εἶ­χε ὡς συ­νέ­πεια τὸν βί­αι­ο δι­κό του θά­να­το. Ἄς μι­μη­θοῦ­με κι ἐ­μεῖς ὅ­σο μπο­ροῦ­με τὸ πα­ρά­δειγ­μά του. Ἀ­μήν.    Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Χίου

Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2014

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ

Ἀ­ριθ­μὸς 47
Κυ­ρια­κὴ Θ΄ Λου­κᾶ
23 Νο­ε­βρί­ου 2014
Λου­κᾶ ιβ΄ 16 - 21
Ὁ ζῆ­λος τοῦ ἀν­θρώ­που, ἀ­γα­πη­τοί μου ἀ­δελ­φοί, ὄ­χι γιὰ τὸν ἀ­λη­θι­νὸ πλοῦ­το ποὺ κα­τα­ξι­ώ­νει τὴν ὕ­παρ­ξή του ὡς «εἰ­κό­να τοῦ Θε­οῦ» ἀλ­λὰ γιὰ τὴν ἐ­ξα­σφά­λι­ση ὑ­λι­κῶν στη­ριγ­μά­των, τὸν ἀ­φή­νει πολ­λὲς φο­ρὲς με­τέ­ω­ρο καὶ ξε­κρέ­μα­στο μὲ φο­βε­ρὲς πα­ρε­νέρ­γει­ε­ς  ὡς πρὸς τοὺς προ­σα­να­το­λι­σμούς του. Ἡ εὐ­αγ­γε­λι­κὴ πε­ρι­κο­πὴ τῆς ἡ­μέ­ρας εἶ­ναι ἀ­πο­κα­λυ­πτι­κὴ ἀλ­λὰ καὶ δι­α­φω­τι­στι­κὴ σ’ αὐ­τὸ τὸ ζή­τη­μα. Ἡ ἀ­φορ­μὴ δί­νε­ται ἀ­πὸ τὴ φι­λο­νι­κί­α δύ­ο ἀ­δελ­φῶν πά­νω σὲ κλη­ρο­νο­μι­κὰ ζη­τή­μα­τα. Ἡ πλε­ο­νε­ξί­α τοὺς εἶ­χε κυ­ρι­εύ­σει σὲ βαθ­μὸ ποὺ ἔ­γι­ναν ἀ­γνώ­ρι­στοι. Ὁ Κύ­ριος γιὰ νὰ μᾶς βο­η­θή­σει ν’ ἀ­να­κα­λύ­ψου­με τὸν αὐ­θεν­τι­κὸ ἑ­αυ­τό μας, μᾶς πα­ρα­δί­δει τὴν πα­ρα­βο­λὴ τοῦ ἄ­φρο­να πλου­σί­ου, μὲ τὰ τό­σα πε­ρι­ε­κτι­κὰ μη­νύ­μα­τα, ἰ­δι­αί­τε­ρα γιὰ τὴν ἐ­πο­χή μας.
Βλέ­που­με ἀ­κρι­βῶς ὅ­τι ὁ Χρι­στὸς μι­λᾶ γιὰ τὴν πλε­ο­νε­ξί­α τοῦ πλου­σί­ου καὶ ὄ­χι βέ­βαι­α γιὰ τὸν πλοῦ­το του. Αὐ­τὴ ἀ­κρι­βῶς ἡ πλε­ο­νε­ξί­α εἶ­ναι ποὺ τὸν ὁ­δή­γη­σε στὴν ἀ­φρο­σύ­νη. Εἶ­ναι ὄν­τως πά­θος φο­βε­ρὸ ποὺ κα­θη­λώ­νει τὸν ἄν­θρω­πο καὶ τὸν ἐγ­κλω­βί­ζει στὴν ὀ­δύ­νη τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, τὸν εἰ­σά­γει στὸν χῶ­ρο τῆς εἰ­δω­λο­λα­τρί­ας. Γνω­ρί­ζει μί­α φο­βε­ρὴ μορ­φὴ δου­λεί­ας καὶ δὲν αἰ­σθά­νε­ται νὰ εἶ­ναι πρό­σω­πο ἐ­λεύ­θε­ρο.
Καὶ ὅ­μως, ἡ ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ τὸν ἔ­τα­ξε νὰ εἶ­ναι κυ­ρί­αρ­χος καὶ δι­α­χει­ρι­στὴς τῶν ὑ­λι­κῶν ἀ­γα­θῶν. Ὁ ἴ­διος ὅ­μως ὁ ἄν­θρω­πος ἀ­πο­μα­κρύν­θη­κε ἀ­π’ αὐ­τὴ τὴν ἀ­γά­πη μὲ ἀ­πο­τέ­λε­σμα νὰ βυ­θι­σθεῖ δου­λι­κὰ στὶς βι­ο­τι­κὲς μέ­ρι­μνες καὶ νὰ λη­σμο­νή­σει τὸν ἀ­νώ­τε­ρο προ­ο­ρι­σμό του.
Ἡ ἁ­μαρ­τί­α σ’ αὐ­τὴν τὴν πε­ρί­πτω­ση ἐκ­δη­λώ­νε­ται ὡς ἀ­σθέ­νεια τῆς βού­λη­σης ποὺ μὲ τὴ σει­ρὰ της προ­κα­λεῖ σο­βα­ρὲς δι­α­τα­ρα­χὲς στὶς σχέ­σεις τοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τὸν Θε­ό, μὲ τὸ συ­νάν­θρω­πό του ἀλ­λὰ καὶ μὲ τὰ ἀ­γα­θὰ τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας. Γνω­ρί­ζου­με ὅ­τι στὰ χέ­ρια τοῦ σω­στοῦ ἀν­θρώ­που τὸ σί­δε­ρο γί­νε­ται ἀ­λέ­τρι καὶ προ­σφέ­ρε­ται γιὰ τὴν καλ­λι­έρ­γεια τῆς γῆς. Στὰ χέ­ρια ὅ­μως ἑ­νὸς ἐμ­πα­θοῦς ἀν­θρώ­που με­τα­τρέ­πε­ται συ­νή­θως σὲ φο­νι­κὸ ὄρ­γα­νο ποὺ σκο­τώ­νει. Βλέ­που­με ἔ­τσι ὅ­τι ἡ χρή­ση ὁ­ρι­ζον­τι­ώ­νε­ται στὴν ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ ἐ­νῶ ἡ κα­τα­χρη­ση  βυ­θί­ζει στὸ σκο­τά­δι τῆς ἁ­μαρ­τί­ας καὶ τοῦ ἀ­παν­θρω­πι­σμοῦ.
Ὁ πλε­ο­νέ­κτης ἄν­θρω­πος μό­νο στὴ σφαῖ­ρα τῆς ψευ­δαί­σθη­σης μπο­ρεῖ νὰ αἰ­σθά­νε­ται εὐ­τυ­χι­σμέ­νος καὶ χα­ρού­με­νος. Ἡ πα­θο­γέ­νεια αὐ­τὴ ἀ­πο­κα­λύ­πτει φτώ­χεια, ἀ­να­σφά­λεια καὶ δυ­στυ­χί­α. Ὁ πλού­σιος τῆς πα­ρα­βο­λῆς εἶ­χε τό­σα ἀ­γα­θά, ἀλ­λὰ συλ­λαμ­βά­νε­ται νὰ εἶ­ναι συ­νε­χῶς ἀ­νή­συ­χος καὶ τα­ραγ­μέ­νος. «Τί νὰ κά­νω; Ἔ­χω τό­σα ἀ­γα­θὰ καὶ δὲν ἔ­χω ποῦ νὰ τὰ ἀ­πο­θη­κεύ­σω». Ὅ­λες αὐ­τὲς οἱ μέ­ρι­μνες, οἱ ἀ­νη­συ­χί­ες, οἱ ἀ­γω­νί­ες φθεί­ρουν τε­λι­κὰ τὸν ἄν­θρω­πο καὶ ψυ­χι­κὰ ἀλ­λὰ καὶ σω­μα­τι­κά. Ἀν­τί­θε­τα, ἰ­σχυ­ρὸ εἶ­ναι τὸ πα­ρά­δειγ­μα ποὺ μπο­ρεῖ νὰ μᾶς δί­νουν φτω­χοὶ ἄν­θρω­ποι, τῶν ὁ­ποί­ων ὅ­μως ἡ καρ­διὰ εἶ­ναι γε­μά­τη ὑ­πο­μο­νὴ καὶ ἀ­γά­πη. «Δό­ξα τῷ Θε­ῷ», λέ­νε ἐκ βά­θους καρ­δί­ας καὶ τοὺς βλέ­που­με μὲ με­γά­λες ἀν­το­χὲς νὰ πλου­τί­ζουν μέ­σα ἀ­πὸ τὴν ὀ­λι­γάρ­κειά τους.
Ὅ­ταν ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι κύ­ριος τοῦ ἑ­αυ­τοῦ του καὶ ἐ­λέγ­χει τὶς ὀ­ρέ­ξεις καὶ ἀ­παι­τή­σεις του, τό­τε γί­νε­ται αὐ­τάρ­κης καὶ ἀ­πο­φεύ­γει τὴν κα­κί­α τῆς πλε­ο­νε­ξί­ας. Ἀν­τί­θε­τα, ὁ πλε­ο­νέ­κτη­ς  δὲν χορ­ταί­νει μὲ τί­πο­τε καὶ ἐ­πι­ζη­τεῖ ὁ­λο­έ­να καὶ πε­ρισ­σό­τε­ρα, ἐ­κτρο­χι­ά­ζον­τας τὸν ἑ­αυ­τό του ἀ­πὸ τὸν ἀ­λη­θι­νὸ προ­ο­ρι­σμό του. Γι’ αὐ­τὸ ἄλ­λω­στε καὶ ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος μᾶς συμ­βου­λεύ­ει: «Νε­κρώ­σα­τε τὰ μέ­λη ὑ­μῶν…καὶ τὴν πλε­ο­νε­ξί­αν, ἥ­τις ἐ­στὶν εἰ­δω­λο­λα­τρί­α».
Ἡ πρό­κλη­ση γιὰ ὑ­πέρ­βα­ση εἶ­ναι εὐ­δι­ά­κρι­τη, ὅ­πως μᾶς τὴ θέ­τει ὁ ἴ­διος ὁ Κύ­ριος. Ὁ ἄν­θρω­πος δὲν ἀν­τι­με­τω­πί­ζει τὸν θά­να­το –ποὺ εἶ­ναι ὁ ἔ­σχα­τος ἐ­χθρός του– μὲ τὰ χρή­μα­τα καὶ τὰ ὑ­λι­κὰ ἀ­γα­θά. Ἡ αὐ­το­νό­μη­σή τους πα­ρα­πέμ­πει σὲ σπέρ­μα­τα τῆς φθο­ρᾶς καὶ τοῦ θα­νά­του. Αὐ­τὴν ἀ­κρι­βῶς τὴν ἀ­λή­θεια ὑ­πεν­θυ­μί­ζει ὁ Χρι­στὸς στὸν πλού­σιο τῆς πα­ρα­βο­λῆς, ὅ­ταν τοῦ λέ­ει: «Ἄ­φρον, ταύ­τῃ τῇ νυ­κτὶ τὴν ψυ­χή­ν σου ἀ­παι­τοῦ­σιν ἀ­πὸ σοῦ, ἃ δὲ ἡ­τοί­μα­σας τί­νι ἔ­σται;».
Ἀ­γα­πη­τοὶ μου ἀ­δελ­φοί, ὁ Κύ­ριος μέ­σα ἀ­πὸ τὴν ἀ­γά­πη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μᾶς προ­σκα­λεῖ γιὰ νὰ ἐγ­κολ­πω­θοῦ­με τοὺς ἀ­λη­θι­νοὺς καὶ αἰ­ώ­νιους θη­σαυ­ροὺς ποὺ συ­νι­στοῦν τὸν «κα­τὰ Θε­ὸν πλοῦ­το». Ἡ ἀ­γά­πη καὶ ἡ ἐ­λε­η­μο­σύ­νη στὸν ἀν­τί­πο­δα τῆς πλε­ο­νε­ξί­ας, δι­ευ­ρύ­νουν ἀ­πε­ρι­ό­ρι­στα τὸ με­γα­λεῖ­ο τοῦ ἀν­θρώ­που ὡς εἰ­κό­να τοῦ Θε­οῦ. Σ’ αὐ­τὴν ἀ­κρι­βῶς τὴν εὐ­λο­γη­μέ­νη προ­ο­πτι­κή, ὁ ἄν­θρω­πος γί­νε­ται χρι­στο­ει­δὴς καὶ γεύ­ε­ται τῆς αἰ­ώ­νιας πλη­ρό­τη­τας καὶ ζω­ῆς. Ἀ­μήν.               Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Χίου

Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2014

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ

Ἀ­ριθ­μὸς 46
Τοῦ Εὐ­αγ­γε­λι­στοῦ Ματ­θαί­ου
16 Νο­ε­βρί­ου 2014
Ματ­θαί­ου η΄ 9 - 13
 
Συγ­κι­νη­τι­κὴ καὶ ἀ­πο­κα­λυ­πτι­κὴ πα­ρου­σι­ά­ζε­ται, ἀ­γα­πη­τοί μου ἀ­δελ­φοί, ἡ πε­ρι­γρα­φὴ τῆς κλή­σε­ως τοῦ ἁ­γί­ου ἀ­πο­στό­λου καὶ εὐ­αγ­γε­λι­στὴ Ματ­θαί­ου ποὺ σή­με­ρα ἡ ἁ­γί­α Ἐκ­κλη­σί­α μας ἑ­ορ­τά­ζει τὴ μνή­μη του.
Λί­γα εἶ­ναι τὰ στοι­χεῖ­α ἐ­κεῖ­να τὰ ὁ­ποί­α γνω­ρί­ζου­με γιὰ τὴ ζω­ή του. Ἡ μό­νη λέ­ξη ποὺ χρη­σι­μο­ποι­εῖ ὁ ἴ­διος στὸ εὐ­αγ­γέ­λιό του γιὰ τὸν ἑ­αυ­τὸ του εἶ­ναι ὁ ὑ­πο­τι­μη­τι­κὸς χα­ρα­κτη­ρι­σμὸς «τε­λώ­νης». Ὅ­μως ἀ­πὸ ἁ­μαρ­τω­λὸς τε­λώ­νης καὶ ἄν­θρω­πος τοῦ ψεύ­δους καὶ τῆς ἀ­πά­της με­τα­τρέ­πε­ται σὲ κή­ρυ­κα τοῦ Χρι­στοῦ, τῆς ἀ­γά­πης καὶ τῆς ἀ­λή­θειας. Ὀ­νο­μα­ζό­ταν Ματ­θαῖ­ος καὶ Λευ­ὶς καὶ τὸ ὄ­νο­μά του προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὸ Ἑ­βρα­ϊ­κὸ «Ματ­θα­νί­ας» καὶ ση­μαί­νει «Δῶ­ρο Θε­οῦ, Θε­ό­δω­ρος». Ἐ­κεῖ­νο ποὺ ξαφ­νιά­ζει εἶ­ναι τὸ ἐ­πάγ­γελ­μά του: ὁ Ματ­θαῖ­ος εἶ­ναι τε­λώ­νης, δη­λα­δὴ φο­ρο­ει­σπρά­κτο­ρας, καὶ δὲν ἔ­χει κα­μί­α σχέ­ση μὲ τοὺς ση­με­ρι­νοὺς τε­λω­νεια­κούς. Προ­πλη­ρώ­νει τοὺς δη­μό­σιους φό­ρους στὸ Ρω­μα­ϊ­κὸ κρά­τος καὶ κα­τό­πιν τοὺς εἰ­σπράτ­τει ἀ­πὸ τοὺς ὀ­φει­λέ­τες μὲ κά­θε τρό­πο σκλη­ρό, ἐκ­βι­α­στι­κὸ ἢ ἀ­πάν­θρω­πο. Ἀ­σκεῖ δη­λα­δὴ ἕ­να ἀ­πὸ τὰ πιὸ ἀ­νέν­τι­μα καὶ ἁ­μαρ­τω­λὰ γιὰ τὴν ἐ­πο­χὴ του ἐ­παγ­γέλ­μα­τα. Ἐ­ξαι­τί­ας αὐ­τοῦ οἱ τε­λῶ­νες ἦ­ταν κα­τα­πι­ε­στὲς καὶ πο­λὺ μι­ση­τοὶ στὴν κοι­νω­νί­α.
Ὁ Ἰ­η­σοῦς βρῆ­κε τὸν Ματ­θαῖ­ο «κα­θή­με­νον ἐ­πὶ τὸ τε­λώ­νει­ον» καὶ τοῦ εἶ­πε «ἀ­κο­λού­θει μοί». Καὶ ἐ­κεῖ­νος ὄ­χι μό­νο ἐγ­κα­τέ­λει­ψε τὸ ἁ­μαρ­τω­λὸ καὶ προ­σο­δο­φό­ρο ἐ­πάγ­γελ­μα τοῦ τε­λώ­νη, ἀλ­λὰ καὶ μὲ χα­ρὰ φι­λο­ξέ­νη­σε τὸν Κύ­ριο στὸ σπί­τι του, πα­ρα­θέ­τον­τάς του γεῦ­μα, μα­ζὶ μὲ ἄλ­λους ἁ­μαρ­τω­λοὺς καὶ τε­λῶ­νες. Καὶ ὅ­ταν πολ­λοὶ ρώ­τη­σαν «δια­τὶ με­τὰ τῶν τε­λω­νῶν καὶ ἀ­σώ­των ἐ­σθί­ει ὁ δι­δά­σκα­λος ὑ­μῶν;», πῆ­ραν ἀ­πὸ τὸν Ἰ­η­σοῦ τὴν αὐ­το­νό­η­τη ἀ­πάν­τη­ση ὅ­τι «δὲν ἔ­χουν ἀ­νάγ­κη τὸ για­τρὸ οἱ ὑ­γι­εῖς ἀλ­λὰ οἱ ἀ­σθε­νεῖς». Καὶ ἐ­ξη­γεῖ: «Οὐ γὰρ ἦλ­θον κα­λέ­σαι δι­καί­ους, ἀλ­λὰ ἁ­μαρ­τω­λοὺς εἰς με­τά­νοι­αν».
Ἡ εὐ­αγ­γε­λι­κὴ δι­ή­γη­ση γιὰ τὴν κλή­ση τοῦ τε­λώ­νη στὸ ἀ­πο­στο­λι­κὸ ἀ­ξί­ω­μα μᾶς δεί­χνει τὸν ἀ­νε­ξι­χνί­α­στο τρό­πο, μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ο ὁ Θε­ὸς κα­λεῖ τοὺς ἀν­θρώ­πους, κα­θὼς καὶ πό­ση εἶ­ναι ἡ ἀ­να­και­νι­στι­κὴ δύ­να­μη τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στὸς δὲν κά­λε­σε γιὰ νὰ κά­μει ἀ­πο­στό­λους μό­νο ἀ­γράμ­μα­τους ψα­ρά­δες, ἀλ­λὰ καὶ ἁ­μαρ­τω­λοὺς τε­λῶ­νες. Καὶ τί ἔ­γι­ναν ἐ­κεῖ­νοι τοὺς ὁ­ποί­ους ἐ­ξέ­λε­ξε καὶ κά­λε­σε ὁ Θε­ός, γιὰ νὰ τοὺς κά­μει Ἀ­πο­στό­λους τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου; Οἱ τε­λῶ­νες καὶ οἱ ψα­ρά­δες ἔ­γι­ναν ἅ­γιοι καὶ σο­φοί, οἱ ἀ­δύ­να­τοι καὶ ἄ­ση­μοι ἄν­θρω­ποι νί­κη­σαν τὸν κό­σμο, οἱ δει­λοὶ καὶ οἱ φο­βι­σμέ­νοι ἔ­γι­ναν ἀ­τρό­μη­τοι μάρ­τυ­ρες τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως. Οἱ ἄν­θρω­ποι ποὺ κά­λε­σε ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στὸς γιὰ νὰ γί­νουν Ἀ­πό­στο­λοι ἄλ­λα­ξαν καὶ δὲν ἔ­μει­ναν ἐ­κεῖ­νοι ποὺ ἦ­ταν πρῶ­τα· τὸ βε­βαι­ώ­νουν οἱ ἴ­διοι μὲ τὴ ζω­ή τους καὶ μὲ τὸ θά­να­τό τους. Δὲν εἶ­ναι μό­νο ἡ ἐ­ξω­τε­ρι­κὴ παι­δευ­τι­κὴ ἐρ­γα­σί­α τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ νὰ ἑ­τοι­μά­σει τοὺς Ἀ­πο­στό­λους, κα­θὼς τὴ βλέ­πο­με στὰ ἱ­ε­ρὰ Εὐ­αγ­γέ­λια, εἶ­ναι καὶ ἡ μυ­στι­κὴ ἐ­νέρ­γεια τῆς Θεί­ας Χά­ρης, ἡ ὁ­ποί­α τοὺς ἄλ­λα­ξε καὶ τοὺς ἔ­κα­με νέ­ους ἀν­θρώ­πους κα­τὰ τὴν ἡ­μέ­ρα τῆς Πεν­τη­κο­στῆς. Οἱ πύ­ρι­νες γλῶσ­σες, ἡ φω­τιὰ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, ποὺ ἦρ­θε πά­νω στοὺς μα­θη­τές, πρῶ­τα τοὺς κα­θά­ρι­σε καὶ τοὺς ἔ­κα­με και­νούρ­γιους ἀν­θρώ­πους, κι ὕ­στε­ρα τοὺς θέρ­μα­νε καὶ τοὺς φώ­τι­σε, γιὰ νὰ βγοῦν στὸν κό­σμο καὶ νὰ κη­ρύ­ξουν «ἐ­νώ­πιον ἐ­θνῶν καὶ βα­σι­λέ­ων» ἐ­κεῖ­να ποὺ εἶ­δαν καὶ ἄ­κου­σαν κον­τὰ στὸ θεῖ­ο Δι­δά­σκα­λο καὶ Σω­τῆ­ρα Χρι­στό.
Δὲ γνω­ρί­ζου­με, ἀ­δελ­φοί μου, ἂν μᾶς ἔ­χει πε­ρά­σει ἀ­πὸ τὸ νοῦ ἡ σκέ­ψη ὅ­τι πα­ρό­μοι­α πρό­σκλη­ση ἀ­πὸ τὸν Ἰ­η­σοῦ, ἔ­χου­με λά­βει καὶ ἐ­μεῖς οἱ ἴ­διοι. Δὲν ἔ­χου­με λά­βει βέ­βαι­α τὴ μο­να­δι­κὴ καὶ ἀ­νε­πα­νά­λη­πτη κλή­ση τῶν Ἀ­πο­στό­λων, ἔ­χου­με ὅ­μως δε­χθεῖ τὴν προ­σω­πι­κή μας κλί­ση ὡς εὐ­ερ­γε­σί­α οὐ­ρά­νια μὲ τὸ Ἅ­γιο Βά­πτι­σμα, τὸ Ἅ­γιο Χρῖ­σμα, τὰ Ἱ­ε­ρὰ γε­νι­κῶς μυ­στή­ρια τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, ὅ­που μέ­σω αὐ­τῆς τῆς χά­ρι­τος ποὺ μᾶς πα­ρέ­χουν, κα­λού­μα­στε νὰ ἀ­γω­νι­στοῦ­με, ὥ­στε νὰ κρα­τή­σου­με καὶ νὰ αὐ­ξή­σου­με στὴ ζω­ή μας τὶς δω­ρε­ὲς τοῦ Θε­οῦ.
Μέ­σα στὸ μυ­στή­ριο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας κα­λού­μα­στε νὰ χω­ρέ­σου­με ὅ­λοι, κλει­στοὶ καὶ ἀ­νοι­χτοὶ τύ­ποι χα­ρα­κτή­ρων, πρό­σχα­ροι καὶ σο­βα­ροί, ἐ­πι­ει­κεῖς καὶ αὐ­στη­ροί, εὐ­αί­σθη­τοι καὶ δυ­να­μι­κοί, ὅ­ποι­οι κι ἂν εἴ­μα­στε ἐ­μεῖς, ὅ­ποι­οι καὶ ἂν εἶ­ναι οἱ ἄλ­λοι, οἱ δι­α­φο­ρε­τι­κοὶ ἀ­πὸ ἐ­μᾶς. Οἱ μα­θη­τὲς δέ­χτη­καν ἀ­μέ­σως τὴν κλή­ση τοῦ Χρι­στοῦ, ἀν­τα­πο­κρί­θη­καν αὐ­θόρ­μη­τα καὶ ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κά. Ἡ ἀ­πάν­τη­σή τους στὴν κλή­ση τοῦ Χρι­στοῦ ἦ­ταν πρά­ξη ὑ­πα­κο­ῆς. Ἐμ­πι­στεύ­θη­καν τὸν Χρι­στὸ καὶ πα­ρα­δό­θη­καν στὸ θέ­λη­μά Του. Ὁ δρό­μος λοι­πὸν πρὸς τὸν Χρι­στὸ εἶ­ναι ἕ­νας καὶ μο­να­δι­κός, ἡ ὑ­πα­κο­ὴ στὴν κλή­ση Του.
Ἡ κλή­ση τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι πάν­τα βα­θύ­τα­τα προ­σω­πι­κή. Ἀγ­γί­ζει τὸ κέν­τρο τοῦ ἑ­αυ­τοῦ μας, τὸν πυ­ρῆ­να τῆς ὕ­παρ­ξής μας. Ὁ λό­γος τοῦ Χρι­στοῦ δὲν εἶ­ναι μί­α νε­φε­λώ­δης φι­λο­σο­φί­α οὔ­τε μί­α ἀ­κα­τα­νό­η­τη, ὑ­ψη­λὴ καὶ φλύ­α­ρη θε­ο­λο­γί­α, ὅ­πως δυ­στυ­χῶς κά­πο­τε τὸν πα­ρα­μορ­φώ­νου­με καὶ τὸν κα­κο­ποι­οῦ­με ἐ­μεῖς. Ὁ λό­γος τοῦ Χρι­στοῦ ἔ­χει πάν­το­τε ἀ­με­σό­τη­τα μὲ τὰ ἐν­δι­α­φέ­ρον­τα καὶ τὴ ζω­ὴ τῶν ἀν­θρώ­πων, ὅ­πως ἀ­να­φέ­ρει πολ­λὲς φο­ρὲς τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο. Ἀρ­κεῖ νὰ θυ­μη­θοῦ­με ὅ­τι στοὺς ἀ­κρο­α­τές Του ποὺ σκέ­φτον­ται τὸν θε­ρι­σμό, μι­λᾶ γιὰ τὸν πνευ­μα­τι­κὸ θε­ρι­σμό. Στὴ Σα­μα­ρεί­τι­δα ποὺ πῆ­γε γιὰ νε­ρὸ στὸ πη­γά­δι, κά­νει λό­γο γιὰ τὸ «ὕ­δωρ τὸ ζῶν». Στοὺς ψα­ρά­δες ποὺ τοὺς ἀ­πα­σχο­λεῖ ἡ ἐρ­γα­σί­α τους, τοὺς μι­λᾶ γιὰ μί­α δι­α­φο­ρε­τι­κὴ πα­ρά­δο­ξη καὶ θαυ­μα­στὴ ἁ­λι­εί­α.
«Οἱ δὲ ἀ­φέν­τες ἅ­παν­τα ἠ­κο­λού­θη­σαν τὸν Χρι­στό». Ἐγ­κα­τέ­λει­ψαν τὰ πάν­τα καὶ ἀ­κο­λού­θη­σαν τὸν Χρι­στό. Δὲν ἦ­ταν μὲ κα­νέ­ναν καὶ μὲ τί­πο­τε στὸν κό­σμο τό­σο δε­μέ­νοι κι ἔ­τσι μπό­ρε­σαν νὰ δε­θοῦν μὲ τὸν Χρι­στὸ καὶ νὰ πα­ρα­δο­θοῦν στὴν ἀ­γά­πη Του. Γι’ αὐ­τὸ καὶ ὅ­ποι­ος ἀ­κο­λου­θεῖ πραγ­μα­τι­κὰ τὸν Χρι­στὸ δὲν προ­τρέ­χει οὔ­τε στέ­κε­ται μα­κριά του, ἀλ­λὰ ἀ­πε­λευ­θε­ρώ­νε­ται ἀ­πὸ κά­θε δέ­σμευ­ση μὲ πρό­σω­πα, πράγ­μα­τα καὶ κα­τα­στά­σεις καὶ ζεῖ μί­α και­νού­ρια πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Βι­ώ­νει τὴν ἐ­σω­τε­ρι­κὴ ἐ­λευ­θε­ρί­α, ποὺ πη­γά­ζει ἀ­πὸ τὴν ἀ­κλό­νη­τη πί­στη καὶ βε­βαι­ό­τη­τα ὅ­τι ἔ­χει βρεῖ τὴν ἀ­λή­θεια ποὺ ἐ­λευ­θε­ρώ­νει ἀ­πὸ ὅ­λα ὅ­σα κα­θη­με­ρι­νὰ τὸν πε­ρι­κυ­κλώ­νουν.
Καὶ ἀ­φοῦ ἔ­τσι ἔ­χουν τὰ πράγ­μα­τα, τί­θε­ται σο­βα­ρὰ τώ­ρα τὸ ἐ­ρώ­τη­μα: Ἐ­μεῖς ποὺ ἤ­δη ἔ­χου­με δε­χθεῖ καὶ ἔ­χου­με λά­βει τὴν πρό­σκλη­ση, τὸ χά­ρι­σμα τῆς υἱ­ο­θε­σί­ας καὶ τὶς δω­ρε­ὲς τοῦ Πα­να­γί­ου Πνεύ­μα­τος, ἀ­φή­νου­με ὅ­λα αὐ­τὰ ποὺ εἶ­ναι ἀν­τί­θε­τα μὲ τὸν Ἰ­η­σοῦ καὶ τὸ Πα­νά­γιο θέ­λη­μά Του; Ἢ μή­πως ἡ καρ­διά μας καὶ ὁ νοῦς μας εἶ­ναι κολ­λη­μέ­να σὲ πρό­σω­πα καὶ κα­τα­στά­σεις ποὺ θλί­βουν τὸ Ἅ­γιο Πνεῦ­μα; Στὴν ὕ­παρ­ξή μας, μορ­φώ­νου­με τὴν προ­σω­πι­κό­τη­τα τοῦ Κυ­ρί­ου Ἰ­η­σοῦ μὲ τὸν κα­θη­με­ρι­νὸ ἀ­γῶ­να ἐ­ναν­τί­ον τοῦ ποι­κί­λου κα­κοῦ ποὺ μᾶς πε­ρι­βά­λει ἢ ἡ θέ­λη­σή μας εἶ­ναι τό­σο ἐ­ξα­σθε­νη­μέ­νη, μὲ ἀ­πο­τέ­λε­σμα, ἐ­νῶ γνω­ρί­ζου­με τὸ ὀρ­θό, δὲν προ­σπα­θοῦ­με νὰ τὸ ἐ­φαρ­μό­σου­με; Εἴ­μα­στε ἕ­τοι­μοι γιὰ τὴν ἀ­γά­πη καὶ τὴ δό­ξα τοῦ Χρι­στοῦ νὰ ἀ­πο­κό­ψου­με ὁ­τι­δή­πο­τε κρα­τᾶ τὴν ψυ­χή μας ἀ­πὸ ὑ­ψη­λὰ πε­τάγ­μα­τα; Ἤ, ἀλ­λοί­μο­νο, κα­ταν­τοῦ­με σὰν τοὺς ἀ­ε­τοὺς ποὺ εἶ­ναι κλει­σμέ­νοι μέ­σα στὰ κλου­βιά;
Ἡ ἐ­κλο­γὴ καὶ ἡ κλή­ση τῶν Ἀ­πο­στό­λων εἶ­ναι ἕ­να ἀ­πὸ τὰ μυ­στή­ρια τοῦ Θε­οῦ, καὶ τὸ ἔρ­γο καὶ τὸ κα­τόρ­θω­μα τῶν Ἀ­πο­στό­λων εἶ­ναι ἕ­να ἀ­πὸ τὰ θαύ­μα­τα τοῦ Θε­οῦ. Ὁ Ματ­θαῖ­ος, εἶ­ναι ὁ τε­λώ­νης, ποὺ ἔ­γι­νε ὁ Ἀ­πό­στο­λος τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ κι ἔ­γρα­ψε τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο, ποὺ εἶ­ναι τὸ πρῶ­το βι­βλί­ο τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης, ἕ­να βι­βλί­ο τὸ ὁ­ποῖ­ο δι­α­βά­στη­κε πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ κά­θε ἄλ­λο στὸν κό­σμο. Ἀ­ξί­ζει νὰ κλεί­σου­με τὶς σκέ­ψεις μας, στὴν ἱ­ε­ρὴ μνή­μη τοῦ εὐ­αγ­γε­λι­στῆ Ματ­θαί­ου, μὲ τὶς λέ­ξεις μὲ τὶς ὁ­ποῖ­ες κλεί­νει καὶ τὸ ἱ­ε­ρὸ Εὐ­αγ­γέ­λιό του. Εἶ­ναι ἡ θεί­α καὶ γλυ­κύ­τα­τη φω­νὴ τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ τὴν ἀ­νά­στα­ση, μὲ τὴν ὁ­ποί­α βε­βαι­ώ­νει τοὺς μα­θη­τές Του καὶ τὴν Ἐκ­κλη­σί­α ὅ­τι θὰ εἶ­ναι πάν­τα μα­ζί μας ὡς τὴ συν­τέ­λεια τῶν αἰ­ώ­νων. Εἶ­ναι ἡ ὑ­πό­σχε­ση καὶ βε­βαί­ω­ση τοῦ Χρι­στοῦ, ποὺ οἱ πι­στοί, «ἄγ­κυ­ραν ἐλ­πί­δος κα­τέ­χον­τες ἀ­γαλ­λό­με­θα», κα­θὼς τὸ ψάλ­λο­με στὸν Κα­νό­να τοῦ Πά­σχα. Ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στὸς εἶ­πε στοὺς μα­θη­τὲς Του κα­θὼς τὸ πα­ρα­δί­δει ὁ εὐ­αγ­γε­λι­στὴς Ματ­θαῖ­ος «...ἐ­γὼ με­θ’ ὑ­μῶν εἰ­μι πά­σας τὰς ἡ­μέ­ρας ἕ­ως τῆς συν­τέ­λειας τοῦ αἰ­ῶ­νος». Ἀ­μήν.
 Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Χίου

Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2014

ΚΥΡΙΑΚΗ 9 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2014

Η  ΙΕΡΑ ΠΑΝΗΓΥΡΙΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ 
ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΛΑΤΟΜΙΤΙΣΣΗΣ

         Εορτάστηκε και φέτος με  εκκλησιαστική    μεγαλοπρέπεια η Ιερά Μνήμη του Αγίου Νεκταρίου στο παρεκκλήσιο που βρίσκεται πλησίον της Παναγίας Λατομιτίσσης.
Το Σάββατο το απόγευμα, παραμονή της εορτής  με κάθε λατρευτική κατάνυξη μετεφέρθη  το Ιερό λείψανο του Αγίου Νεκταρίου  από την Παναγία Λατομίτισσα όπου φυλάσσεται όλο τον χρόνο, εις το παρεκκλήσιον του Αγίου Νεκταρίου.
Αφ’ εσπέρας ο εφημέριος του Ιερού μας Ναού π. Βασίλειος Φιλιππάκης, πλαισιούμενος από τους  ιερείς Πρωτοπρεσβύτερο Γεώργιο Λούρο και Οικονόμο Βασίλειο Μανάρα έψαλλαν τα εγκώμια του  Αγίου την παραμονή  του πανηγυρικού Εσπερινού.
 Την Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2014 ημέρα εορτής του Αγίου, ετελέσθη ο Ορθρος   και η Πανηγυρική Θεία Λειτουργία.
Την εορτή τίμησαν με την παρουσία τους κατόπιν προσκλήσεως του εφημέριου, τα σχολεία της γύρω περιοχής:  - 4ο Γυμνάσιο Λέτσαινας, 9ο Δημοτικό Σχολείο Καρραδείου,  Βούρειο Δημοτικό Σχολείο και το Σχολείο  Ε.Ε.Ε.Ε.Κ.ΧΙΟΥ, συνοδευόμενα από τους Διευθυντάς και τους Εκπαιδευτικούς τους. 
   Στο τέλος  ο εφημέριος  ευχαρίστησε ιδιαίτερα τόσο τους Διευθυντάς των Σχολείων, όσο  και τους δασκάλους   και  μαθητάς  που παρευρέθησαν στον πανηγυρίζοντα Ιερό Ναό.
Πολλοί φιλέορτοι Χριστιανοί  προσήλθαν να τιμήσουν τις Ιερές Ακολουθίες,  την παραμονή,   και την  ημέρα της  εορτής.
Τον  χορό των ιεροψαλτών  αποτελούσε το τμήμα της Βυζαντινής Μουσικής του  Κουκουναρείου  Πνευματικού Κέντρου της  Ενορίας  μας, με τον χοροδιδάσκαλό τους  κ. Θεόδωρο Κουτσούδη.
Και του χρόνου να  είναι όλοι καλά.












































Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2014

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ

Ἀ­ριθ­μὸς 45
Κυ­ρια­κὴ Ζ΄ Λου­κᾶ
9 Νο­εμ­βρί­ου 2014
Λου­κᾶ η΄ 41 - 56
Ἡ ση­με­ρι­νὴ εὐ­αγ­γε­λι­κὴ πε­ρι­κο­πή, ἀ­γα­πη­τοί μου ἀ­δελ­φοί, μᾶς δι­α­σώ­ζει δύ­ο ἀ­κό­μα θαύ­μα­τα τοῦ Κυ­ρί­ου. Πρό­κει­ται γιὰ τὴ θε­ρα­πεί­α μί­ας γυ­ναί­κας καὶ γιὰ τὴν ἀ­νά­στα­ση τῆς κό­ρης τοῦ Ἰ­α­εί­ρου.
Ἡ πί­στη τοῦ Ἰ­α­εί­ρου κα­τα­θρυ­μά­τι­ζε τὰ στε­γα­νὰ τῶν τύ­πων καὶ δι­είσ­δυ­ε στὴν πεμ­πτου­σί­α τῆς ἀ­λή­θειας. Τὸν ἔ­σπρω­χνε νὰ πα­ρα­δο­θεῖ μὲ ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κὴ ἐμ­πι­στο­σύ­νη στὴν ἀ­γά­πη τοῦ Χρι­στοῦ. Ὄ­χι μό­νο τὸν ἴ­διο ἀλ­λὰ καὶ ὁ­λό­κλη­ρη τὴν οἰ­κο­γέ­νειά του. Ἐ­πι­θυ­μοῦ­σε δι­α­κα­ῶς τὴν θε­ρα­πεί­α τῆς κό­ρης του. Ὡ­στό­σο δὲν τολ­μοῦ­σε νὰ ζη­τή­σει κά­τι τέ­τοι­ο. Ἔ­κα­νε ὅ­μως κά­τι πο­λὺ πιὸ ση­μαν­τι­κό. Ἐμ­πι­στεύ­θη­κε τὸν Κύ­ριο. Καὶ βέ­βαι­α, αὐ­τὴ ἡ πί­στη τοῦ Ἰ­α­εί­ρου δὲν δι­έ­λα­θε τῆς προ­σο­χῆς τοῦ Χρι­στοῦ. Γι’ αὐ­τὸ χω­ρὶς ἀ­να­στο­λὲς ξε­κί­νη­σε ἀ­μέ­σως γιὰ τὸ σπί­τι του, ἐ­νῶ ὁ πο­λὺς κό­σμος εἶ­χε πε­ρι­κυ­κλώ­σει τὸν Χρι­στό καὶ ὁ συ­νω­στι­σμὸς ἦ­ταν τέ­τοι­ος ποὺ ὑ­πῆρ­χε τὸ ἀ­δι­α­χώ­ρη­το.
Δείγ­μα­τα ἀ­λη­θι­νῆς πί­στης καὶ κοι­νω­νί­ας, ἀ­πορ­ρέ­ουν καὶ ἀ­πὸ τὸ πε­ρι­στα­τι­κὸ μὲ τὴν αἱ­μορ­ρο­οῦ­σα γυ­ναῖ­κα. Ὑ­πέ­φε­ρε γιὰ πε­ρισ­σό­τε­ρα ἀ­πὸ δώ­δε­κα χρό­νια ἀ­πὸ ἀ­κα­τά­σχε­τη αἱ­μορ­ρα­γί­α. Ἀ­πο­γο­η­τευ­μέ­νη ἀ­πὸ τὸν ἑ­αυ­τό της, ἡ γυ­ναῖ­κα φα­νέ­ρω­σε τὴν ἀ­γά­πη της στὸν Χρι­στὸ μὲ τὸν πιὸ ἀ­θό­ρυ­βο τρό­πο. Θε­ω­ροῦ­σε τὸν ἑ­αυ­τὸ τῆς ἀ­νά­ξιο νὰ πα­ρα­κα­λέ­σει τὸν Κύ­ριο γιὰ τὸ πρό­βλη­μά της. Ἡ καρ­δια­κὴ ὡ­στό­σο ἐ­πι­κοι­νω­νί­α ποὺ ξε­χύ­νε­ται τό­σο αὐ­θόρ­μη­τα ἔ­σπα­ζε τὰ ὁ­ποι­α­δή­πο­τε φράγ­μα­τα. Ἦ­ταν σί­γου­ρη ὅ­τι καὶ ἁ­πλῶς νὰ ἀ­κουμ­ποῦ­σε τὸ κρά­σπε­δο τοῦ ἱ­μα­τί­ου τοῦ Ἰ­η­σοῦ θὰ γι­νό­ταν κα­λά. Ἡ θε­ρα­πεί­α της πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε. Ἡ ἀ­γά­πη της ἀ­πέ­σπα­σε τὴ θε­ϊ­κὴ θαυ­μα­τουρ­γὴ δύ­να­μη τῆς ἀ­γά­πης τοῦ Κυ­ρί­ου. Μὲ τὴν ὅ­λη στά­ση καὶ συμ­πε­ρι­φο­ρά της, ἡ αἱ­μορ­ρο­οῦ­σα βλέ­που­με ὅ­τι γί­νε­ται ἰ­σχυ­ρὸ πα­ρά­δειγ­μα καὶ πρό­τυ­πο ζω­ῆς.
Ὁ Κύ­ριος πάν­το­τε ἐ­πι­βρα­βεύ­ει τὴν αὐ­θεν­τι­κὴ πί­στη ὅ­πως ἦ­ταν ἐ­κεί­νη ποὺ ἐ­πέ­δει­ξε ἡ αἱ­μορ­ρο­οῦ­σα γυ­ναῖ­κα. Ἡ ἁ­πλὴ αὐ­τὴ γυ­ναῖ­κα ἤ­θε­λε νὰ κρα­τή­σει τὴν σχέ­ση της μὲ τὸν Χρι­στὸ κρυμ­μέ­νη ἀ­πὸ τοὺς ἄλ­λους. Ἡ ἀ­ρε­τὴ τῆς τα­πεί­νω­σης βα­θειὰ ρι­ζω­μέ­νη μέ­σα της ἀ­να­δεί­κνυ­ε τὸ ἐ­σω­τε­ρι­κὸ με­γα­λεῖ­ο καὶ τὴν ἀρ­χον­τιά της. Ἀ­κρι­βῶς, ἡ ἀ­γά­πη καὶ ἡ τα­πεί­νω­ση τῆς γυ­ναί­κας ἀ­πέ­σπα­σαν τὴ θε­ϊ­κὴ δύ­να­μη τοῦ Χρι­στοῦ καὶ «ἔ­γνω τῷ σώ­μα­τι ὅ­τι ἴα­ται ἀ­πὸ τῆς μά­στι­γος». Ἐ­νῶ ἐ­κεί­νη ἔ­τρε­με καὶ ὁ­μο­λο­γοῦ­σε πὼς «ἰά­θη πα­ρα­χρῆ­μα», ὁ Χρι­στὸς τὴν ἐ­πι­βρά­βευ­σε δη­μο­σί­ως: «θάρ­σει θύ­γα­τερ, ἡ πί­στις σου σέ­σω­κέ σε, πο­ρεύ­ου εἰς εἰ­ρή­νην».
Ἡ ἀ­λη­θι­νὴ πί­στη στὸν Χρι­στὸ εἶ­ναι ἐ­κεί­νη ποὺ σώ­ζει τὸν ἄν­θρω­πο. Ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη ὅ­μως ὅ­ταν ἡ πί­στη στρέ­φε­ται στὸν ἑ­αυ­τὸ μα­ς καὶ μό­νο, τό­τε ἐκ­δη­λώ­νε­ται μὲ τὴ μορ­φὴ τοῦ ἐ­γω­ι­σμοῦ καὶ προ­κα­λεῖ σο­βα­ρὲς ἐμ­πλο­κές. Ἀ­φή­νει τὸν ἄν­θρω­πο ἀ­δύ­να­μο νὰ προ­σεγ­γί­σει καὶ νὰ κα­τα­νο­ή­σει τὰ γε­γο­νό­τα. Αὐ­τὸ συ­νέ­βη καὶ μὲ τοὺς ἀν­θρώ­πους ποὺ εἶ­χαν μα­ζευ­τεῖ στὸ σπί­τι τοῦ Ἰ­α­εί­ρου ὅ­ταν ἔ­μα­θαν πὼς τὸ κο­ρί­τσι πέ­θα­νε. Ὅ­ταν ὁ Κύ­ριος ἔ­φθα­σε στὸ σπί­τι καὶ εἶ­πε: «μὴ κλαί­ε­τε, οὐκ ἀ­πέ­θα­νεν, ἀλ­λὰ κα­θεύ­δει», τό­τε ὅ­λοι μα­ζὶ «κα­τε­γέ­λων αὐ­τοῦ εἰ­δό­τες ὅ­τι ἀ­πέ­θα­νεν». Δὲν μπο­ροῦ­σαν νὰ ἀν­τι­λη­φθοῦν ὅ­τι μπρο­στά τους εἶ­χαν «τὸν κυ­ρι­εύ­ον­τα ζω­ῆς καὶ θα­νά­του Κύ­ριον». Δὲν κα­τε­νό­η­σαν ὅ­τι μὲ τὴν ἀ­γά­πη τοῦ Χρι­στοῦ ὁ δρό­μος τοῦ θα­νά­του με­τα­βάλ­λε­ται σὲ πύ­λη τῆς αἰ­ω­νι­ό­τη­τας.
Ἀ­γα­πη­τοὶ μου ἀ­δελ­φοί, ἡ πί­στη ποὺ ἐκ­δή­λω­σαν τό­σο ἡ αἱ­μορ­ρο­οῦ­σα γυ­ναῖ­κα ὅ­σο καὶ ὁ Ἰ­ά­ει­ρος, εἶ­ναι ἐ­κεί­νη ποὺ μπο­ρεῖ νὰ κα­τα­ξι­ώ­σει τὸν ἄν­θρω­πο γιὰ νὰ ἀ­νέ­βει τὰ σκα­λο­πά­τια τῆς ἀ­λη­θι­νῆς ζω­ῆς. Αὐ­τὴ ἡ πί­στη ποὺ βλα­σταί­νει μέ­σα ἀ­πὸ τὴ μυ­στη­ρια­κὴ ζω­ὴ μᾶς κα­θι­στὰ μέ­το­χους τῶν θαυ­μα­στῶν ἐ­νερ­γει­ῶν τοῦ Κυ­ρί­ου. Μᾶς με­τα­βάλ­λει σὲ ἀ­πο­δέ­κτες τοῦ λό­γου τοῦ Κυ­ρί­ου πρὸς τὸν Ἰ­ά­ει­ρο: «μὴ φο­βοῦ, μό­νο πί­στευ­ε καὶ σω­θή­σε­ται». Ἀ­μήν.     Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Χίου

Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2014

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ

Ἀ­ριθ­μὸς 44
Κυ­ρια­κὴ Ε΄ Λου­κᾶ
2 Νο­εμ­βρί­ου 2014
Λου­κᾶ ι­στ΄ 19 – 31
Ἡ φι­λαρ­γυ­ρί­α τῶν Γραμ­μα­τέ­ων καὶ τῶν Φα­ρι­σαί­ων στά­θη­κε ἀ­φορ­μὴ γιὰ νὰ μᾶς προ­σφέ­ρει ὁ Χρι­στὸς τὴν πα­ρα­βο­λὴ τοῦ πλού­σιου καὶ τοῦ φτω­χοῦ Λα­ζά­ρου, τὴν ὁ­ποί­α ἀ­κού­σα­με σή­με­ρα, ἀ­γα­πη­τοί μου ἀ­δελ­φοί, καὶ ἡ ὁ­ποί­α μᾶς με­τα­φέ­ρει μη­νύ­μα­τα καὶ νο­ή­μα­τα οὐ­ρά­νιας ἐμ­βέ­λειας καὶ ἀ­κτι­νο­βο­λί­ας.
Οἱ Φα­ρι­σαῖ­οι ἔ­βλε­παν σὰν εὔ­νοι­α τοῦ Θε­οῦ τὴν ἐ­ξα­σφά­λι­ση ὑ­λι­κῶν ἀ­γα­θῶν καὶ χρη­μά­των καὶ κα­τ’ ἐ­πέ­κτα­ση σὰν ἀ­πο­δει­κτι­κὸ στοι­χεῖ­ο καὶ πι­στο­ποί­η­ση τοῦ «κα­λοῦ ἑ­αυ­τοῦ τους». Μὲ αὐ­τὸ τὸν τρό­πο δι­καί­ω­ναν τὸν ἑ­αυ­τὸ τους μπρο­στὰ στοὺς ἀν­θρώ­πους καὶ ἀ­δι­α­φο­ροῦ­σαν βέ­βαι­α γιὰ τὶς προ­θέ­σεις καὶ δι­α­θέ­σεις τους ποὺ κα­θρέ­φτι­ζαν τὴν ἐ­σω­τε­ρι­κή τους ἀ­κα­τα­στα­σί­α καὶ κυ­ρί­ως τὴν ἀ­ξε­πέ­ρα­στη ὑ­πο­κρι­σί­α τους.
Αὐ­τὴ ἡ ἀν­τί­λη­ψη δυ­στυ­χῶς δι­α­περ­νᾶ στὸ χρό­νο καὶ φθά­νει μέ­χρι καὶ τὶς δι­κές μας μέ­ρες μὲ δι­ά­φο­ρες μορ­φές. Γι­’ αὐ­τὸ καὶ ἐ­πι­βάλ­λε­ται με­γά­λη προ­σο­χὴ γιὰ νὰ μὴν πέ­σου­με στὴν πα­γί­δα ποὺ τό­σο ἀ­δί­στα­κτα στή­νει ἡ φα­ρι­σα­ϊ­κὴ ὑ­πο­κρι­σί­α. Ἡ ἐ­γω­ι­στι­κὴ κα­λο­πέ­ρα­ση σ’ αὐ­τὸ τὸν κό­σμο, μπο­ρεῖ νὰ μᾶς ὁ­δη­γή­σει στὴν ἀ­πώ­λεια τῆς κοι­νω­νί­ας τῆς ἀ­γά­πης τοῦ Θε­οῦ, δη­λα­δὴ τῆς Οὐ­ρά­νιας Βα­σι­λεί­ας. Ἀν­τί­θε­τα, οἱ δο­κι­μα­σί­ες τῆς ζω­ῆς μπο­ρεῖ νὰ λει­τουρ­γή­σουν ὡς δεῖ­κτες ποὺ πα­ρα­πέμ­πουν στὸν Πα­ρά­δει­σο, ἀρ­κεῖ νὰ τὶς ἀ­πο­δε­χό­μα­στε μὲ πί­στη, ὑ­πο­μο­νὴ καὶ ἐλ­πί­δα. Μέ­σα ἀ­πὸ τὴν πα­ρα­βο­λὴ τοῦ πλού­σιου καὶ τοῦ πτω­χοῦ Λα­ζά­ρου, ἑ­πο­μέ­νως, δί­νον­ται μη­νύ­μα­τα ζω­τι­κῆς ση­μα­σί­ας ποὺ μᾶς προ­φυ­λάσ­σουν ἀ­πὸ ἐ­πι­κίν­δυ­νες πα­γί­δες.
Ὁ πλού­σιος τῆς πα­ρα­βο­λῆς κα­τα­κρα­τοῦ­σε ὅ­λα του τὰ ἀ­γα­θὰ μό­νο γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό του. Ὁ ἐ­γω­ι­σμός του, τοῦ προ­κα­λοῦ­σε τό­ση ἐ­σω­τε­ρι­κὴ ἀ­κα­τα­στα­σί­α, ὥ­στε κλει­νό­ταν ἑρ­μη­τι­κὰ στὸν ἑ­αυ­τό του καὶ πε­ρι­φρο­νοῦ­σε τοὺς ἄλ­λους ἀν­θρώ­πους. Αὐ­τὸ εἶ­χε συ­νέ­πει­ες καὶ γιὰ τὸν ἴ­διο ποὺ πα­ρέ­με­νε χω­ρὶς πρό­σω­πο, δη­λα­δὴ χω­ρὶς ὄ­νο­μα. Ἡ πα­ρα­βο­λὴ κά­νει λό­γο ἀ­ό­ρι­στα καὶ γε­νι­κὰ γιὰ κά­ποι­ον πλού­σιο, ἐ­νῶ ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη προ­βάλ­λει τὴν προ­σω­πι­κό­τη­τα τοῦ πτω­χοῦ Λα­ζά­ρου.
Αὐ­τὴ τὴν ἀ­λή­θεια πρέ­πει νὰ τὴν προ­σέ­ξου­με ἰ­δι­αί­τε­ρα σή­με­ρα. Ὁ πο­λι­τι­σμὸς μας εὐ­νο­εῖ τὴν ὑ­περ­τρο­φι­κὴ ἀ­νά­πτυ­ξη τοῦ ἐ­γω­ι­σμοῦ καὶ τοῦ ἀ­το­μι­σμοῦ τοῦ ἀν­θρώ­που. Γι­’ αὐ­τὸ καὶ ὑ­πε­ρι­σχύ­ει ἡ ἀλ­λη­λο­πε­ρι­φρό­νη­ση καὶ ὁ πα­ραγ­κω­νι­σμός. Ὁ ἄν­θρω­πος σή­με­ρα στε­ρεῖ­ται προ­σω­πι­κῆς ταυ­τό­τη­τας καὶ ἔ­τσι χά­νει τὴν ἀ­ξί­α του ὑ­πο­τασ­σό­με­νος σὲ θε­σμοὺς καὶ συ­στή­μα­τα ποὺ σὲ ἀρ­κε­τὲς πε­ρι­πτώ­σεις λει­τουρ­γοῦν στραγ­γα­λι­στι­κὰ καὶ ἐ­ξου­θε­νω­τι­κά. Πολ­το­ποι­εῖ­ται ἡ προ­σω­πι­κό­τη­τά του σὲ μί­α ἀ­νώ­νυ­μη μᾶ­ζα καὶ κα­ταν­τᾶ ἕ­νας ἁ­πλὸς ἀ­ριθ­μός.
Ὁ πλού­σιος τῆς πα­ρα­βο­λῆς ἤ­θε­λε ὅ­λοι οἱ ἄλ­λοι νὰ τὸν ὑ­πη­ρε­τοῦν καὶ νὰ τὸν φρον­τί­ζουν, ἐ­νῶ αὐ­τὸς δὲν προ­σέ­φε­ρε τί­πο­τε. Οὔ­τε ἀ­κό­μα ἀ­πὸ τὰ πε­ρισ­σεύ­μα­τα τῶν ἀ­γα­θῶν του. Ἡ συμ­πε­ρι­φο­ρὰ του αὐ­τὴ ἀ­πο­τυ­πώ­νε­ται στὴ στά­ση ποὺ τη­ροῦ­σε ἀ­πέ­ναν­τι στὸν πτω­χὸ Λά­ζα­ρο.
Μέ­σα ἀ­πὸ τὶς ἀν­τι­θέ­σεις ποὺ ἐ­ναλ­λάσ­σον­ται στὴ δι­ή­γη­ση, προ­βάλ­λει ἀ­πὸ τὴ μί­α ἡ κα­λο­πέ­ρα­ση τοῦ πλου­σί­ου καὶ ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη ἡ ἐ­ξα­θλί­ω­ση τοῦ Λα­ζά­ρου. Ἀ­κρι­βῶς, τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο μᾶς βο­η­θεῖ ν’ ἀ­να­κα­λύ­πτου­με μέ­σα σ’  αὐ­τὲς τὶς ἀν­τι­θέ­σεις τὴν ἀ­λη­θι­νὴ καὶ αἰ­ώ­νια ἀ­ξί­α τοῦ ἀν­θρώ­που. «Πα­ρά­γει τὸ σχῆ­μα τοῦ κό­σμου τού­του». Αὐ­τὸς ὁ κό­σμος περ­νά­ει. Ἐ­κεῖ­νος ποὺ «μέ­νει εἰς τὸν αἰ­ῶ­να» εἶ­ναι ἡ ἀ­λή­θεια τοῦ Θε­οῦ, τὴν ὁ­ποί­α κα­λεῖ­ται ὁ ἄν­θρω­πος νὰ ἐγ­κολ­πω­θεῖ στὴ ζω­ή του.
Τὸ ὄ­νο­μα Λά­ζα­ρος ση­μαί­νει «ὁ Θε­ὸς βο­η­θός μου». Αὐ­τὸ με­του­σί­ω­νε σὲ πρά­ξη κα­θη­με­ρι­νῆς ζω­ῆς ὁ Λά­ζα­ρος μέ­σα ἀ­πὸ τὴν φτώ­χεια καὶ τὴ βα­ρειὰ ἀρ­ρώ­στιά του. Προ­σπα­θοῦ­σε νὰ χορ­τά­σει μὲ ψί­χου­λα ποὺ ἔ­πε­φταν ἀ­πὸ τὸ τρα­πέ­ζι τοῦ πλου­σί­ου. Τό­σο ἀ­δύ­να­τος ἦ­ταν ὁ Λά­ζα­ρος, ὥ­στε δὲν μπο­ροῦ­σε οὔ­τε τὰ σκυ­λιὰ ν’ ἀ­πο­μα­κρύ­νει ποὺ ἔρ­χον­ταν καὶ ἔ­γλει­φαν τὶς πλη­γές του καὶ μὲ αὐ­τὸ τὸν τρό­πο τοῦ προ­ξε­νοῦ­σαν φο­βε­ροὺς πό­νους.
Πα­ρὰ τὴ δυ­στυ­χί­α καὶ τὸν πό­νο του, ὁ Λά­ζα­ρος πο­τὲ δὲν πα­ρα­πο­νέ­θη­κε. Καὶ αὐ­τό, σ’  ἀν­τί­θε­ση μὲ τὴ νο­ο­τρο­πί­α τὴ δι­κή μας σή­με­ρα ποὺ ὑ­ψώ­νου­με συ­νε­χῶς φω­νὲς δι­α­μαρ­τυ­ρί­ας νο­μί­ζον­τας ὅ­τι μὲ αὐ­τὸ τὸν τρό­πο μπο­ροῦ­με νὰ φτι­ά­ξου­με τὸν κό­σμο, σύμ­φω­να μὲ τὶς δι­κές μας ἐ­πι­θυ­μί­ες.
Ὁ θά­να­τος ἐ­πι­σκέ­φθη­κε πρῶ­τα τὸ Λά­ζα­ρο καὶ με­τὰ τὸν πλού­σιο τῆς πα­ρα­βο­λῆς. Ἡ ζω­ὴ τοῦ πλου­σί­ου, σύμ­φω­να πάν­τα μὲ τὴ δι­ή­γη­ση, με­τὰ τὸ θά­να­το εἶ­ναι γε­μά­τη βά­σα­να καὶ πό­νους. Πο­νοῦ­σε μά­λι­στα πε­ρισ­σό­τε­ρο ὅ­ταν ἔ­βλε­πε τὸ Λά­ζα­ρο νὰ εἶ­ναι εὐ­τυ­χι­σμέ­νος στὴν ἀγ­κα­λιὰ τοῦ Πα­τριά­ρχη Ἀ­βρα­άμ. Στε­ρε­ώ­νε­ται μά­λι­στα πε­ρισ­σό­τε­ρο στὴν ἀ­με­τα­νο­η­σί­α του ὅ­ταν φέ­ρε­ται νὰ ζη­τεῖ ἀ­πὸ τὸ Θε­ὸ νὰ ἀ­να­στη­θεῖ ὁ Λά­ζα­ρος ὥ­στε μὲ αὐ­τὸ τὸν τρό­πο νὰ ἐ­ξα­ναγ­κα­σθοῦν τὰ πέν­τε ἀ­δέλ­φια του νὰ πι­στεύ­σουν. Πί­σω ὅ­μως ἀ­πὸ τὸ ἐ­πι­φα­νεια­κὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον του γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α τους, μπο­ρεῖ νὰ δι­α­κρί­νει κά­ποι­ος τὸν ἐ­γω­ι­σμό του μὲ τὸ νὰ ρί­χνει τὶς εὐ­θύ­νες γιὰ τὴν κα­τά­στα­σή του στὸ Θε­ό. Ἀ­φοῦ ὁ Θε­ὸς δὲν κά­νει «θαύ­μα­τα» γιὰ νὰ μᾶς ἐ­ξα­ναγ­κά­σει νὰ ζοῦ­με στὴν ἀ­γά­πη του, τό­τε δὲν φταῖ­με ἐ­μεῖς ποὺ βι­ώ­νου­με τὴν κό­λα­ση τῆς ἀ­που­σί­ας του.
Ἀ­γα­πη­τοὶ μου ἀ­δελ­φοί, ἡ πρό­κλη­ση ποὺ ὑ­ψώ­νει ἐ­νώ­πιόν μας ἡ ση­με­ρι­νὴ εὐ­αγ­γε­λι­κὴ πε­ρι­κο­πὴ εἶ­ναι νὰ ἀρ­νη­θοῦ­με τὴν ἐ­ξάρ­τη­ση ποὺ προ­σφέ­ρουν τὰ ὑ­λι­κὰ ἀ­γα­θὰ καὶ σὲ ὅ­ποι­α κα­τά­στα­ση κι ἂν βρι­σκό­μα­στε νὰ ἐμ­πι­στευ­θοῦ­με τὸν ἑ­αυ­τό μας στὸ Θε­ό. Μό­νο κον­τά Του θὰ μπο­ρέ­σου­με νὰ ἀ­να­παυ­θοῦ­με στὴν μό­νι­μη χα­ρὰ ποὺ προ­σφέ­ρει ἡ πα­ρου­σί­α Του καὶ νὰ πά­ρου­με γεύ­σεις τοῦ ἀ­λη­θι­νοῦ πλού­του τῆς ζω­ῆς. Ἡ στά­ση ποὺ μὲ με­γά­λη πί­στη καὶ ὑ­πο­μο­νὴ τη­ροῦ­σε ὁ Λά­ζα­ρος μέ­σα ἀ­πὸ τὴ φτώ­χεια καὶ τὸν πό­νο του, ἂς γί­νει ὁ­δη­γὸς καὶ πυ­ξί­δα στὴ δι­κή μας ζω­ή. Ἀ­μήν.    Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Χίου